Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58100-58120]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57686χωρομετρίαχω-ρο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. κλάδος με αντικείμενο τη χωρομέτρηση. Βλ. -μετρία. [< μτγν. χωρομετρία, αγγλ. chorometry]
57687χωρομετρικός, ή, ό χω-ρο-με-τρι-κός επίθ.: ΤΟΠΟΓΡ. που σχετίζεται με τη χωρομετρία ή τη χωρομέτρηση: ~ός: σχεδιασμός. ~οί: έλεγχοι/σταθμοί. ~ές: τεχνικές. Βλ. χαρτογραφικός.
57688χώρος[χῶρος] χώ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. υπαίθρια έκταση που προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό· κατ' επέκτ. κάθε τρισδιάστατη έκταση στην οποία εντοπίζονται οντότητες και εκδηλώνεται ακολουθία γεγονότων: αύλειος ~. Ελεύθερος/κοινόχρηστος ~ πρασίνου. Ανοιχτοί/εξωτερικοί ~οι (ΑΝΤ. κλειστοί/εσωτερικοί). ~ αναψυχής/ελλιμενισμού (σκαφών)/υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (: ΧΥΤΑ). Ο γύρω ~. Ο ~ της ανασκαφής. ~ συνολικής επιφάνειας ... τ.μ. Ανάπλαση/απαλλοτρίωση/περίφραξη/φύλαξη/χαρτογράφηση ενός ~ου. Άποψη/διαμόρφωση του περιβάλλοντος ~ου. ~οι αθλοπαιδιών. Πβ. περιοχή.|| (ΦΥΣ.) Ο κοσμικός/συμπαντικός ~. Τετραδιάστατος ~ (: χωρόχρονος). ~ και χρόνος.|| Ηπειρωτικός/θαλάσσιος/νησιωτικός/ορεινός ~. Ο ελληνικός/ευρωπαϊκός ~. Παρεμβάσεις στον αστικό και αγροτικό ~ο. Ζώα που ζουν ελεύθερα στον φυσικό τους ~ο. Πβ. περιβάλλον, τόπος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ηλεκτρονικός ~. Εικονικός ~ επικοινωνίας/συζήτησης/συνάντησης (: φόρουμ). Ενιαίος ~ πληρωμών σε ευρώ. Βλ. κυβερνο~. 2. έκταση με εγκαταστάσεις· κτίριο, διαμέρισμα, αίθουσα, θάλαμος ή δωμάτιο, που έχει ορισμένη λειτουργία: εκθεσιακός/εργοστασιακός/θεατρικός/κατασκηνωτικός/πολιτιστικός/ σκηνικός/συναυλιακός ~. Αθλητικοί/βιομηχανικοί ~οι. Ο ~ του αεροδρομίου/λιμανιού/πανεπιστημίου/σχολείου. Κάμερα παρακολούθησης του ~ου.|| Αποθηκευτικός/γραφειακός/ιδιωτικός ~. Ανακαινισμένοι/εργαστηριακοί/κύριοι και βοηθητικοί/μαζικοί ~οι. ~ αποσκευών/διαμονής/(μη) καπνιστών/ξεκούρασης/υποδοχής. Ο ~ της εκδήλωσης/του πιλοτηρίου (= κόκπιτ)/του συνεδρίου. Κάτοψη του ~ου. ~οι διασκέδασης/διδασκαλίας/εστιάσεων/υγιεινής. Ο ωφέλιμος ~ του ισογείου/υπογείου. Ειδικά διαμορφωμένος ~ με υπολογιστές. Ειδικός ~ αναμονής. Ο ~ κλιματίζεται. Παρενόχληση στον ~ο εργασίας. ~οι σύγχρονων προδιαγραφών. Αναζητώ/ψάχνω τον ιδανικό/κατάλληλο ~ο κατοικίας. Επισκέπτομαι τον ~ο κάποιου. Μέσα σε περιορισμένο ~ο. Αγοράζω/εκμισθώνω επαγγελματικούς ~ους. Ξενάγηση/περιήγηση στους ~ους του μουσείου.|| Ο προσωπικός μου ~. Σπίτι με ανεξάρτητους/άνετους/ζεστούς/καθαρούς/καλαίσθητους/λειτουργικούς ~ους. Βλ. πολυ~. 3. κενό τμήμα τρισδιάστατου συνόλου: λόγω έλλειψης/(λόγ.) ελλείψει ~ου, ... Άνεση ~ου. Δεν έχει μείνει καθόλου ~ για ... Υπάρχει ~ για να αφήσετε τα πράγματά σας/παρκάρετε το αυτοκίνητο/για να γράψετε σχόλια. Δεν υπάρχει άλλος/αρκετός/πολύς ~ στην αποθήκη (: είναι γεμάτη). Εξοικονομώ ~ο. Πβ. θέση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Διαθέσιμος ~ στον σκληρό δίσκο (βλ. χωρητικότητα). 