ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57866 | ψευδότιτλος | ψευ-δό-τιτ-λος ουσ. (αρσ.): ΤΥΠΟΓΡ. η τρίτη από τις πρώτες σελίδες ενός τυπωμένου βιβλίου, στην οποία αναγράφεται ο τίτλος του, συνήθ. με γράμματα μικρότερα από αυτά του μεγάλου τίτλου (στην πέμπτη σελίδα). [< γαλλ. faux titre] | |
57867 | ψευδοφάρμακο | ψευ-δο-φάρ-μα-κο ουσ. (ουδ.) & (σπάν.-προφ.) ψευτοφάρμακο: ΦΑΡΜΑΚ. πλασέμπο. | |
57868 | ψευδόφιλος | , η, ο επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: ψευδόφιλες μονάδες: λέξεις που εμφανίζουν φωνητικές ή/και μορφολογικές ομοιότητες σε δύο ή περισσότερες γλώσσες, διαφέρουν όμως ως προς τη σημασία. Βλ. αγγλ. empathy = ενσυναίσθηση, ελλην. εμπάθεια. [< γαλλ. faux amis, 1928] | |
57869 | ψευδοφιλοσοφία | βλ. ψευτοφιλοσοφία | |
57870 | ψευδοφιλόσοφος | βλ. ψευτοφιλόσοφος | |
57871 | ψευδόχρυσος | ψευ-δό-χρυ-σος ουσ. (αρσ.) (σπάν.): ΜΕΤΑΛΛ. μπρούντζος. [< μτγν. ψευδόχρυσος 'κατασκευασμένος από νοθευμένο χρυσάφι'] | |
57872 | ψευδωνυμία | ψευ-δω-νυ-μί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): χρήση ψευδωνύμου. Βλ. -ωνυμία. [< μτγν. ψευδωνυμία 'έχω ψευδή τίτλο', γαλλ. pseudonymie] | |
57873 | ψευδώνυμο | ψευ-δώ-νυ-μο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ύμου}: όνομα ή ονοματεπώνυμο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με το οποίο κάποιος, συνήθ. συγγραφέας ή καλλιτέχνης, αντικαθιστά το πραγματικό του όνομα: καλλιτεχνικό/λογοτεχνικό/φιλολογικό ~. Δημοσιεύει (τα κείμενά του)/έγινε γνωστός/υπογράφει με το ~ ...|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αναζήτηση με ~. Εισάγετε το ~. Πβ. γιούζερ νέιμ, παρωνύμιο. [< γαλλ. pseudonyme, αγγλ. pseudonym] | |
57874 | ψευδώνυμος | , η/ος, ο ψευ-δώ-νυ-μος επίθ. (λόγ.) 1. που χρησιμοποιεί ή υπογράφεται με ψευδώνυμο: ~ος: συγγραφέας.|| ~α: άρθρα (εφημερίδας)/έργα. 2. που φέρει ψεύτικο όνομα ή όνομα που δεν του ανήκει: ~η: δημοκρατία. Πβ. ψευδεπίγραφος. Βλ. κατ' επίφαση, -ώνυμος. ● επίρρ.: ψευδώνυμα & (λογιότ.) ψευδωνύμως [< αρχ. ψευδώνυμος, γαλλ. pseudonyme, αγγλ. pseudonymous] | |
57875 | ψευταηδόνι | ψευ-τα-η-δό-νι ουσ. (ουδ.): ΟΡΝΙΘ. μικρό εντομοφάγο πτηνό (επιστ. ονομασ. Cettia cetti), που ζει κυρ. σε υγρότοπους και μοιάζει με το αηδόνι, αλλά δεν έχει μελωδική φωνή. | |
57876 | ψεύτης, ψεύτρα | ψεύ-της ουσ. (αρσ. + θηλ.): που λέει ψέματα: ελεεινός/μεγάλος (βλ. αρχι~)/παθολογικός/φοβερός ~. Επαγγελματίες/κατ' επάγγελμα ~ες. ~ ολκής. Αν πω ότι δεν φοβήθηκα, θα ήμουν ~. Με αποκαλείς ~η; Πβ. μυθομανής, παραμυθάς, ψευδολόγος. ΑΝΤ. ειλικρινής.|| Μην πιστεύεις αυτόν τον ~η, θέλει μόνο να σου φάει τα λεφτά! Πβ. απατεώνας. ● Υποκ.: ψευτάκος & ψευταράκος & ψευτράκος (ο) ● Μεγεθ.: ψευταράς & ψεύταρος (ο) {θηλ. ψευτρού & ψευταρού} ● ΦΡ.: βγαίνω ψεύτης: αποδεικνύεται ότι δεν έκρινα ή δεν εκτίμησα την κατάσταση σωστά: Όπως δείχνουν τα πράγματα, μάλλον βγήκα ~. Ελπίζω/εύχομαι/μακάρι να βγω ~, αλλά ... ΑΝΤ. βγαίνω αληθινός, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη (προφ.): μακάρι να διαψευστώ: ~ ~, αλλά πιστεύω ότι μας εξαπάτησε!, ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη (λαϊκό): για όποιον επικαλείται τη μαρτυρία προσώπου που είναι ανάξιο εμπιστοσύνης., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης [< μεσν. ψεύτης < αρχ. ψεύστης] | |
