ψευ-το-θό-δω-ρος ουσ. (αρσ.) (προφ.): άνδρας που λέει συστηματικά ψέματα.
57892
ψευτόκασα
ψευ-τό-κα-σα ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΔ. ξύλινη ή μεταλλική κάσα η οποία αποτελεί οδηγό για το σοβάτισμα και είτε αφαιρείται είτε παραμένει, για να βιδωθεί πάνω της η πραγματική κάσα πόρτας ή παραθύρου.
57893
ψευτοκουλτουριάρης
ψευ-το-κουλ-του-ριά-ρης ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. ψευτοκουλτουριάρα} (προφ.): που παριστάνει τον καλλιεργημένο. Πβ. θολοκουλτουριάρης, ψευτοδιανοούμενος.
57894
ψευτοκουλτουριάρικος
, η, ο ψευ-το-κουλ-του-ριά-ρι-κος επίθ. (προφ.): που σχετίζεται με τον ψευτοκουλτουριάρη: ~ο: ύφος (= διανοουμενίστικο).
57895
ψευτόμαγκας
ψευ-τό-μα-γκας ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) ψευτομάγκας (λαϊκό): που παριστάνει τον μάγκα. Πβ. κουραδόμαγκας, τζάμπα μάγκας, ψευτο-νταής, -παλικαράς.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.