4. (μτφ.) γνωστικός ή επαγγελματικός τομέας· γενικότ. πεδίο δράσης: ακαδημαϊκός/ειδησεογραφικός/επιστημονικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός ~. Ειδήσεις από τον ~ο του αθλητισμού/των θετικών επιστημών. Εμβόλιο που έφερε επανάσταση στον ~ο της ιατρικής/υγείας. Δραστηριοποιείται στον ~ο του εμπορίου/των επενδύσεων. Πβ. κλάδος, περιοχή.|| Ανήκει στον αριστερό/δεξιό/κεντρώο ~ο. Εξελίξεις στον οικονομικό/πολιτικό ~ο. Ανακατατάξεις/μεταρρυθμίσεις στον ~ο της εκπαίδευσης. ~ ανταλλαγής απόψεων/έκφρασης. ~ για διάλογο. Ο ~ της οικογένειας (= περιβάλλον). 5. το εσωτερικό μέρος συσκευής, οχήματος, σκάφους· (στον πληθ.) τα μικρότερα τμήματα στα οποία αυτό χωρίζεται: ο ~ του ψυγείου. Οι ~οι του αυτοκινήτου/πλοίου. 6. ΜΑΘ. σύνολο σημείων με γεωμετρικές ιδιότητες: ορθογώνιος/τοπολογικός ~. Γεωμετρία/τοπολογία του ~ου. Οι διαστάσεις/συντεταγμένες του ~ου. Ορίζω ευθεία στον ~ο. 7. ΙΑΤΡ. μέρος του ανθρώπινου κυρ. οργανισμού: κοιλιακός ~. Ο ~ του εγκεφάλου. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωνιστικός χώρος: η συγκεκριμένη έκταση εντός των ορίων της οποίας διεξάγεται αθλητικός αγώνας· ο ίδιος ο αγώνας: (στο ποδόσφαιρο) άσχημος/κακός/λασπωμένος/χωμάτινος ~ ~. Ο χλοοτάπητας του ~ού ~ου. Πβ. γήπεδο.|| Επιστροφή στους ~ούς ~ους. Ποινή αποκλεισμού από τους ~ούς ~ους., αίσθηση του χώρου: αντίληψη, συναίσθηση του χώρου, ως τρισδιάστατου διαστήματος: καλή ~ ~. Δεν έχει την ~ ~ (: δεν μπορεί να προσανατολιστεί). Βλ. αίσθηση του χρόνου., αρχαιολογικός χώρος: που έχει αρχαιολογικά μνημεία: ο ~ ~ της Ακρόπολης/της Βεργίνας/των Δελφών/της Κνωσού., δημόσιος χώρος 1. κοινόχρηστη υπαίθρια έκταση ή κτίριο υπηρεσίας: ο ~ ~ της (σύγχρονης) πόλης/της πλατείας. Απαγόρευση του καπνίσματος στους ~ους ~ους. 2. (μτφ.) πεδίο ανοιχτό σε όλα τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: ~ ~ επαφής/προβολής αιτημάτων., ιερός χώρος: μέρος, έκταση ή κτίσμα με θρησκευτική και γενικότ. ηθική σημασία: βεβήλωση/παραβίαση/προστασία ενός ~ού ~ου., όνομα χώρου/τομέα & δικτυακό όνομα χώρου: ΔΙΑΔΙΚΤ. μοναδικό όνομα κόμβου που αποτελείται από μια συμβολοσειρά δηλωτική του ονόματος του οργανισμού ή της επιχείρησης στην οποία ανήκει, μια τελεία και το όνομα του τομέα ανώτατου επιπέδου: εκχώρηση/κατοχύρωση ~ατος ~. [< αμερικ. domain name, 1982] , χώρος στάθμευσης: όπου σταθμεύουν οχήματα: επίγειος/κλειστός/υπαίθριος/υπόγειος ~ ~ αυτοκινήτων (πβ. γκαράζ, πάρκινγκ). ~ ~ αεροσκαφών/αναπηρικών οχημάτων/ποδηλάτων., (εθνικός) εναέριος χώρος βλ. εναέριος, ακάλυπτος (χώρος) βλ. ακάλυπτος, βάση διανυσματικού χώρου βλ. βάση, δειγματικός χώρος βλ. δειγματικός, διάσταση διανυσματικού χώρου βλ. διάσταση, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός, έντυπος χώρος βλ. έντυπος, ζωτικός χώρος βλ. ζωτικός, ημιυπαίθριος (χώρος) βλ. ημιυπαίθριος, προαύλιος χώρος βλ. προαύλιος ● ΦΡ.: αφήνω χώρο 1. αφήνω ένα μέρος κενό, ελεύθερο, ώστε να μπορεί κάποιος να το αξιοποιήσει ή να το εκμεταλλευτεί: Άσε μου λίγο ~! Δεν μας έχουν αφήσει ~ για παρκάρισμα. 