Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58140-58160]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57725ψαλμωδώ[ψαλμῳδῶ] ψαλ-μω-δώ ρ. (αμτβ.) {ψαλμωδ-εί}: ΕΚΚΛΗΣ. ψέλνω ύμνους. Πβ. υμνολογώ, υμνώ. [< μτγν. ψαλμῳδῶ]
57726ψάλσιμοψάλ-σι-μο ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψάλλω. Βλ. -ιμο.|| Πβ. επίπληξη, κατσάδα.
57727ψαλτήριψαλ-τή-ρι ουσ. (ουδ.) ΕΚΚΛΗΣ. 1. ψαλτήριο. 2. (σε ορθόδοξο ναό) υπερυψωμένος χώρος για τους ψάλτες: αριστερό/δεξιό ~. Πβ. αναλόγιο. Βλ. -τήρι. ΣΥΝ. χοροστάσιο (1)
57728ψαλτήριοψαλ-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Ψ) λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους Ψαλμούς. Βλ. -τήριο. ΣΥΝ. ψαλτήρι (1) 2. ΜΟΥΣ. (στην αρχαιότητα και τα (μετα)βυζαντινά χρόνια) έγχορδο όργανο· το μετέπειτα "κανονάκι". [< 1: μτγν. ψαλτήριον 2: αρχ. ~]
57729ψάλτηςψάλ-της ουσ. (αρσ.) {ψάλτ-η (λόγ.) -ου | -ών· κ. πληθ. (λαϊκό) ψαλτάδες· σπανιότ. θηλ. ψάλτρια}: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο που ψάλλει στην εκκλησία: αριστερός/δεξιός ~. Καλλίφωνος ~. Βοηθός ~η (βλ. αναγνώστης, κανονάρχης). Ο χορός των ~ών (βλ. δομέστικος). Πβ. ψαλμωδός. Βλ. πρωτο~. ΣΥΝ. ιεροψάλτης ● ΦΡ.: απορία ψάλτου, βηξ βλ. απορία [< μτγν. ψάλτης]
57730ψαλτικός, ή, ό ψαλ-τι-κός επίθ. ΕΚΚΛΗΣ. 1. που σχετίζεται με τους ψάλτες: ~ός: χορός. ~ή: παράδοση. Βλ. ιερο~.|| (ως ουσ.) Η ~ή (ενν. τέχνη). 2. που ψάλλεται: ~ά: μέλη. [< μτγν. ψαλτικός]
57731ψαμμίασηψαμ-μί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πάθηση των νεφρών η οποία χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό ψάμμου που αποβάλλεται με τα ούρα. Βλ. λιθίαση, -ίαση. [< γαλλ. gravelle]
57732ψαμμίτηςψαμ-μί-της ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΛ. συμπαγές ιζηματογενές πέτρωμα, που αποτελείται από κόκκους άμμου: αργιλικοί/ασβεστολιθικοί/δολομιτικοί/πυριτικοί/σιδηρούχοι ~ες. Βλ. διαγένεση, κρητίδα, πηλίτης, φλύσχης, -ίτης2. ΣΥΝ. αμμόλιθος, ψαμμόλιθος [< μτγν. ψαμμίτης 'αμμώδης', γαλλ.-αγγλ. psammite]
57733ψαμμιτικός, ή, ό ψαμ-μι-τι-κός επίθ.: ΓΕΩΛ. που σχετίζεται με τους ψαμμίτες: ~οί: ορίζοντες. ~ά: πετρώματα. [< αγγλ. psammitic]
57734ψαμμόλιθοςψαμ-μό-λι-θος ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΛ. ψαμμίτης. [< γερμ. Sandstein]
57735ψάμμοςψάμ-μος ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κρυσταλλικοί κόκκοι αλάτων σε μορφή άμμου, οι οποίοι συσσωρεύονται στα νεφρά και αποβάλλονται με τα ούρα. Βλ. ψαμμίαση. [< αρχ. ψάμμος 'άμμος', γαλλ. sable]
57736ψαμμώδης, ης, ες ψαμ-μώ-δης επίθ. {ψαμμώδ-ους | -εις (ουδ. -η)}: ΙΑΤΡ. που αποτελείται από ή μοιάζει με άμμο: ~η: σωμάτια. Βλ. -ώδης. [< αρχ. ψαμμώδης ‘αμμώδης’]
57737ψάξιμοψά-ξι-μο ουσ. (ουδ.) (προφ.): αναζήτηση: ~ στα συρτάρια (: ψαχούλεμα).|| Άσκοπο/συνεχές ~ για νέα στοιχεία (πβ. ιχνηλασία). ~ στα τυφλά. Ύστερα από πολύ/προσεκτικό ~, βρήκα ότι ... Πβ. έρευνα.|| Το θέμα/πράγμα θέλει ~ (: πρέπει να διερευνηθεί).|| Βρίσκομαι/είμαι στο ~ για δουλειά.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Μετά από ένα πρόχειρο ~ στο διαδίκτυο, ... (βλ. γκουγκλάρω). Μηχανή ~ίματος (πβ. ψαχτήρι).
