ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57906 | ψευτοτσαμπουκάς | ψευ-το-τσα-μπου-κάς ουσ. (αρσ.) (προφ.): δήθεν τσαμπουκάς. Πβ. ψευτομαγκιά.|| (για πρόσ.) Πβ. ψευτονταής. | |
57907 | ψευτοφάρμακο | βλ. ψευδοφάρμακο | |
57908 | ψευτοφιλοσοφία | ψευ-το-φι-λο-σο-φί-α ουσ. (θηλ.) & ψευδοφιλοσοφία: αμπελοφιλοσοφία. | |
57909 | ψευτοφιλόσοφος | ψευ-το-φι-λό-σο-φος ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) ψευδοφιλόσοφος: που παριστάνει τον φιλόσοφο. Πβ. αμπελοφιλόσοφος, ψευτοδιανοούμενος. | |
57911 | ψήγμα | [ψῆγμα] ψήγ-μα ουσ. (ουδ.) {ψήγμ-ατος | συνηθέστ. στον πληθ. -ατα} (λόγ.) 1. (μτφ.) ίχνος, δείγμα: ~ατα αγάπης. Δεν υπήρχε ούτε ένα ~ (= κόκκος) αλήθειας στα λόγια του. Πρέπει να διατηρήσουμε τα ελάχιστα ~ατα αισιοδοξίας/ανθρωπιάς/λογικής που μας έχουν απομείνει. 2. πολύ μικρό κομμάτι μετάλλου: ~ατα σιδήρου/χαλκού (= ρινίσματα)/χρυσού. [< 2: αρχ. ψῆγμα] | |
57912 | ψήκτρα | ψή-κτρα ουσ. (θηλ.) 1. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. αγωγός που συνδέει ηλεκτρικά τον ρότορα και τον στάτορα μιας μηχανής: ~ες άνθρακα. ~ες διακοπής. ΣΥΝ. καρβουνάκι (2) 2. (λόγ.) βούρτσα. Πβ. μάκτρο(ν), ξυστρί. [< 1: αγγλ. brush 2: αρχ. ψήκτρα] | |
57913 | ψηλά | ψη-λά επίρρ. {ψηλότ-ερα} ΑΝΤ. χαμηλά 1. σε μεγάλο ύψος: Πέταξε/σκαρφάλωσε ~. Δεν το φτάνω, είναι πολύ ~! Κοίτα εκεί ~! (από αστυνομικό ή γενικότ. οπλοφόρο:) ~ τα χέρια!|| (μτφ.) Είναι ~ οι τιμές (: ακριβές). Έχουν βάλει ~ τον πήχη των προσδοκιών. Περιμένουν βοήθεια από ~ (= από τον Θεό· πβ. άνωθεν)! 2. (μτφ.) σε υψηλότερη θέση: Στοχεύει ~ότερα/ακόμη πιο ~. Κατάφερε να φτάσει ~ με σκληρή προσπάθεια. Βρίσκεται ~ στη λίστα με ... ● Υποκ.: ψηλούτσικα ● ΦΡ.: έχει ψηλά τη μύτη βλ. μύτη, κάτσε/χέζε ψηλά κι αγνάντευε βλ. αγναντεύω, κρατώ ψηλά τη σημαία βλ. σημαία, με το κεφάλι ψηλά βλ. κεφάλι, με το μέτωπο/κούτελο καθαρό/ψηλά βλ. μέτωπο, πήρε/σήκωσε/έχει (πολύ) ψηλά τον αμανέ βλ. αμανές, πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά βλ. γρήγορα, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω ● βλ. ψηλός | |
57914 | ψηλάφηση | ψη-λά-φη-ση ουσ. (θηλ.) & ψηλάφιση & ψηλάφισμα (το) (λόγ.) 1. & (σπάν.) ψηλαφισμός (ο): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψηλαφώ· εξέταση τμήματος του σώματος, η οποία πραγματοποιείται με τα χέρια. Βλ. πασπάτεμα, ψαχούλεμα.|| (ΙΑΤΡ.) ~ (του) μαστού/στήθους. Βλ. αυτο~, κλυδασμός, φυσική εξέταση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Θωμά. 2. (μτφ.) αδρομερής προσέγγιση ενός θέματος: ~ της αλήθειας. Βλ. ανα~. [< 1: αρχ. ψηλάφησις ‘άγγιγμα’, γαλλ.-αγγλ. palpation] | |
