ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57705 | ψάθα | ψά-θα ουσ. (θηλ.) 1. πλέγμα από στελέχη φυτών που ανήκουν στα αγρωστώδη (κυρ. βούρλα, καλάμια), το οποίο χρησιμεύει για την κατασκευή διάφορων αντικειμένων· ειδικότ. λεπτό ψάθινο στρώμα για την παραλία ή ψάθινο χαλάκι (εισόδου οικίας): ξύλινη καρέκλα με ~. Καλάθι (βλ. πλεκτός)/καπέλο (βλ. ψαθάκι) από ~. Πβ. ψαθί. Βλ. άχυρο, μπαμπού.|| ~ θαλάσσης. (για λουόμενο:) Άπλωσε την/ξάπλωσε στην ~.|| ~ πατώματος. 2. ΒΟΤ. ποώδες, πολυετές, μονοκοτυλήδονο φυτό (επιστ. ονομασ. Typha latifolia), που ευδοκιμεί σε βάλτους· συνεκδ. το μακρύ και εύκαμπτο στέλεχός του. ΣΥΝ. τύφη 3. ΝΑΥΤ. (κυρ. παλαιότ.) μεγάλο πανί σε σχήμα τραπεζίου, στην πλώρη ιστιοφόρου. Βλ. ράντα1, σακολέβα, φλόκος. ● ΦΡ.: πέθανε/έμεινε στην ψάθα (προφ.): πέθανε ή απόμεινε μόνος ή/και πάμφτωχος. [< μεσν. ψάθα] | |
57706 | ψαθάκι | ψα-θά-κι ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): ψάθινο ανδρικό καπέλο με στενό γύρο. | |
57707 | ψαθί | ψα-θί ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): ψάθα (ως φυτό ή ψάθινο πλέγμα). [< μεσν. ψιαθίν] | |
57708 | ψάθινος | , η, ο ψά-θι-νος επίθ.: φτιαγμένος από ψάθα: ~ος: σάκος (βλ. ζεμπίλι). ~η: ομπρέλα (παραλίας)/σκούπα/τσάντα. ~ο: καλάθι (βλ. κοφίνι)/καπέλο (βλ. παναμάς, σομπρέρο, ψαθί)/πανέρι/πλέγμα/χαλάκι. ~ες: καλύβες (: αχυρένιες)/καρέκλες. ~α: είδη/έπιπλα. Πβ. ψαθωτός. | |
57709 | ψαθυρός | , ή, ό ψα-θυ-ρός επίθ. (επιστ.): που τρίβεται ή θρυμματίζεται εύκολα: ~ά: υλικά (π.χ. κεραμικά). ΣΥΝ. εύθρυπτος. Βλ. όλκ-, πλάστ-ιμος.|| ~ή: θραύση/συμπεριφορά (σκυροδέματος). [< αρχ. ψαθυρός] | |
57710 | ψαθυρότητα | ψα-θυ-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (επιστ.): η ιδιότητα του ψαθυρού υλικού. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ολκιμότητα, πλαστιμότητα [< αρχ. ψαθυρότης] | |
57711 | ψαθωτός | , ή, ό ψα-θω-τός επίθ.: που είναι φτιαγμένος από ψάθα ή που (η πλέξη του) μοιάζει με ψάθα: ~ές: καρέκλες (= ψάθινες).|| Ύφασμα ~ό. | |
57712 | ψαλίδα | ψα-λί-δα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) διαφορά, συνήθ. μεγάλη: διεύρυνση της ~ας της ανισότητας/των επιτοκίων. Ανοίγει/διευρύνεται/κλείνει η εισοδηματική/μισθολογική ~. Μικραίνει η ~ (= απόσταση) ανάμεσα στα δύο κόμματα/μεγαλώνει η ~ μεταξύ πλούσιων και φτωχών. 2. μεγάλο ψαλίδι: ~ κλαδέματος (= κλαδευτήρι)/κοπής (θάμνων/χόρτων).|| (κατ' επέκτ., καθετί αντίστοιχης μορφής:) Η ~ (ΒΟΤ.) του κλήματος/(ΑΝΑΤ.) του εγκεφάλου. ΣΥΝ. έλικας. 3. (κατ' επέκτ.) φθορά της τρίχας (των μαλλιών), κατά την οποία η άκρη της είναι σπασμένη, χωρίζεται δηλ. στα δύο. 4. ΖΩΟΛ. νυκτόβιο έντομο της τάξης των δερμάπτερων (επιστ. ονομασ. forficula auricularia). [< μεσν. ψαλίδα 1: αγγλ. scissors, 1974] | |