2. (μτφ.) επιτρέπω: Διδακτικές μέθοδοι που ~ουν ~ για διάλογο/συνεργασία., ο χώρος μου/ο δικός μου χώρος: το σπίτι, η κατοικία μου ή το ιδιόκτητο επαγγελματικό μου περιβάλλον: Υποδέχτηκε τους φίλους του στον ~ο του. Απέκτησε/ψάχνει τον δικό του ~ο., πιάνει χώρο: καταλαμβάνει μεγάλη επιφάνεια εξαιτίας των διαστάσεων, του μεγέθους του: Ρούχα που ~ουν ~ στη ντουλάπα. Αρχεία που διαγράφηκαν, γιατί έπιαναν ~ στον σκληρό δίσκο (του Η/Υ). Συσκευή που δεν ~ (πολύ) ~., κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω [< αρχ. χῶρος, γαλλ. espace, place, domaine, αγγλ. space, room, area, γερμ. Raum]
57689χωροστάθμησηχω-ρο-στάθ-μη-ση ουσ. (θηλ.) & χωροστάθμιση: ΤΟΠΟΓΡ. υπολογισμός της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ δύο σημείων του εδάφους της Γης: ~ άξονα δρόμου. Γεωμετρία ~ης. Πβ. υψομετρία. Βλ. χάραξη, χωροβάτης. [< γαλλ. nivellement]
57690χωροσταθμικός, ή, ό χω-ρο-σταθ-μι-κός επίθ.: ΤΟΠΟΓΡ. που σχετίζεται με τη χωροστάθμηση: ~ή: επιφάνεια. ~ό: δίκτυο. ~ές: αφετηρίες/καμπύλες/οδεύσεις.
57691χωροτάκτηςχω-ρο-τά-κτης ουσ. (αρσ.): επιστήμονας ειδικευμένος στη χωροταξία: αρχιτέκτονας/περιφερειολόγος-~. ~ μηχανικός. Βλ. πολεοδόμος. [< γαλλ. aménageur]
57692χωροταξίαχω-ρο-τα-ξί-α ουσ. (θηλ.) (επιστ.): κατανομή και οριοθέτηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στον φυσικό χώρο, κατά τρόπο ισόρροπο, ώστε να μην αλληλοσυγκρούονται και να μην προκαλείται διαταραχή του οικοσυστήματος: περιφερειακή ~. ~ της πόλης/υπαίθρου. Βλ. αρχιτεκτονική, βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη. [< γερμ. Raumordnung]
57693χωροταξικός, ή, ό χω-ρο-τα-ξι-κός επίθ. & χωροτακτικός (επιστ.): που σχετίζεται με τη χωροταξία: ~ός: σχεδιασμός/χάρτης. ~ή: αναδιάρθρωση/ανάπτυξη/διάταξη/διευθέτηση/κατανομή/οργάνωση/πολιτική. ~ό: πλαίσιο/(μτφ.) χάος. ~ές: αλλαγές/μελέτες/παρεμβάσεις/ρυθμίσεις. ~ά: θέματα/κριτήρια. Βλ. πολεοδομικός. ● Ουσ.: χωροταξικό (το): ενν. σχέδιο: έλλειψη (εθνικού) ~ού. ● επίρρ.: χωροταξικά
57694χωροφύλακαςχω-ρο-φύ-λα-κας ουσ. (αρσ.) 1. (παλαιότ.) ο κατώτερος βαθμός της χωροφυλακής· καταχρ. αστυνομικός. Βλ. -φύλακας. 2. (μτφ.) πρόσωπο που συμπεριφέρεται αυταρχικά: Δεν υπήρξε ποτέ ~ μέσα στην τάξη. Πβ. μπαμπούλας.|| Ηλεκτρονικός/οικονομικός ~. ● ΦΡ.: κάνω τον αστυνόμο βλ. αστυνόμος [< μτγν. χωροφύλαξ 'φύλακας ενός τόπου, γερμ. Gendarm, γαλλ. gendarme]
57695χωροφυλακήχω-ρο-φυ-λα-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Χ, παλαιότ.): στρατιωτικά οργανωμένο σώμα με αστυνομικά καθήκοντα, κυρ. στην ύπαιθρο: Βλ. -φυλακή. [< γερμ. Gendarmerie, γαλλ. gendarmerie]
57696χωροφυλακίστικος, η, ο χω-ρο-φυ-λα-κί-στι-κος επίθ. (προφ.) 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από αυταρχικότητα: ~η: νοοτροπία/συμπεριφορά. 2. (παλαιότ.) που σχετίζεται με τον χωροφύλακα: ~η: στολή. Βλ. -ίστικος.
