Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58380-58400]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57968ψήφοςψή-φος ουσ. (θηλ.) & (προφ.) ψήφος (ο) 1. κάθε μέσο με το οποίο πραγματοποιείται μια ψηφοφορία (π.χ. ανάταση του χεριού, ψηφοδέλτιο)· συνεκδ. η γνώμη που εκφράζεται με το συγκεκριμένο μέσο: επιστολική ~. άκυρες/έγκυρες ~οι. Διαλογή/καταμέτρηση/κατανομή των ~ων. Υποκλοπή ~ων. Έριξε την ~ο του (ενν. στην κάλπη). Απέσπασε το ...% των ~ων. Εκλέχτηκε με διαφορά ... ~ων. Έλαβε/πήρε/συγκέντρωσε ... ~ους. Με 164 ~ους υπέρ και 25 ~ους κατά, συνεχίζεται η απεργία των ... Βγήκε πρώτος σε ~ους (: σταυρούς· βλ. παμψηφεί). (μειωτ.) Ψαρεύει ~ους (βλ. ψηφοθήρας). Βλ. διπλοψηφία, κουκιά, ψηφαλάκι, ισο-, μειο-, πλειο-ψηφώ.|| Θετική/κερδισμένη ~ (πβ. υπερψήφιση). Αντισυστημική/αρνητική (πβ. φούμο)/μαύρη (= μαύρο) ~ (πβ. καταψήφιση). Η λαϊκή ~. Αδιευκρίνιστη ~. ~ ενάντια στον πόλεμο/κατά του κατεστημένου/υπέρ των μεταρρυθμίσεων. ~ αποδοκιμασίας/διαμαρτυρίας/καταδίκης (ή καταδικαστική ~)/μομφής/τιμωρίας. Διεκδικούν την ~ο των πολιτών. Ευχαρίστησε όσους του έδωσαν την/τον τίμησαν με την ~ο τους.|| Ταξινομική ~ (: στην οποία οι εκλογείς ταξινομούν τους υποψηφίους κατά σειρά προτίμησης). 2. (συνεκδ.) συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία· ψηφοφορία: μυστική/υποχρεωτική ~. Δικαίωμα (βλ. εκλογικό σώμα, σουφραζέτα)/πρόθεση/στέρηση ~ου. ● ΣΥΜΠΛ.: ισότητα της ψήφου: αρχή σύμφωνα με την οποία σε κάθε ψηφοφόρο αναλογεί μόνο μία ψήφος και όλες οι ψήφοι είναι ισοδύναμες., λευκή ψήφος: ΠΟΛΙΤ. που δηλώνει ουδετερότητα και γίνεται με χρήση λευκού ψηφοδελτίου. Πβ. λευκό., χαλαρή ψήφος: ΠΟΛΙΤ. κατά την οποία ο εκλογέας ψηφίζει χωρίς κομματική πειθαρχία, αλλά κατά συνείδηση., ψήφος εμπιστοσύνης 1. ΠΟΛΙΤ. στήριξη, μέσω ψηφοφορίας, της κυβέρνησης από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών: παροχή ~ου ~. Ο πρωθυπουργός ζήτησε/κέρδισε/έλαβε ~ο ~. Βλ. η αρχή της δεδηλωμένης, διερευνητική εντολή, πρόταση εμπιστοσύνης, πρόταση μομφής/δυσπιστίας. 2. (μτφ.) έμπρακτη στήριξη., ψήφος ανοχής βλ. ανοχή ● ΦΡ.: η θεωρία της χαμένης ψήφου: ΠΟΛΙΤ. άποψη ότι είναι καλύτερο να ψηφίσει κανείς ένα κόμμα ή συνδυασμό που είναι πιο πιθανό να κερδίσει τις εκλογές, παρά ένα άλλο που δεν έχει τις ίδιες πιθανότητες, έστω και αν ο ψηφοφόρος πρόσκειται σε αυτό., μετά/άνευ ψήφου μετοχές βλ. μετοχή [< αρχ. ψῆφος, γαλλ. vote, voix]
57969ψηφοφορίαψη-φο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.): διαδικασία μέσω της οποίας ασκείται το εκλογικό δικαίωμα ή δηλώνεται προσωπική προτίμηση, ώστε να ληφθούν συλλογικές αποφάσεις: ανοιχτή/ενεργή/επαναληπτική/επίσημη/κλειστή/ονλάιν/παγκόσμια ~. Αίθουσα/αποτελέσματα/διεξαγωγή/ώρες ~ας. Έναρξη/λήξη/ολοκλήρωση της ~ας. ~ με απλή/απόλυτη/ειδική πλειοψηφία. ~ δι' αλληλογραφίας/διά ανατάσεως της χειρός/διά βοής. Διενεργείται ~ για ... Απέχω από την/παίρνω μέρος στην ~. Θέτω κάτι σε ~. Κάνω ~ για κάτι. Κρίσιμη ~ για τον προϋπολογισμό. Βλ. εκλογές, τηλε~, -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική ψηφοφορία: η οποία