57738ψαραγοράψα-ρα-γο-ρά ουσ. (θηλ.): χώρος αγοραπωλησίας ψαριών και θαλασσινών: κεντρική/τοπική ~. Βλ. -αγορά. ΣΥΝ. ιχθυαγορά
57739ψαράδικος, η, ο ψα-ρά-δι-κος επίθ. (προφ.): που σχετίζεται με το ψάρεμα ή/και τους ψαράδες: ~ος: οικισμός. ~η: βάρκα (= ψαρόβαρκα). ~ο: χωριό (= ψαροχώρι). ~α: δίχτυα.|| ~η βραδιά (: πολιτιστική εκδήλωση). ● Ουσ.: ψαράδικο (το) 1. (προφ.) μαγαζί όπου πουλούνται ψάρια και θαλασσινά. Βλ. -άδικο. ΣΥΝ. ιχθυοπωλείο 2. ΝΑΥΤ. ψαροκάικο. 3. παντελόνι, κυρ. γυναικείο, που φτάνει λίγο πιο κάτω από το γόνατο και συνήθ. έχει γυρισμένα μπατζάκια (ρεβέρ). Βλ. κάπρι. [< μεσν. ψαράδικος]
57740ψαραετόςψα-ρα-ε-τός ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. είδος αετού (επιστ. ονομασ. Pandion haliaetus), με λευκή κοιλιά και μεγάλο άνοιγμα φτερών, ο οποίος φωλιάζει κοντά σε βραχώδεις ακτές και όχθες λιμνών και τρέφεται αποκλειστικά με ψάρια.
57741ψάρακαςβλ. ψάρι
57742ψαράςψα-ράς ουσ. (αρσ.) πρόσωπο που 1. ασχολείται με το ψάρεμα: επαγγελματίες/ερασιτέχνες ~άδες. Υποβρύχιος ~ (βλ. σημαντήρας). Πβ. αλιέας. Βλ. τρατάρης, -άς. 2. πουλά ψάρια ή/και θαλασσινά: πλανόδιος ~. Πβ. ιχθυοπώλης. [< μεσν. οψαράς]
57743ψάρεμαψά-ρε-μα ουσ. (ουδ.) {ψαρέμ-ατος} 1. ασχολία κατά την οποία κάποιος προσπαθεί να πιάσει ψάρια ή/και θαλασσινά: βραδινό (βλ. πυροφάνι)/επαγγελματικό/ερασιτεχνικό (: ως χόμπι)/παράκτιο/παράνομο (= λαθραλιεία)/υποβρύχιο (βλ. καρτέρι) ~. ~ με καλάμι/ψαροντούφεκο. ~ στα ανοιχτά/στο ποτάμι. ~ τσιπούρας. Βάρκα (= ψαρόβαρκα)/δίχτυα (βλ. απλάδι, γρίπος, καλάδα, πεζόβολο)/εργαλεία (βλ. αγκίστρι, ιχθυοπαγίδα, καθετή, κιούρτος, παραγάδι, πεταχτάρι, πετονιά, συρτή, τσαπαρί)/σύνεργα (= ψαρικά) ~ατος. Μέθοδοι/τεχνικές/τρόποι ~ατος. Δολώματα για ~ (βλ. μαλάγρα). Πβ. αλιεία, αλίευση, ψαρική. Βλ. κυνήγι. 2. (μτφ.-προφ.) αναζήτηση, προσπάθεια εξεύρεσης: ~ ψηφοφόρων. 3. (μτφ.-προφ.) έμμεση προσπάθεια απόσπασης πληροφοριών: Άσε το ~ και ρώτα με ευθέως αυτό που θες! Πβ. βολιδοσκόπηση, εκμαίευση. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό ψάρεμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. μορφή ηλεκτρονικής απάτης μέσω ιμέιλ ή ιστοσελίδας που εμφανίζεται ότι προέρχεται από κάποια νόμιμη πηγή (π.χ. τράπεζα) και ζητά από τον παραλήπτη ή χρήστη να καταχωρήσει προσωπικά του στοιχεία (π.χ. πάσγουορντ, πιν, αριθμό τραπεζικού λογαριασμού ή πιστωτικής κάρτας). Βλ. κακόβουλο λογισμικό. [< αμερικ. phishing, 1996] [< μεσν. ψάρεμα]
57744ψαρευτικός, ή, ό ψα-ρευ-τι-κός επίθ. (προφ.): που σχετίζεται με το ψάρεμα: ~ή: εξόρμηση. Πβ. αλιευτικός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.