57697χωροχρονικός, ή, ό χω-ρο-χρο-νι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με τον χωρόχρονο: ~ός: προσανατολισμός. ~ή: θεωρία. ~ό: επίπεδο/πλαίσιο/σημείο/Σύμπαν/συνεχές/σύστημα. ~ές: αποστάσεις/βάσεις δεδομένων/διαστάσεις/μεταβολές/συντεταγμένες. ~ά: όρια. ● επίρρ.: χωροχρονικά
57698χωρόχρονοςχω-ρό-χρο-νος ουσ. (αρσ.) & χωροχρόνος: ΦΥΣ. (στη θεωρία της σχετικότητας) ο χώρος των τεσσάρων διαστάσεων που προκύπτει από την προσθήκη τέταρτης διάστασης (του χρόνου) στον τρισδιάστατο χώρο· γενικότ. ο χώρος και ο χρόνος: στατικοί ~οι. Μαύρες τρύπες και ~. Η γεωμετρία/η έννοια/η καμπυλότητα/τα όρια/η παραμόρφωση/το συνεχές του ~ου. Κίνηση/σημείο στον ~ο.|| (μτφ.) Θεατρικός/κινηματογραφικός ~. Ο ~ του μυθιστορήματος. [< γερμ. Raumzeit, αγγλ. space-time, 1910, γαλλ. espace-temps]
57699χωρώ[χωρῶ] χω-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χωρ-άς, -ά κ. -άει κ. -εί ..., -ούν (προφ.) -άνε, -ώντας | χώρ-εσα, -έσει} & χωράω: μπορώ να μπω κάπου, χωρίς να πλεονάζω ή να εξέχω: Ελάτε, ~άμε! Δεν ~ούν πάνω από δέκα άτομα. ~άνε δεν ~άνε εδώ μέσα (: ίσα ίσα που ~άνε). Πού ~εσαν όλοι αυτοί; Κάνε στην άκρη, να ~έσω κι εγώ!|| Δεν ~ά να περάσει το αυτοκίνητο. Δεν ~ούν άλλα ρούχα στο συρτάρι. Συσκευή που μπορεί να ~έσει στην παλάμη του χεριού/στην τσέπη (: είναι μικροσκοπική).|| (μτφ.) Δεν μπορεί να ~έσει τόση αγάπη σε λίγες γραμμές. Πόσες φορές ~ά το επτά στο είκοσι ένα;χωρά 1. μπορεί να δεχτεί ορισμένο πλήθος ανθρώπων ή συγκεκριμένη ποσότητα στοιχείων εντός του χώρου που διαθέτει: Το γήπεδο ~ ... θεατές (= έχει χωρητικότητα ... θεατών). Δεν μας ~ το ταξί. Το μπουκάλι ~ ... λίτρα. Πόσα αρχεία μπορεί να ~έσει το φλασάκι;|| (μτφ.) Η καρδιά του ~ όλο τον κόσμο (: είναι μεγαλόκαρδος). 2. (κυρ. με άρνηση) για ρούχα ή παπούτσια που εφαρμόζουν στο σώμα κάποιου, ώστε να μπορεί να τα φορέσει: Δεν της ~ πια το φουστάνι (= της είναι στενό). Τα γάντια δεν μου ~άνε (= μου είναι μικρά). Πβ. μπαίνει. 3. & χωρεί: (μτφ.-κυρ. με άρνηση) επιτρέπεται, δικαιολογείται, μπορεί να γίνει αποδεκτό: Για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα δεν ~ εφησυχασμός. Δεν ~άνε άλλες απώλειες/αστεία/δικαιολογίες/μεμψιμοιρίες/ντροπές.|| (επίσ.) Κατά της απόφασης ~ ένσταση. 4. & χωρεί: (μτφ.