57713 | ψαλίδι | ψα-λί-δι ουσ. (ουδ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. εργαλείο κοπής που αποτελείται από δύο μεταλλικές λεπίδες, ενωμένες στη μέση, με λαβή για τα δάχτυλα στο πάνω άκρο τους: κοφτερό ~. Επαγγελματικά/παιδικά ~ια. ~ γραφείου/κουζίνας/κουρέματος/ραπτικής. Έκοψε το σχοινί/χαρτί με το ~. Βλ. τροχιστήρι.|| Ηλεκτρικό ~ (π.χ. υφασμάτων).|| ~ αέρος (κλαδευτικό)/κλαδέματος/μπορντούρας. Βλ. φρέζα.|| (Υδραυλικά) ~ια λαμαρίνας (: για την κοπή των φύλλων της).|| Χειρουργικό ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. (κατ' επέκτ.) εργαλείο ή εξάρτημα αντίστοιχης μορφής: ~ μαλλιών (: ~ ισιώματος ή/και για μπούκλες). Πβ. ισιωτής.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ., εξάρτημα της ανάρτησης, το οποίο συνδέει τον τροχό με το πλαίσιο του αυτοκινήτου:) Διπλά ~ια. ~ια βάσης. Βλ. σινεμπλόκ.|| (ΟΙΚΟΔ.) Τα ~ια της στέγης. 3. (μτφ.-κυρ. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) περικοπές: ~ στις δαπάνες (των υπουργείων)/στα επιδόματα. Έρχεται/θα πέσει ~ σε μισθούς και συντάξεις. Πβ. ψαλίδισμα.|| Το ~ της λογοκρισίας. 4. ΑΘΛ. κίνηση των ποδιών ή των χεριών που μιμείται το άνοιγμα και το κλείσιμο των λεπίδων του ψαλιδιού: τεχνική άλματος (εις ύψος) σε στιλ ~. ● Υποκ.: ψαλιδάκι: σημ. 1, 4: ~ νυχιών (ή για τα νύχια)/παρανυχίδων.|| (ΓΥΜΝ.) Κάνω ~ια (: κάθομαι, σηκώνω τα πόδια και τα σταυρώνω εναλλάξ· τεντώνω τα χέρια μπροστά και τα σταυρώνω εναλλάξ). ● ΣΥΜΠΛ.: (ανάποδο) ψαλίδι & ψαλιδάκι: ΑΘΛ. ενέργεια ποδοσφαιριστή κατά την οποία κλοτσά την μπάλα προς τα πίσω με ψαλιδωτή κίνηση των ποδιών του, ενώ βρίσκεται στον αέρα με την πλάτη στραμμένη στο έδαφος: καταπληκτικό γκολ με ~ ~. Έστειλε με ~ ~ την μπάλα στα δίχτυα. Βλ. κεφαλιά-ψαράκι. [< 1: μεσν. ψαλίδι 2-4: αγγλ. scissors] | |
57714 | ψαλιδιά | ψα-λι-διά ουσ. (θηλ.) 1. (προφ.) κόψιμο με ψαλίδι. || Μαλλιά γεμάτα ~ιές (: άσχημα κομμένα).|| (μτφ.) ~ιές στις συντάξεις (= περικοπές). Πβ. ψαλίδισμα. 2. (στη ναυτιλία ή την ορειβασία) είδος κόμπου: μισή ~. Βλ. καντηλίτσα. | |
57715 | ψαλιδιάρης | ψα-λι-διά-ρης ουσ. (αρσ.) & ψαλιδάρης: ΟΡΝΙΘ. είδος γερακιού (επιστ. ονομασ. Milvus milvus) με καστανοκόκκινο φτέρωμα, μεγάλα φτερά, μακριά διχαλωτή ουρά, κίτρινο ράμφος, σκούρο γκρι ή μαύρο στην άκρη του, και κίτρινα πόδια με μαύρα νύχια. Βλ. τσίφτης. | |
57716 | ψαλιδίζω | ψα-λι-δί-ζω ρ. (μτβ.) {ψαλίδι-σε, ψαλιδί-σει, -στηκε, -στεί, ψαλιδίζ-οντας, ψαλιδι-σμένος} (προφ.) 1. (μτφ.-κυρ. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) μειώνω, περικόπτω: ~ονται μισθοί και συντάξεις. ~στηκαν τα κέρδη (στο ΧΑΑ). ~σμένος ο προϋπολογισμός. ~σμένες αποδοχές. ~σμένα: επιδόματα.|| ~σμένες προσδοκίες.|| (περιορίζω την έκταση:) Το κείμενο ~στηκε (βλ. λογοκρίνω). ~στηκαν (= κόπηκαν) σκηνές απ' την ταινία.|| (ΑΘΛ.) Η ομάδα κατάφερε να ~σει (= ροκανίσει) τη διαφορά και να προηγηθεί. 2. κόβω, συνήθ. τις άκρες, με ψαλίδι: Του ~σε (ενν. ο κουρέας) το μουστάκι. Πβ. ξακρίζω. ● ΦΡ.: κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου βλ. φτερό | |