57915 | ψηλαφητός | , ή, ό ψη-λα-φη-τός επίθ. (λόγ.) & (σπάν.) ψηλαφιστός 1. (κυρ. ΙΑΤΡ.) που μπορεί κάποιος να τον ψηλαφήσει, που γίνεται αντιληπτός με την αφή: ~ή: διόγκωση/μάζα/σκληρία/χοληδόχος κύστη. ~ό: μόρφωμα/ογκίδιο. ~οί: λεμφαδένες. 2. (σπάν.-μτφ.) χειροπιαστός: ~ά: δεδομένα/πειστήρια.|| (λογοτ.) ~ό σκοτάδι (= πυκνό). ● επίρρ.: ψηλαφητά: Πβ. ψαχουλευτά. [< μτγν. ψηλαφητός 1: γαλλ.-αγγλ. palpable] | |
57916 | ψηλάφισμα | βλ. ψηλάφηση | |
57917 | ψηλαφισμός | βλ. ψηλάφηση | |
57918 | ψηλαφώ | [ψηλαφῶ] ψη-λα-φώ ρ. (μτβ.) {ψηλαφ-είς κ. -άς ..., -ώντας | ψηλάφ-ησα, -είται κ. -άται, -ήθηκε, -ηθεί, (σπάν.) -ούμενος} & ψηλαφίζω {ψηλάφ-ισε, -ίσει, (σπάν.) -ίστηκε, -ιστεί, ψηλαφίζ-οντας, (σπάν.) ψηλαφ-ισμένος} 1. αγγίζω ή εξετάζω κάτι με τις άκρες των δαχτύλων: ~ισε το ύφασμα.|| Ο τυφλός ~ισε το πρόσωπό της. Πβ. χαϊδεύω, ψαύω. 2. (μτφ.-λόγ.) προσεγγίζω ένα θέμα αδρομερώς, δεν το εξαντλώ: Το βιβλίο ~ει άγνωστες πτυχές της Ιστορίας. Στη μελέτη ~ούνται ζητήματα σχετικά με ... Βλ. ανα~. [< αρχ. ψηλαφῶ] | |
57919 | ψηλέας | ψη-λέ-ας ουσ. (αρσ.) (προφ.-ειρων.): πολύ ψηλός άνδρας. Πβ. τηλεγραφόξυλο, ψηλολέλεκας. | |
57920 | ψηλο- & ψηλό- | : α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του ψηλού: ψηλο-τάβανος.|| Ψηλό-λιγνος.|| (μτφ.-μειωτ.) Ψηλο-μύτης. | |
57921 | ψηλοκάβαλος | , η, ο ψη-λο-κά-βα-λος επίθ.: (για ρούχο) που το καβάλο του φτάνει ψηλά στη μέση: ~η: βερμούδα. ΣΥΝ. ψηλόμεσος ΑΝΤ. χαμηλοκάβαλος | |
57922 | ψηλοκρεμαστός | , ή, ό ψη-λο-κρε-μα-στός επίθ.: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για χτύπημα μπάλας που γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή να πέσει από ψηλά και κατακόρυφα: ~ή: κεφαλιά/μπαλιά (βλ. λόμπα)/πάσα/σέντρα. ~ό: σουτ (βλ. καμινάδα). Βλ. ευθύβολος, συρτός. ● επίρρ.: ψηλοκρεμαστά | |
57923 | ψηλολέλεκας | ψη-λο-λέ-λε-κας ουσ. (αρσ.) (προφ.-μειωτ.): πολύ ψηλός και αδύνατος άνδρας. Πβ. τηλεγραφόξυλο, ψηλέας. Βλ. ψηλόλιγνος. | |
57924 | ψηλόλιγνος | , η, ο ψη-λό-λι-γνος επίθ.: ψηλός και αδύνατος. ΑΝΤ. κοντόχοντρος.|| ~η: κορμοστασιά/φιγούρα. | |
57925 | ψηλόμεσος | , η, ο ψη-λό-με-σος επίθ.: ψηλοκάβαλος: ~η: φούστα. ~ο: εσώρουχο/παντελόνι/σορτς. | |
57926 | ψηλομύτης, ψηλομύτα | , ικο ψη-λο-μύ-της επίθ./ουσ. (προφ.-ειρων.): που φέρεται με υπεροψία, αλαζόνας: Δεν αντέχω τις ~ες. Πβ. ακατάδεκτος, υπερόπτης, φαντασμένος. |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