ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57745 | ψαρεύω | ψα-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {ψάρ-εψα, -έψει, ψαρεύ-τηκε, -τεί, -οντας} 1. προσπαθώ να πιάσω ή πιάνω ψάρια και θαλασσινά, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα σύνεργα: ~ με αγκίστρι/δίχτυα/καθετή/καλάμι/παραγάδι/πετονιά/πυροφάνι/συρτή/τσαπαρί/ψαροντούφεκο. ~ στη θάλασσα/στη λίμνη/στο ποτάμι/στα ρηχά. ~ με βάρκα/καΐκι/τράτα. ~ει επαγγελματικά/ερασιτεχνικά/παράνομα (: με δυναμίτη). ~εψε γαρίδες/μπαρμπούνια/ένα χταπόδι. ~εψαν σφουγγάρια. Πβ. αλιεύω. Βλ. καμακώνω, κυνηγώ, φλομώνω.|| (κατ' επέκτ.) ~εψαν αρχαίο άγαλμα. 2. (μτφ.-προφ.) ψάχνω να βρω· βρίσκω, συνήθ. κάτι σπάνιο ή δυσεύρετο: ~ει πελάτες/ψήφους.|| Πού το ~εψες (= πέτυχες) αυτό το ...; 3. (μτφ.-προφ.) προσπαθώ με πλάγιο ή ύπουλο τρόπο να μάθω τις προθέσεις κάποιου ή να του αποσπάσω κάποια πληροφορία: Προσπαθεί να τον ~έψει, αλλά τίποτα. Πβ. βολιδοσκοπώ, εκμαιεύω. ● ΦΡ.: ψαρεύω σε θολά νερά βλ. θολός [< μεσν. ψαρεύω] | |
57746 | ψαρής | , -ιά, -ί ψα-ρής επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): που έχει γκρίζο τρίχωμα. Πβ. ψαρός.|| (ως ουσ.) Ο ~ (: το ψαρί άλογο). Βλ. ντορής. [< αρχ. ψαρός] | |
57747 | ψάρι | ψά-ρι ουσ. (ουδ.) {ψαρ-ιού | -ιών} 1. ΙΧΘΥΟΛ. κάθε σπονδυλωτό ζώο που ζει αποκλειστικά σε υδάτινο περιβάλλον, κινείται με πτερύγια, αναπνέει με βράγχια και το σώμα του καλύπτεται συνήθ. με λέπια: ~ια της θάλασσας/πελαγίσια ~ια (βλ. κολιός, μαγιάτικο). Λιμνίσια/ποταμίσια (= ποταμόψαρα) ~ια ή ~ια του γλυκού νερού (βλ. πέρκα, πέστροφα, χέλι). Αρπακτικά ή επιθετικά (βλ. τούρνα)/ενδημικά/ερμαφρόδιτα (βλ. μένουλα)/μεταναστευτικά (βλ. ξιφίας, τόνος3)/σαρκοφάγα (βλ. χειλού, μυλοκόπι)/τροπικά ~ια (βλ. τέτρα). ~ια του αφρού (= αφρόψαρα)/βυθού (βλ. πατόψαρο). ~ια (του) ενυδρείου (βλ. γλείφτης)/ιχθυοτροφείου. Χοντρό (βλ. συναγρίδα, σφυρίδα)/ψιλό (βλ. αθερίνα, γαύρος, μαρίδα) ~. Η ουρά του ~ιού. Κοπάδι ~ιών (βλ. σπάρος). Αλιεία/εκτροφή ή καλλιέργεια (= ιχθυο-τροφία, -καλλιέργεια· βλ. γόνος) ~ιών. Πβ. ιχθύς.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστό/πλακί/σούπα (= ψαρόσουπα)/τηγανητό/ψητό/ωμό (βλ. σούσι). ~ στα κάρβουνα/στη σχάρα/στον φούρνο. Καθαρίζω ~ια. Λιπαρά/παχιά ~ια (βλ. ρέγγα, σαρδέλα, σκουμπρί, σολομός, τσιπούρα). Διατροφή πλούσια σε ~ια (= ψαροφαγία).|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Καπνιστά/κατεψυγμένα/παστά/φρέσκα ή νωπά ~ια. Αβγά (βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι)/φιλέτο ~ιού. ~ια και θαλασσινά. Βλ. ιχθυο-, -ψαρο, ψαρο-. 