ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57826 | ψευδής | , ής, ές ψευ-δής επίθ. {ψευδ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· υπερθ. ψευδέστ-ατος} (λόγ.): που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που δεν είναι αληθινός: ~ής: ισχυρισμός. ~είς: ειδήσεις (πβ. φέικ νιουζ)/κατηγορίες (βλ. συκοφαντία)/πληροφορίες/φήμες. ~ή: δημοσιεύματα/σενάρια (= τερατολογίες). Είναι ~ή τα όσα λέει (= ψέματα). Παρουσίασε ~ή στοιχεία (πβ. ανύπαρκτος· ΑΝΤ. αδιάψευστος, αψευδής). ΣΥΝ. ανακριβής, αναληθής, ανυπόστατος. Πβ. ανειλικρινής, νόθος.|| ~ής: αντίληψη/εικόνα (της πραγματικότητας). ~είς: υποσχέσεις. Δημιουργούν ~είς ανάγκες (: τεχνητές)/εντυπώσεις/προσδοκίες. Πβ. πλασματικός, πλαστός.|| (ΝΟΜ.) ~ής: κατάθεση (βλ. ψευδορκία)/καταμήνυση/μαρτυρία (= ψευδομαρτυρία). ~ή: επιχειρήματα (βλ. στρεψοδικία). Νόμος περί ~ούς δηλώσεως (βλ. εικονικότητα, υπεύθυνη δήλωση).|| ~ής: βεβαίωση. ~ή: πιστοποιητικά (: πλαστογραφημένα). ΣΥΝ. ψεύτικος. Βλ. ψευδο-. ΑΝΤ. αληθής ● επίρρ.: ψευδώς [-ῶς] [< αρχ. ψευδής] | |
57827 | ψευδίζω | ψευ-δί-ζω ρ. (αμτβ.) {ψεύδιζε, ψευδίζοντας}: παρουσιάζω δυσκολίες στην εκφορά ορισμένων συμφώνων. Βλ. κεκεδίζω, τραυλίζω. | |
57828 | ψευδισμός | ψευ-δι-σμός ουσ. (αρσ.) & (προφ.) ψεύδισμα (το): ΙΑΤΡ. διαταραχή του προφορικού λόγου η οποία χαρακτηρίζεται από δυσκολία στην άρθρωση συμφωνικού φθόγγου. Βλ. ρωτακισμός, σιγματισμός, δυσλαλία, τραυλισμός. | |
57829 | ψευδο- & ψευδό- & ψευδ- | α΄ συνθ. για δήλωση 1. παραλλαγμένου, ψευδούς: ψευδό-τοιχος. Ψευδ-οροφή.|| Ψευδό-στομος.|| Ψευδο-κύηση. 2. (κατ' επέκτ.-συνήθ. μειωτ.) πλαστού, ανυπόστατου: ψευδ-επίγραφος.|| Ψευδο-προφήτης. Πβ. ψευτο-.|| Ψευδο-μάρτυρας. Ψευδ-ορκία.|| Ψευδο-κράτος. 3. (μτφ.) αβάσιμου, μη πραγματικού: ψευδο-δίλημμα/~πρόβλημα. | |
57830 | ψευδοακακία | βλ. ψευδακακία | |
57831 | ψευδογλώσσα | [ψευδογλῶσσα] ψευ-δο-γλώσ-σα ουσ. (θηλ.): ΠΛΗΡΟΦ. ψευδοκώδικας. | |
57832 | ψευδοδάπεδο | ψευ-δο-δά-πε-δο ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΔ. στρώση από ξύλινες σανίδες που τοποθετούνται συχνά κάτω από το ξύλινο πάτωμα (παρκέ), για να μην τρίζει, για να αυξηθεί η αντοχή και ηχομόνωσή του και για να είναι πιο εύκολη η τοποθέτηση των σανίδων του σε διάφορα σχήματα (π.χ. ψαροκόκαλο). Πβ. πέτσωμα. Βλ. ψευδοροφή. ΣΥΝ. ψευτοπάτωμα | |
57833 | ψευδοδίλημμα | βλ. ψευτοδίλημμα | |
57834 | ψευδοεντολή | ψευ-δο-ε-ντο-λή ουσ. (θηλ.): ΠΛΗΡΟΦ. καθεμιά από τις εντολές που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία μετατροπής (μετάφρασης) της γλώσσας προγραμματισμού σε γλώσσα μηχανής· απευθύνονται μόνο στον συμβολομεταφραστή και όχι στον επεξεργαστή του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Βλ. μεταγλωττιστής. ΣΥΝ. ντιρεκτίβα (2) [< αγγλ. pseudo-instruction, 1957] | |