57717 | ψαλίδισμα | ψα-λί-δι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. (μτφ.-κυρ. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) μείωση, περικοπές: Αποφασίστηκε γερό/νέο ~ των δαπανών/στα επιδόματα. Πβ. κόντεμα, ψαλίδι. 2. κόψιμο με ψαλίδι: ~ των μαλλιών. Πβ. ξάκρ-, τριμάρ-ισμα, ψαλιδιά. | |
57718 | ψαλιδιστής | ψα-λι-δι-στής ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. περιοριστής τάσης. Βλ. μετατροπέας. [< αγγλ. clipper] | |
57719 | ψαλιδωτός | , ή, ό ψα-λι-δω-τός επίθ.: που μοιάζει με ανοιχτό ψαλίδι: ~ή: ουρά (= διχαλωτή· βλ. δερμάπτερα, φράκο). (για σκύλο:) ~ό δάγκωμα (: οι άνω κοπτήρες επικαλύπτουν τους κάτω).|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~οί ανυψωτήρες.|| (ΑΘΛ.) ~ή κίνηση των ποδιών. Βλ. (ανάποδο) ψαλίδι. [< μτγν. ψαλιδωτός 'θολωτός'] | |
57720 | ψάλλω & ψέλνω | ψάλ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έψαλ-α, ψάλει, ψάλ-θηκε (λόγ.) εψάλη, ψαλ-θεί (συνηθέστ. λόγ. ψαλεί), ψάλλ-οντας κ. ψέλν-οντας, ψαλλ-όμενος} 1. τραγουδώ ύμνους και άσματα, κυρ. εκκλησιαστικούς/ά: Μετά τη Λειτουργία, θα ψαλεί επιμνημόσυνη δέηση. ~αν το Κύριε ελέησον/τροπάριο του Αγίου .../Χριστός ανέστη. Πβ. υμνώ.|| ~ει στον Ιερό Ναό ... (: είναι ψάλτης). Βλ. κρατάω το ίσο.|| ~αν τον Εθνικό Ύμνο/τα κάλαντα. 2. (μτφ.) επαναλαμβάνω μονότονα: Έψελνε όλη την ώρα πάνω απ' το κεφάλι μου. Πβ. γκρινιάζω, μουρμουρίζω. ● ΦΡ.: τα ψέλνω/τα ψάλλω σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον μαλώνω, τον κατσαδιάζω: Τους τα 'ψαλε κανονικά/χοντρά/για τα καλά!, ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο βλ. εξάψαλμος, ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο βλ. αναβαλλόμενος, πλέκω/ψάλλω το εγκώμιο κάποιου βλ. εγκώμιο, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι [< 1: μτγν. ψάλλω ‘τραγουδώ με τη συνοδεία λύρας’] | |
57721 | ψαλμικός | , ή, ό ψαλ-μι-κός επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τους ψαλμούς: ~ός: στίχος (βλ. προκείμενο). ~ό: χωρίο. [< μτγν. ψαλμικός] | |
57722 | ψαλμός | ψαλ-μός ουσ. (αρσ.): ΕΚΚΛΗΣ. ύμνος που ψέλνεται. Πβ. άσμα. Βλ. αναβαθμοί, κανόνας, τροπάριο, ωδή. ● Ψαλμοί (οι) 1. ΘΕΟΛ. & Βιβλίο των Ψαλμών: βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης με εκατόν πενήντα ψαλμούς, οι περισσότεροι από τους οποίους αποδίδονται στον Δαβίδ. Πβ. ψαλτήριο. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (συνεκδ.) οι αντίστοιχοι ψαλμοί. Βλ. αίνοι, εξάψαλμος. ● ΦΡ.: κοντός ψαλμός αλληλούια βλ. αλληλούια [< μτγν. ψαλμός, αγγλ. psalm, γαλλ. psaume] | |
57723 | ψαλμωδία | ψαλ-μω-δί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ΕΚΚΛΗΣ. ψαλμός: γλυκιά ~. Αντιφωνική (= αντιφωνία)/βυζαντινή ~. Πβ. υμνωδία. Βλ. στιχολογία, τεριρέμ. [< μτγν. ψαλμῳδία, γαλλ. psalmodie, αγγλ. psalmody] | |
57724 | ψαλμωδός | ψαλ-μω-δός ουσ. (αρσ.): ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο που συνθέτει ή/και ψάλλει ύμνους. Πβ. υμνωδός, ψάλτης. [< μτγν. ψαλμῳδός] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