2. (μτφ.-αργκό) αφελής, ευκολόπιστος, που μπορεί εύκολα να εξαπατηθεί: Α, ρε ~, έχαψες το παραμύθι που σου πούλησαν! 3. (μτφ.-αργκό) άπειρος, πρωτάρης· (στη στρατιωτική αργκό) νεοσύλλεκτος. Πβ. αρχάριος, νέος, στραβάδι. 4. ΑΣΤΡΟΛ. (προφ.) πρόσωπο που ανήκει στο ζώδιο των Ιχθύων. ● Υποκ.: ψαράκι (το): στη σημ. 1. Πβ. ιχθύδιο. ● Μεγεθ.: ψάρακας & ψάρακλας (ο): στις σημ. 2, 3., ψαρούκλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλιά-ψαράκι βλ. κεφαλιά ● ΦΡ.: σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό (προφ.): για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε μη οικείο περιβάλλον: Στο πάρτι δεν ήξερα κανέναν, ήμουν ~ ~. Πβ. έξω από τα νερά μου., τι ψάρια θα πιάσουμε (μτφ.-προφ.): ποια θα είναι τα αποτελέσματα, τι θα καταφέρουμε: Για/άντε να δούμε ~ ~!, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό (παροιμ.): ο ισχυρότερος επικρατεί του ασθενέστερου. Πβ. ο νόμος της ζούγκλας., του έψησε/του έχει ψήσει το ψάρι στα χείλη (μτφ.-προφ.): τον ταλαιπώρησε, τον παίδεψε αφάνταστα: Του έψησε ~ ~, μέχρι να δεχτεί. Μου έχεις ψήσει ~ ~ (: δεν σε αντέχω άλλο). Πβ. βγάζω σε κάποιον το λάδι, χορεύω (κάποιον) στο ταψί., τρέμει σαν (το) ψάρι (προφ.) 1. φοβάται πολύ, έχει τρομοκρατηθεί. 2. κρυώνει πολύ., τσίμπησε το ψάρι (μτφ.-προφ.): έπεσε στην παγίδα, κατάφεραν να τον εξαπατήσουν. Πβ. πιάστηκε (σαν τον ποντικό)/έπεσε στη φάκα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, βαφτίζει το κρέας ψάρι βλ. βαφτίζω, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< 1: μεσν. ψάρι < αρχ. ὀψάριον ‘προσφάγι’ (συμπεριλαμβανομένου του ψαριού) < αρχ. ὄψον ‘κρέας ψημένο στη φωτιά, προσφάγι (που τρώγεται με ψωμί, όπως το κρεμμύδι), εκλεκτό έδεσμα, όπως το ψάρι (κυρ. στην Αθήνα)’] | |
57748 | ψαριά | ψα-ριά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. το σύνολο των ψαριών που καταφέρνει να ψαρέψει κάποιος: φτωχή ~. Η σημερινή ~ ήταν πολύ μεγάλη. (ευχετ., σε κάποιον που πάει για ψάρεμα:) Καλή ~! Πβ. αλίευμα, καλάδα. 2. (μτφ.) ό,τι κατορθώνει να συγκεντρώσει, να αποκομίσει κάποιος, συνήθ. προς όφελός του. | |
57749 | ψαριανός | , ή, ό ψα-ρια-νός επίθ.: που σχετίζεται με τα Ψαρά ή/και τους Ψαριανούς. Βλ. -ιανός. ● Ουσ.: Ψαριανός, Ψαριανή (ο/η): πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής τα Ψαρά. | |
57750 | ψαριέρα | ψα-ριέ-ρα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ψυκτικός θάλαμος για τη συντήρηση ψαριών: ~-βιτρίνα. Ψυγεία-~ες. 2. μαγειρικό σκεύος για το ψήσιμο ψαριών: ~-κοτοπουλιέρα.|| Πιατέλα-~ (: για το σερβίρισμα). Βλ. -ιέρα. | |