57835 | ψευδοεπιστήμη | ψευ-δο-ε-πι-στή-μη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) ψευτοεπιστήμη: θεωρία, μεθοδολογία ή πρακτική που παρουσιάζεται σαν επιστημονική, χωρίς όμως να στηρίζεται σε επιστημονικές αρχές. Πβ. παραεπιστήμη. | |
57836 | ψευδοεπιστήμονας | ψευ-δο-ε-πι-στή-μο-νας ουσ. (αρσ.) & ψευτοεπιστήμονας: πρόσωπο που παριστάνει τον επιστήμονα. Πβ. τσαρλατάνος. | |
57837 | ψευδοεπιστημονικός | , ή, ό ψευ-δο-ε-πι-στη-μο-νι-κός επίθ. & ψευτοεπιστημονικός: που παρουσιάζεται ως επιστημονικός, χωρίς να είναι: ~ή: θεωρία. ~ά: επιχειρήματα. Πβ. παραεπιστημονικός. | |
57838 | ψευδόκοκκος | ψευ-δό-κοκ-κος ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. -ΓΕΩΠ. μικρό έντομο (οικογ. Pseudococcidae) που προσβάλλει διάφορα είδη φυτών· το σώμα του καλύπτεται από κέρινα νήματα που μοιάζουν με βαμβάκι: ~ των εσπεριδοειδών και της αμπέλου (: Pseudococcus/Planococcus citri). Βλ. βαμβακάδα, ψώρα. | |
57839 | ψευδοκράτος | ψευ-δο-κρά-τος ουσ. (ουδ.): περιοχή που αυτοαποκαλείται κράτος, χωρίς να έχει αναγνωριστεί από τους διεθνείς οργανισμούς· κυρ. (διαδόθηκε το 1983) για τα Κατεχόμενα της Κύπρου. | |
57840 | ψευδοκύηση | ψευ-δο-κύ-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή κατά την οποία μια γυναίκα νομίζει ότι κυοφορεί και εμφανίζει συνήθ. συμπτώματα εγκυμοσύνης, χωρίς, όμως, να είναι έγκυος. Πβ. ανεμογκάστρι. 2. ΚΤΗΝ. κατάσταση κατά την οποία η σκύλα ή η γάτα παρουσιάζει συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά του τοκετού και της γαλουχίας, χωρίς να είναι έγκυος. [< αγγλ. pseudocyesis] | |
57841 | ψευδοκύστη | ψευ-δο-κύ-στη ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κοιλότητα (διάταση) που μοιάζει με κύστη, αλλά δεν περιβάλλεται από επιθηλιακό ιστό: ~ παγκρέατος. [< αγγλ. pseudocyst] | |
57842 | ψευδοκώδικας | ψευ-δο-κώ-δι-κας ουσ. (αρσ.): ΠΛΗΡΟΦ. δομημένη γλώσσα που μοιάζει με κώδικα προγραμματισμού και χρησιμοποιείται μόνο για τη διατύπωση αλγορίθμων, δεν προορίζεται δηλ. για να μεταφραστεί σε γλώσσα μηχανής και να εκτελεστεί από τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ψευδογλώσσα [< αγγλ. pseudocode, 1959] | |
57843 | ψευδολογία | ψευ-δο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) ψευδολόγημα (το) (λόγ.): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψευδολογώ· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) ψεύδη, ψέματα: ακατάσχετη ~. Βλ. μυθοπλασία, -λογία.|| Συκοφαντίες και ~ες. Πβ. τερατολογία. [< αρχ. ψευδολογία] | |
57844 | ψευδολόγος | ψευ-δο-λό-γος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): που ψευδολογεί. Πβ. ψεύτης, τερατολόγος. Βλ. -λόγος. [< αρχ. ψευδολόγος] | |
57845 | ψευδολογώ | [ψευδολογῶ] ψευ-δο-λο-γώ ρ. (αμτβ.) {ψευδολογ-είς ..., -ώντας} (λόγ.): ψεύδομαι. Πβ. τερατολογώ. Βλ. -λογώ. [< αρχ. ψευδολογῶ] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