ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|
57766 | ψαρόνι | ψα-ρό-νι ουσ. (ουδ.): ΟΡΝΙΘ. μικρό ωδικό αποδημητικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Sturnus vulgaris), με γυαλιστερό, σκούρο πράσινο και μαύρο φτέρωμα, το οποίο εμφανίζει λευκά στίγματα τον χειμώνα, καφέ-κόκκινα πόδια και μαύρο ράμφος, το οποίο γίνεται κίτρινο την περίοδο του ζευγαρώματος: Τα ~ια μιμούνται ήχους άλλων πουλιών και ζώων/πετούν κοπαδιαστά. Βλ. στρουθιόμορφα, -όνι. ΣΥΝ. μαυροπούλι [< υποκ. του αρχ. ψάρος] | |
57767 | ψαροντουφεκάς | ψα-ρο-ντου-φε-κάς ουσ. (αρσ.) & ψαροτουφεκάς: άτομο που ψαρεύει, συνήθ. ερασιτεχνικά, με ψαροντούφεκο. Βλ. -άς. | |
57768 | ψαροντούφεκο | ψα-ρο-ντού-φε-κο ουσ. (ουδ.) & ψαροτούφεκο: είδος φορητού όπλου για υποβρύχιο ψάρεμα που λειτουργεί εκτοξεύοντας ένα καμάκι προς το αλίευμα: ~ αεροβόλο/λαστιχοβόλο. Κάνει ~. | |
57769 | ψαροπούλα | ψα-ρο-πού-λα ουσ. (θηλ.) (κυρ. παλαιότ.-λαϊκό): ψαρόβαρκα. | |
57770 | ψαροπούλι | ψα-ρο-πού-λι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): ΟΡΝΙΘ. αλκυόνη. Βλ. -πούλι. ΣΥΝ. ψαροφάγος | |
57771 | ψαρός | , ή, ό ψα-ρός επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): γκρίζος: ~ά: γένια/μαλλιά. Πβ. ψαρής. [< αρχ. ψαρός 'στικτός'] | |
57772 | ψαρόσκαλα | ψα-ρό-σκα-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ιχθυόσκαλα. | |
57773 | ψαρόσουπα | ψα-ρό-σου-πα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. σούπα από ψάρια ή/και θαλασσινά. Βλ. κακαβιά, μπουγιαμπέσα, -σουπα. | |
57774 | ψαροταβέρνα | ψα-ρο-τα-βέρ-να ουσ. (θηλ.): ταβέρνα στην οποία σερβίρονται κυρ. ψάρια και θαλασσινά. | |
57775 | ψαρότοπος | ψα-ρό-το-πος ουσ. (αρσ.) (προφ.): περιοχή με πολλά ψάρια, η οποία προσφέρεται για αλιεία. Πβ. καλάδα. Βλ. -τοπος. | |
57776 | ψαροτουφεκάς | βλ. ψαροντουφεκάς | |
57777 | ψαροτούφεκο | βλ. ψαροντούφεκο | |
57778 | ψαρότρατα | ψα-ρό-τρα-τα ουσ. (θηλ.): ΝΑΥΤ. αλιευτικό σκάφος με τράτα. | |
57779 | ψαροτροφή | ψα-ρο-τρο-φή ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. δόλωμα για ψάρεμα, το οποίο παρασκευάζεται από ιχθυάλευρο· τροφή για ψάρια ενυδρείου: ~ σε σκόνη ή κόκκους (: αναμειγνύεται με νερό και πλάθεται σαν ζυμάρι). Βλ. μαλάγρα.|| ~ για χρυσόψαρα. Βλ. -τροφή. | |
57780 | ψαροφαγία | ψα-ρο-φα-γί-α ουσ. (θηλ.): κατανάλωση ψαριών· ειδικότ. διατροφή πλούσια σε ψάρια. Βλ. μεσογειακή διατροφή, υγιεινή διατροφή, -φαγία.|| (ΕΚΚΛΗΣ., με τη σημ. της κατάλυσης ιχθύος). ΣΥΝ. ιχθυοφαγία | |
57781 | ψαροφάγος | , ος, ο ψα-ρο-φά-γος επίθ.: που τρέφεται με ψάρια ή που του αρέσουν τα ψάρια: ~α: πουλιά (βλ. πελεκάνος, πιγκουίνος).|| (για πρόσ.) Φανατικός ~. Βλ. -φάγος. ● Ουσ.: ψαροφάγος (ο) (προφ.): ΟΡΝΙΘ. αλκυόνη. ΣΥΝ. ψαροπούλι | |
57782 | ψαροχώρι | ψα-ρο-χώ-ρι ουσ. (ουδ.) (προφ.): χωριό του οποίου οι κάτοικοι ζουν κυρ. από το ψάρεμα: γραφικό ~. | |
57783 | ψάρωμα | ψά-ρω-μα ουσ. (ουδ.) (αργκό): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψαρώνω. Πβ. κομπλάρισμα. ΑΝΤ. ξε~. | |
57784 | ψαρωμένος | , η, ο ψα-ρω-μέ-νος επίθ. (αργκό): φοβισμένος, σαστισμένος: Στην αρχή ήταν ~ (: αμήχανος, ντροπαλός), μετά ξεθάρρεψε. Βλ. -μένος. ΑΝΤ. ξεψάρωτος | |
57785 | ψαρώνω | ψα-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψάρω-σα, ψαρώ-σει, -μένος} (αργκό) 1. φοβάμαι, σαστίζω, χάνω το θάρρος μου· φοβίζω κάποιον, τον κάνω να σαστίσει: Μην ~εις! Πβ. κομπλάρω.|| Μη μασάς! Θέλει να σε ~σει! ΑΝΤ. ξε~. 2. ξεγελιέμαι, πιάνομαι κορόιδο· ξεγελώ: Δεν ~ει έτσι εύκολα.|| Κατάφερε να την ~σει. | |