πραγματοποιείται ηλεκτρονικά, συνήθ. μέσω διαδικτύου. [< αγγλ. electronic/e- voting, περ. 1960] , καθολική ψηφοφορία: σύστημα στο οποίο έχουν δικαίωμα ψήφου όλοι οι ενήλικοι πολίτες που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις: αρχή της ~ής ~ας., μυστική ψηφοφορία: διαδικασία κατά την οποία ο ψηφοφόρος τοποθετεί το ψηφοδέλτιο σε φάκελο πίσω από παραβάν και το ρίχνει σε κάλπη, με αποτέλεσμα η ψήφος του να παραμένει κρυφή: αρχαιρεσίες με ~ ~., φανερή ψηφοφορία: διαδικασία κατά την οποία ο ψηφοφόρος εκφράζει την προτίμησή του με ανάταση του χεριού ή αναφωνώντας ναι, όχι ή παρών: ονομαστική ~ ~ (στη Βουλή)., άμεση εκλογή βλ. εκλογή, έμμεση εκλογή βλ. εκλογή, ονομαστική ψηφοφορία βλ. ονομαστικός [< αρχ. ψηφοφορία]
57970ψηφοφόροςψη-φο-φό-ρος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. που έχει εκλογικό δικαίωμα και το ασκεί: ο μέσος ~. Αναποφάσιστοι/δυσαρεστημένοι/συνειδητοποιημένοι ~οι. Οι ~οι προσήλθαν στις κάλπες. Βλ. κοψοχέρης. ΣΥΝ. εκλογέας 2. (ειδικότ.) ο οποίος στηρίζει με την ψήφο του συγκεκριμένη παράταξη: κεντρώοι ~οι. Οι ~οι της Αριστεράς/Δεξιάς. Διαρροή/μετατόπιση ~ων (: από ένα κόμμα σε κάποιο άλλο). Άγρα ~ων (= ψηφοθηρία). Πβ. οπαδός. Βλ. -φόρος. [< μτγν. ψηφοφόρος, γαλλ. votant]
57971ψηφώ[ψηφῶ] ψη-φώ ρ. (μτβ.) {ψηφ-άς} & ψηφάω (λαϊκό-λογοτ.): (σε αρνητ. πρόταση) λογαριάζω, υπολογίζω: Δεν ψηφά (= αψηφά) τον θάνατο. [< μεσν. ψηφώ]
57972ψιουσ. (ουδ.) {άκλ.}: το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου: ~ κεφαλαίο (Ψ). ~ μικρό (ψ). (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ειδώλιο γυναίκας σε σχήμα "Ψ". Πβ. ψ. ● ΦΡ.: χ (ψ, ω) βλ. χι1 [< αρχ. ψεῖ]
58027ψι-ψιεπιφών.: για κάλεσμα γάτας. [< λ. ηχομιμητ.]
57974ψίδιψί-δι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): το πάνω μπροστινό μέρος της μύτης του παπουτσιού. [< αρχ. *ἁψίδιον < ἁψίς]
57975ψιθυρίζωψι-θυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψιθύρι-σε, ψιθυρί-σει, -στηκε, -στεί, ψιθυρίζ-οντας}: μιλώ ψιθυριστά, λέω σιγανά: Του ~σε κάτι στ' αυτί. Πβ. κρυφομιλώ, μουρμουρίζω. Βλ. σιγο~.|| Γιατί ~εις και δεν μιλάς πιο δυνατά να σ' ακούσω; Πβ. λέω (από) μέσα μου. ΑΝΤ. φωνάζω.|| (μτφ.-λογοτ.) Το νερό ~ει (: κελαρύζει). Ο αέρας ψιθύριζε ανάμεσα στα φύλλα (πβ. θροΐζει). ● Παθ.: ψιθυρίζεται (προφ.): ακούγεται, φημολογείται: ~ (= διαδίδεται, λέγεται, συζητιέται) ότι υπάρχουν σύννεφα στη σχέση τους. ● ΦΡ.: λέω/ψιθυρίζω δυο/μερικά φωνήεντα (σε κάποιον) βλ. φωνήεν [< αρχ. ψιθυρίζω]
57976ψιθύρισμαψι-θύ-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.-λόγ.) ψιθυρισμός (ο): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψιθυρίζω. Πβ. σούσουρο.|| (μτφ.-λογοτ.) Το ~ των φύλλων (= θρόισμα, ψίθυρος).|| (ΙΑΤΡ.) Αναπνευστικό ~ (: οι φυσιολογικοί αναπνευστικοί ήχοι που ακούει ο γιατρός κατά την ακρόαση με στηθοσκόπιο). Βλ. ακροαστικά. [< μτγν. ψιθύρισμα]
57977ψιθυριστήςψι-θυ-ρι-στής ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λόγ.): αυτός που διασπείρει φήμες, συκοφαντίες. Πβ. διαβολέας, λασπολόγος. [< αρχ. ψιθυριστής 'που ψιθυρίζει', μτγν. ~ 'συκοφάντης']