57877 | ψευτιά | ψευ-τιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): ψέμα: Ποιος διαδίδει αυτές τις ~ιές; Μας αράδιασε/ξεφούρνισε ένα σωρό ~ιές. Πβ. παραμύθια της Χαλιμάς, φούμαρα. Βλ. παπατζιλίκι.|| (μτφ.) Όλα είναι μια ~ (: απατηλά, μάταια)! | |
57878 | ψευτίζω | ψευ-τί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψεύτι-σε, ψευτί-σει} (προφ.) 1. φτιάχνω κάτι χειρότερο από το αναμενόμενο, υποβαθμίζω την ποιότητά του: Η εταιρεία έχει ~σει τα προϊόντα της. Βλ. σκαρτεύω, χαλώ. 2. (μτφ.) ευτελίζω κάτι, συνήθ. αξία ή ιδανικό, ή υποβιβάζομαι: ~ουν τη ζωή τους με ανούσια πράγματα.|| Πάει, ~σε ο κόσμος! Έχουν ~σει τα αισθήματα. | |
57879 | ψεύτικος | , η, ο ψεύ-τι-κος επίθ. 1. που δεν είναι αληθινός, που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα: ~η: διεύθυνση/δικαιολογία/είδηση/ιστορία/κατάθεση (= ψευδομαρτυρία)/λύση/πληροφορία (= ανυπόστατη). ~ο: δίλημμα (= ψευτοδίλημμα)/πρόβλημα (= ψευδοπρόβλημα). ~ες: κατηγορίες/φήμες. ~α: στοιχεία. ΣΥΝ. ψευδής. ΑΝΤ. αληθής.|| (μτφ.) ~ος: κόσμος (= απατηλός, μάταιος). ~η: ευτυχία/ζωή/λάμψη. ΑΝΤ. αληθινός (1), πραγματικός (1) 2. (κατ' επέκτ.) που έχει σκοπό να εξαπατήσει, προσποιητός, ανειλικρινής: ~ος: φίλος. ~η: αγάπη/εικόνα (= φτιαχτή)/ομορφιά/πραγματικότητα (= εικονική)/χαρά. ~ο: ενδιαφέρον/κλάμα/χαμόγελο. ~ες: ανάγκες/ελπίδες (βλ. φρούδος)/υποσχέσεις/φωτογραφίες (= παραποιημένες). ~α: δάκρυα (= κροκοδείλια)/λόγια/χάδια. Δίνει ~ους όρκους. Τους πουλάει ~α όνειρα. Πβ. επίπλαστος, υποκριτικός. ΑΝΤ. ειλικρινής. 3. (μτφ.) (για πράγμα) που είναι μικρής αξίας, που έχει φτιαχτεί πρόχειρα, χωρίς φροντίδα: ~η: κατασκευή. ~α: προϊόντα/ρούχα/στολίδια. Η συσκευή ήταν τελείως ~η, χάλασε μέσα σε λίγες μέρες. Πβ. αγιοβασιλιάτικος, ευτελής. Βλ. ελαττωματικός, σκάρτος. 4. (μτφ.) που αντιγράφει κάτι αληθινό ή πολύτιμο, πλαστός, τεχνητός: ~η: ταυτότητα. ~ο: διαβατήριο/όνομα. ~α: έγγραφα/πιστοποιητικά/χαρτονομίσματα (= κάλπικα, κίβδηλα). ΑΝΤ. αυθεντικός, γνήσιος.|| ~η: γούνα (πβ. συνθετικός). ~ο: δέντρο (= πλαστικό)/δέρμα (πβ. βινύλ, δερματίνη). ~ες: βλεφαρίδες. ~α: δόντια/κοσμήματα (πβ. φο-μπιζού)/λουλούδια/μαλλιά (βλ. εξτένσιον, περούκα, ποστίς)/νύχια. ΑΝΤ. φυσικός.|| Παίζουν με ~α πιστόλια. ● επίρρ.: ψεύτικα ● ΦΡ.: στα ψέματα/στα ψεύτικα βλ. ψέμα | |
57880 | ψεύτισμα | ψεύ-τι-σμα ουσ. (ουδ.) (σπάν.-μτφ.): υποβάθμιση της αξίας ή σπουδαιότητας πράγματος ή ιδανικού, ευτελισμός. Πβ. υποβιβασμός. | |
57881 | ψευτο- & ψευτό- | (προφ.) α' συνθετικό για δήλωση 1. του πρόχειρου, φτηνού: ψευτο-δουλειά (πβ. χοντρο-· βλ. ψιλο-).|| Ψευτό-πραμα. 2. (συνήθ. για πρόσ.) του ψεύτικου, επιτηδευμένου, μη πειστικού: ψευτο-προφήτης (πβ. ψευδο-).|| Ψευτο-διανοούμενος/~προοδευτικός.|| Ψευτό-μαγκας. 3. (λαϊκό) δυσκολίας, στέρησης: ψευτο-ζώ. Βλ. κακο-, κουτσο-. 4. φαγητού που δεν περιέχει όλα τα υλικά: Ψευτο-μουσακάς. Βλ. ορφανός. | |
57882 | ψευτογιατρός | ψευ-το-για-τρός ουσ. (αρσ.) (προφ.): κομπογιαννίτης γιατρός. Πβ. τσαρλατάνος. | |
57883 | ψευτοδιανοούμενος | ψευ-το-δι-α-νο-ού-με-νος ουσ. (αρσ.): δήθεν διανοούμενος. Πβ. ψευτο-κουλτουριάρης, -φιλόσοφος. | |
57884 | ψευτοδίλημμα | ψευ-το-δί-λημ-μα ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) ψευδοδίλημμα: ψεύτικο, πλαστό, μη πραγματικό δίλημμα. | |
57885 | ψευτοδουλειά | ψευ-το-δου-λειά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. ευκαιριακή εργασία, η οποία δεν εξασφαλίζει ικανοποιητικό μισθό ή μόνιμη απασχόληση: Βρήκε μια ~. Πβ. μικρο-, ψιλο-δουλειά. 2. προχειροδουλειά. |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