Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58180-58200]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57766ψαρόνιψα-ρό-νι ουσ. (ουδ.): ΟΡΝΙΘ. μικρό ωδικό αποδημητικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Sturnus vulgaris), με γυαλιστερό, σκούρο πράσινο και μαύρο φτέρωμα, το οποίο εμφανίζει λευκά στίγματα τον χειμώνα, καφέ-κόκκινα πόδια και μαύρο ράμφος, το οποίο γίνεται κίτρινο την περίοδο του ζευγαρώματος: Τα ~ια μιμούνται ήχους άλλων πουλιών και ζώων/πετούν κοπαδιαστά. Βλ. στρουθιόμορφα, -όνι. ΣΥΝ. μαυροπούλι [< υποκ. του αρχ. ψάρος]
57767ψαροντουφεκάςψα-ρο-ντου-φε-κάς ουσ. (αρσ.) & ψαροτουφεκάς: άτομο που ψαρεύει, συνήθ. ερασιτεχνικά, με ψαροντούφεκο. Βλ. -άς.
57768ψαροντούφεκοψα-ρο-ντού-φε-κο ουσ. (ουδ.) & ψαροτούφεκο: είδος φορητού όπλου για υποβρύχιο ψάρεμα που λειτουργεί εκτοξεύοντας ένα καμάκι προς το αλίευμα: ~ αεροβόλο/λαστιχοβόλο. Κάνει ~.
57769ψαροπούλαψα-ρο-πού-λα ουσ. (θηλ.) (κυρ. παλαιότ.-λαϊκό): ψαρόβαρκα.
57770ψαροπούλιψα-ρο-πού-λι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): ΟΡΝΙΘ. αλκυόνη. Βλ. -πούλι. ΣΥΝ. ψαροφάγος
57771ψαρός, ή, ό ψα-ρός επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): γκρίζος: ~ά: γένια/μαλλιά. Πβ. ψαρής. [< αρχ. ψαρός 'στικτός']
57772ψαρόσκαλαψα-ρό-σκα-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ιχθυόσκαλα.
57773ψαρόσουπαψα-ρό-σου-πα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. σούπα από ψάρια ή/και θαλασσινά. Βλ. κακαβιά, μπουγιαμπέσα, -σουπα.
57774ψαροταβέρναψα-ρο-τα-βέρ-να ουσ. (θηλ.): ταβέρνα στην οποία σερβίρονται κυρ. ψάρια και θαλασσινά.
57775ψαρότοποςψα-ρό-το-πος ουσ. (αρσ.) (προφ.): περιοχή με πολλά ψάρια, η οποία προσφέρεται για αλιεία. Πβ. καλάδα. Βλ. -τοπος.
57776ψαροτουφεκάςβλ. ψαροντουφεκάς
57777ψαροτούφεκοβλ. ψαροντούφεκο
57778ψαρότραταψα-ρό-τρα-τα ουσ. (θηλ.): ΝΑΥΤ. αλιευτικό σκάφος με τράτα.
57779ψαροτροφήψα-ρο-τρο-φή ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. δόλωμα για ψάρεμα, το οποίο παρασκευάζεται από ιχθυάλευρο· τροφή για ψάρια ενυδρείου: ~ σε σκόνη ή κόκκους (: αναμειγνύεται με νερό και πλάθεται σαν ζυμάρι). Βλ. μαλάγρα.|| ~ για χρυσόψαρα. Βλ. -τροφή.
57780ψαροφαγίαψα-ρο-φα-γί-α ουσ. (θηλ.): κατανάλωση ψαριών· ειδικότ. διατροφή πλούσια σε ψάρια. Βλ. μεσογειακή διατροφή, υγιεινή διατροφή, -φαγία.|| (ΕΚΚΛΗΣ., με τη σημ. της κατάλυσης ιχθύος). ΣΥΝ. ιχθυοφαγία
57781ψαροφάγος, ος, ο ψα-ρο-φά-γος επίθ.: που τρέφεται με ψάρια ή που του αρέσουν τα ψάρια: ~α: πουλιά (βλ. πελεκάνος, πιγκουίνος).|| (για πρόσ.) Φανατικός ~. Βλ. -φάγος. ● Ουσ.: ψαροφάγος (ο) (προφ.): ΟΡΝΙΘ. αλκυόνη. ΣΥΝ. ψαροπούλι
57782ψαροχώριψα-ρο-χώ-ρι ουσ. (ουδ.) (προφ.): χωριό του οποίου οι κάτοικοι ζουν κυρ. από το ψάρεμα: γραφικό ~.
57783ψάρωμαψά-ρω-μα ουσ. (ουδ.) (αργκό): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψαρώνω. Πβ. κομπλάρισμα. ΑΝΤ. ξε~.
57784ψαρωμένος, η, ο ψα-ρω-μέ-νος επίθ. (αργκό): φοβισμένος, σαστισμένος: Στην αρχή ήταν ~ (: αμήχανος, ντροπαλός), μετά ξεθάρρεψε. Βλ. -μένος. ΑΝΤ. ξεψάρωτος
57785ψαρώνωψα-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψάρω-σα, ψαρώ-σει, -μένος} (αργκό) 1. φοβάμαι, σαστίζω, χάνω το θάρρος μου· φοβίζω κάποιον, τον κάνω να σαστίσει: Μην ~εις! Πβ. κομπλάρω.|| Μη μασάς! Θέλει να σε ~σει! ΑΝΤ. ξε~. 2. ξεγελιέμαι, πιάνομαι κορόιδο· ξεγελώ: Δεν ~ει έτσι εύκολα.|| Κατάφερε να την ~σει.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.