57978ψιθυριστός, ή, ό ψι-θυ-ρι-στός επίθ.: που ακούγεται σαν ψίθυρος: Του μίλησε με ~ή φωνή. ~ές: κουβέντες. Πβ. σιγανός, μουρμουριστός. ΑΝΤ. φωναχτός. ● επίρρ.: ψιθυριστά
57979ψίθυροςψί-θυ-ρος ουσ. (αρσ.) {ψιθύρ-ων}: σιγανός και συριστικός ήχος που ακούγεται, όταν κάποιος μιλά με πολύ χαμηλή φωνή: ~οι στο αυτί. Δεν ακούγεται ούτε ~ (: άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά). Πβ. μουρμούρα. ΑΝΤ. κραυγή, ξεφωνητό.|| (μτφ.-λογοτ.) Ο ~ του ανέμου. Πβ. θρόισμα, ψιθύρισμα.ψίθυροι (οι) (μτφ.): διαδόσεις, φήμες: Ακούγονται/κυκλοφορούν ~ για αποχώρησή του από το κόμμα/ότι θα παραιτηθεί (= ψιθυρίζεται). Πληθαίνουν οι ~ (= φημολογίες) για την προσωπική του ζωή. (λόγ.) Εν μέσω ~ων. Πβ. σούσουρο. [< αρχ. ψίθυρος]
57980ψιλάψι-λά ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.) 1. κέρματα ή χαρτονομίσματα μικρής αξίας: Έχεις καθόλου/να μου κάνεις (= χαλάσεις) ~; Πβ. λιανά, ψιλό. ΑΝΤ. χοντρά (τα) 2. ειδήσεις, άρθρα, συνήθ. σε εφημερίδα, τα οποία τυπώνονται με μικρά γράμματα και καταλαμβάνουν μικρή έκταση στο έντυπο. ● ΦΡ.: κάτι περνάει στα ψιλά (γράμματα): (συνήθ. για είδηση) δεν δίνεται η δέουσα προσοχή ή προβολή, κυρ. από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης: Το θέμα ~ασε ~. ● βλ. ψιλός [< ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. ψιλός]
57981ψιλήψι-λή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. πνεύμα (σύμβ. ᾿) που μπαίνει πάνω από το αρχικό φωνήεν ορισμένων λέξεων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας: π.χ. ἐκτός, ὀλιγαρκής. Βλ. δασεία. [< μτγν. ψιλή]
57982ψιλικάψι-λι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) & (επίσ.) ψιλικά είδη: αντικείμενα καθημερινής χρήσης και μικρής, σχετικά, αξίας, τα οποία πωλούνται λιανικά: κατάστημα (= ψιλικατζίδικο)/προμηθευτές ~ών. Βλ. μικρεμπόριο.
57983ψιλικατζήςψι-λι-κα-τζής ουσ. (αρσ.) 1. {θηλ. ψιλικατζού} (προφ.): ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου. Βλ. εμποράκος, περιπτεράς, -τζής. 2. (μτφ.-αργκό) αυτός που ασχολείται με ψιλοπράγματα· που κερδίζει ψιλολόγια, συνήθ. από παράνομες δραστηριότητες: διαρρήκτες/κλέφτες (βλ. κλεφταράκος) ~ήδες.
57984ψιλικατζίδικοψι-λι-κα-τζί-δι-κο ουσ. (ουδ.) (προφ.): κατάστημα ψιλικών. Βλ. περίπτερο, -τζίδικο.
57985ψιλο- & ψιλό-α' συνθετικό με τη σημασία του 1. λεπτού: ψιλό-κοκκος (ΑΝΤ. χοντρό-). 2. (μτφ.-προφ.) δύσκολου, απαιτητικού: ψιλο-δουλειά (πβ. λεπτο-· βλ. ψευτο-). 3. (σε ρήματα, μτφ.-προφ.) αργού, λίγου ή σχετικού· λιγάκι, κάπως: ψιλο-βρέχει (πβ. σιγο-).|| Ψιλο-νυστάζω. 4. (μτφ.-προφ.) μικρού, χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα: ψιλο-πράγματα (πβ. μικρο-).
57986ψιλοαλεσμένος, η, ο ψι-λο-α-λε-σμέ-νος επίθ.: που, μετά την άλεσή του, αποτελείται από ψιλούς κόκκους: ~α: αμύγδαλα. Βλ. ψιλοκομμένος. ΑΝΤ. χοντροαλεσμένος
57987ψιλοανησυχώψι-λο-α-νη-συ-χώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψιλοανησυχ-είς ... | ψιλοανησύχ-ησα, -ήσει} (προφ.): ανησυχώ κάπως: Έχω αρχίσει και/να ~. Αυτό που με ~εί είναι ...

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.