Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58260-58280]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57846ψεύδομαιψεύ-δο-μαι ρ. (αμτβ.) {(σπάν.) εψεύσθη, ψευδόμενος} (λόγ.): λέω ψέματα: ~εται ασύστολα. ΣΥΝ. ψευδολογώ. [< αρχ. ψεύδομαι]
57847ψευδομάρτυραςψευ-δο-μάρ-τυ-ρας ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (λόγ.) ψευδομάρτυς: ΝΟΜ. μάρτυρας που προβαίνει συνειδητά σε ψευδή κατάθεση. Βλ. ψεύδορκος. [< αρχ. ψευδομάρτυς]
57848ψευδομαρτυρίαψευ-δο-μαρ-τυ-ρί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. ψευδής κατάθεση μάρτυρα. Βλ. ψευδορκία. [< αρχ. ψευδομαρτυρία]
57849ψευδομαρτυρώ[ψευδομαρτυρῶ] ψευ-δο-μαρ-τυ-ρώ ρ. (αμτβ.) {ψευδομαρτυρ-εί | ψευδομαρτήρ-ησε, -ήσει}: ΝΟΜ. δίνω εσκεμμένα ψευδή κατάθεση. Βλ. ψευδορκώ. [< αρχ. ψευδομαρτυρῶ]
57850ψευδομεμβρανώδης, ης, ες ψευ-δο-μεμ-βρα-νώ-δης επίθ.: ΙΑΤΡ. που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ή τον σχηματισμό κρεμώδους επιχρίσματος: ~ης: κολίτιδα. [< γαλλ. pseudomembraneux, αγγλ. pseudomembranous]
57851ψευδομονάδαψευ-δο-μο-νά-δα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. γένος gram αρνητικών βακτηρίων: αεριογόνος ~ (: υπεύθυνη για σοβαρές νοσοκομειακές λοιμώξεις). Βλ. κλωστηρ-, κολοβακτηρ-ίδιο. [< αγγλ. pseudomonas, pseudomonad, 1921, γαλλ. ~, 1964]
57852ψευδοντοκιμαντέρψευ-δο-ντο-κι-μα-ντέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΚΙΝΗΜ. ταινία που καταγράφει και εξιστορεί φανταστικά γεγονότα και καταστάσεις με τη μορφή ντοκιμαντέρ. [< αγγλ. mockumentary, 1965]
57853ψευδοπατριώτηςβλ. ψευτοπατριώτης
57854ψευδοπατριωτισμόςβλ. ψευτοπατριωτισμός
57855ψευδοπάτωμαβλ. ψευτοπάτωμα
57856ψευδοπόδιαψευ-δο-πό-δι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ψευδοπόδιο}: ΒΙΟΛ. προσωρινές προεκβολές του κυτταροπλάσματος των πρωτόζωων, οι οποίες τους επιτρέπουν να κινούνται και να προσλαμβάνουν την τροφή τους: Οι αμοιβάδες/τα τρηματοφόρα έχουν ~. Βλ. βλεφαρίδα, μαστίγιο. [< γαλλ. pseudopodes, αγγλ. pseudopodia]
57857ψευδοπρόβλημαψευ-δο-πρό-βλη-μα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.-προφ.) ψευτοπρόβλημα: ψεύτικο, ανύπαρκτο πρόβλημα.
57858ψευδοπροφήτηςψευ-δο-προ-φή-της ουσ. (αρσ.) & (προφ.) ψευτοπροφήτης: πρόσωπο που παριστάνει τον προφήτη, που κάνει αβάσιμες προβλέψεις. [< μτγν. ψευδοπροφήτης]
57859ψευδορκίαψευ-δορ-κί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. ψευδής ένορκη βεβαίωση, η οποία συνιστά ποινικό αδίκημα: ~ μάρτυρα (βλ. ψευδομαρτυρία). Δίωξη/μήνυση για ~. Κατηγορείται για ~. Βλ. επιορκία. [< μτγν. ψευδορκία]
57860ψεύδορκος, η, ο ψεύ-δορ-κος επίθ. (σπάν.): ΝΟΜ. που διέπραξε ψευδορκία. Βλ. επίορκος, ψευδομάρτυρας. [< αρχ. ψεύδορκος]
57861ψευδορκώ[ψευδορκῶ] ψευ-δορ-κώ ρ. (αμτβ.) {ψευδορκ-είς ..., -ώντας | ψευδόρκ-ησε, -ήσει}: ΝΟΜ. διαπράττω ψευδορκία. Βλ. ψευδομαρτυρώ. [< αρχ. ψευδορκῶ]
57862ψευδοροφήψευ-δο-ρο-φή ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΔ. κατασκευή (οροφή) που τοποθετείται κάτω από το ταβάνι ενός δωματίου είτε για διακοσμητικούς λόγους είτε για την κάλυψη ηλεκτρομηχανικών εγκαταστάσεων (καλωδιώσεων-σωληνώσεων) ή για να μειωθεί το ύψος του δωματίου, ώστε να είναι αποτελεσματικότερη η θέρμανση ή ψύξη του: ~ές γυψοσανίδας (= γύψινες ~ές)/(λωρίδων) αλουμινίου (= μεταλλικές ~ές)/ορυκτών ινών. ~ές με κρυφό φωτισμό. Βλ. ψευδοδάπεδο. [< αγγλ. false ceiling]
57863ψεύδος[ψεῦδος] ψεύ-δος ουσ. (ουδ.) {ψεύδ-ους | -η} (λόγ.): ψέμα: αισχρά/αναίσχυντα/ανυπόστατα/ασύστολα/εξοργιστικά/ιστορικά/κατάφωρα/τερατώδη (= τερατολογίες)/χονδροειδή ~η (= ψευδολογίες). Διαδίδουν/διασπείρουν/καταφεύγουν σε ~η. Βλ. ασαφής λογική. ΑΝΤ. αλήθεια (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανιχνευτής ψεύδους βλ. ανιχνευτής ● ΦΡ.: (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη (λόγ.): που επιβάλλονται από την περίσταση ή τις κοινωνικές συμβάσεις, χωρίς να υπάρχει πρόθεση από την πλευρά του ομιλητή να εξαπατήσει ή να βλάψει. Πβ. λευκό ψέμα. [< αρχ. ψεῦδος]
57864ψευδός, ή, ό ψευ-δός επίθ.: που ψευδίζει. Βλ. τραυλός. [< μεσν. ψευδός]
57865ψευδόστομοςψευ-δό-στο-μος επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: ψευδόστομος αμφορέας: ΑΡΧΑΙΟΛ. τύπος αγγείου της μυκηναϊκής περιόδου· το στόμιο του κατακόρυφου λαιμού του ήταν κλειστό και η εκροή του υγρού γινόταν από παράπλευρη προχοή. [< μτγν. ψευδόστομος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.