-κυρ. με άρνηση) επιδέχεται, παίρνει: Η κατάσταση δεν ~ συμβιβασμούς. Το θέμα δεν ~ (περαιτέρω) καθυστέρηση., χωρεί (αρχαιοπρ.): προχωρά: (σε νομικά κείμενα) Η πειθαρχική δίωξη ~ αυτεπαγγέλτως. ● ΦΡ.: δεν με χωρά(ει) ο τόπος (προφ.): δεν μπορώ να σταθώ σε ένα μέρος, λόγω υπερέντασης, ανυπομονησίας ή στενοχώριας: Δεν τον ~ ~, όλα του φταίνε., δεν χωρά(ει)/χωρεί (καμιά/η παραμικρή) αμφιβολία: είναι σίγουρο, αναμφίβολο: ~ ~ ότι θα τα καταφέρουν., δεν χωράω κάπου (μτφ.): δεν ανήκω, δεν έχω θέση σε κάποιον χώρο ή περιβάλλον, κυρ. λόγω του χαρακτήρα μου ή των αρνητικών συνθηκών που επικρατούν: Νιώθω ότι ~ ~ πουθενά/στην παρέα τους., στους δύο τρίτος δεν χωρεί/χωρά(ει) (προφ.): σε μία διαπροσωπική, συνήθ. ερωτική, σχέση δεν πρέπει να αναμειγνύονται τρίτοι, γιατί μπορεί να τη διαλύσουν., (δεν χωράνε) δύο καρπούζια σε μία/στην ίδια μασχάλη βλ. καρπούζι, δεν παίρνει/δεν σηκώνει/δεν χωράει/δεν επιδέχεται (άλλη) αναβολή/αναβολές βλ. αναβολή, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, δεν χωράει (καμία) αμφισβήτηση βλ. αμφισβήτηση, δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα βλ. πόρτα, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, όλοι οι καλοί χωράνε βλ. καλός, πόσα απίδια πιάνει/χωράει/βάζει/βάνει/έχει ο σάκος βλ. απίδι, στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει βλ. κοφίνι, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι [< αρχ. χωρῶ ‘αφήνω χώρο, περιέχω, βρίσκω θέση’]
57700χωσιάχω-σιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): ενέδρα, καρτέρι. Πβ. παγίδα. [< μεσν. χωσία]
57701χώσιμοχώ-σι-μο ουσ. (ουδ.) {χωσίμ-ατα} (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χώνω: ~ των πασσάλων στο χώμα. Πβ. τρύπωμα.|| (αργκό) Έφαγε τρελό ~. Πβ. πήξιμο, ταλαιπωρία.|| ~ στη φυλακή (: φυλάκιση· πβ. κλείσιμο).|| Κάνουν κόντρες και ~ατα (= σφήνες) στις λεωφόρους.
57702χωσμένος, η, ο βλ. χώνω
58749χωστός, ή, ό χω-στός επίθ. (προφ.): που χώνεται μέσα σε κάτι: ~ό: κάθισμα/τιμόνι. ~ές: πολυθρόνες. Βλ. χωνευτός. [< αρχ. χωστός ‘για συσσωρευμένο χώμα’, μεσν. ~ ‘θαμμένος’]
57703ψ(πρόφ. ψι) 1. το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει τον συμφωνικό φθόγγο [ps]: ~ κεφαλαίο (Ψ). ~ μικρό (ψ). Πβ. ψι. Βλ. σύμφωνο. 2. επτακόσια ή επτακοσιοστός. 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Ψ ή ,ψ:) επτακόσιες χιλιάδες. 4. ΜΑΘ. σύμβολο αγνώστου, συνήθ. σε εξίσωση. || Ο άξονας των ψ ή άξονας ψψ'. Βλ. τετμημένη, χ. 5. (προφ.) για να δηλωθεί κάτι αόριστα: Αγοράζουν με ~ κόστος. [< αρχ. Ψ, μεσν. ψ]
57704ψαγμένος, η, ο επίθ. (προφ.): που έχει μελετήσει σε βάθος ένα ή περισσότερα επιστημονικά ή/και πολιτιστικά θέματα, με αποτέλεσμα να είναι πολύ καλός γνώστης του(ς): ~ο: κοινό. ~ με τον κινηματογράφο. Είναι πολύ ~ο άτομο. Βλ. προβληματισμένος, σκεπτόμενος. ● βλ. ψάχνω

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.