57751 | ψαρικά | ψα-ρι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. -ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. {σπάν. στον εν. ψαρικό} ψάρια ή/και θαλασσινά (ως φαγητό): φρέσκα ~. Βλ. κρεατικά. 2. (σπάν.) εργαλεία, σύνεργα ψαρέματος. | |
57752 | ψαρική | ψα-ρι-κή ουσ. (θηλ.) (προφ.): το ψάρεμα ως δραστηριότητα: είδη/σύνεργα ~ής. Πβ. αλιεία. | |
57753 | ψαρίλα | ψα-ρί-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά ψαριού ή ψαριών: Βρομάει ~. Βλ. -ίλα. | |
57754 | ψαρίσιος | , ια, ιο ψα-ρί-σιος επίθ. (σπάν.-προφ.): που σχετίζεται με το ψάρι ή τα ψάρια ή έχει τα χαρακτηριστικά του(ς): ~ια: ουρά. Βλ. -ίσιος. | |
57756 | ψαρο- & ψαρό- & ψαρ- | α' συνθετικό με αναφορά στο 1. ψάρι: ψαρο-ταβέρνα. Ψαρ-αγορά (πβ. ιχθυο-).|| Ψαρ-άδικο.|| Ψαρό-σουπα (βλ. κρεατο-). 2. ψάρεμα: ψαρο-κάικο. Ψαρό-βαρκα. | |
57757 | ψαρόβαρκα | ψα-ρό-βαρ-κα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): βάρκα για ψάρεμα. ΣΥΝ. ψαροπούλα | |
57758 | ψαροκάικο | ψα-ρο-κά-ι-κο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): καΐκι. ΣΥΝ. ψαράδικο (2) | |
57759 | ψαροκασέλα | ψα-ρο-κα-σέ-λα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. ξύλινο τελάρο ψαριών. 2. (μτφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός, συνήθ. για γυναίκα. | |
57760 | ψαροκόκαλο | ψα-ρο-κό-κα-λο ουσ. (ουδ.) & ψαροκόκκαλο 1. (προφ.) κόκαλο ψαριού ή η ραχοκοκαλιά του. Πβ. άγανο, αγκάθι, άκανθα. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με ραχοκοκαλιά ψαριού: σακάκι με σχέδιο ~. Κοτσίδα/πλεξίδα-~. Βελονιά-~. [< μεσν. ψαροκόκαλον] | |
57761 | ψαρόκολλα | ψα-ρό-κολ-λα ουσ. (θηλ.) (κυρ. παλαιότ.): κόλλα που παρασκευαζόταν από το δέρμα και τα κόκαλα ορισμένων ψαριών, ιδ. του μπακαλιάρου. Βλ. ζελατίνα, -κολλα. [< μεσν. ψαρόκολλα· πβ. μτγν. ἰχθυόκολλα] | |
57762 | ψαρόλαδο | ψα-ρό-λα-δο ουσ. (ουδ.) (προφ.): ιχθυέλαιο. | |
57763 | ψαρολίμανο | ψα-ρο-λί-μα-νο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): μικρό λιμάνι όπου προσδένουν κυρ. αλιευτικά. | |
57764 | ψαρομάλλης | , α, ικο ψα-ρο-μάλ-λης επίθ./ουσ.: γκριζομάλλης. Βλ. -μάλλης. | |
57765 | ψαρονέφρι | ψα-ρο-νέ-φρι ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. εξαιρετικής ποιότητας φιλέτο χοιρινού: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ γεμιστό/με σάλτσα μουστάρδας. Βλ. κόντρα φιλέτο, μπον φιλέ, νουά. |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