Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58400-58420]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57988ψιλοαργώψι-λο-αρ-γώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψιλοάργ-ησα, -ήσει} (προφ.): αργώ λίγο: ~ησα να έρθω. Βλ. ψιλο~.
57989ψιλοαρέσειψι-λο-α-ρέ-σει ρ. (μτβ.) (προφ.): (συνήθ. προηγείται προσ. αντων.) αρέσει λιγάκι, κάπως: Μου ~ το νέο του σιντί.
57990ψιλοβρέχειψι-λο-βρέ-χει ρ. (αμτβ.) {ψιλοέβρεξε κ. ψιλόβρεξε} (προφ.): βρέχει λίγο, ψιχαλίζει.
57991ψιλόβροχοψι-λό-βρο-χο ουσ. (ουδ.) (προφ.) & (λογοτ.) ψιλοβρόχι: σιγανή, ψιλή βροχή: Έπιασε/έχει/ρίχνει ~. Πβ. ψιχάλισμα. Βλ. νεροποντή.
57992ψιλοδιαβάζωψι-λο-δια-βά-ζω ρ. (μτβ.) {ψιλοδιάβα-σα, ψιλοδιαβά-σει} (προφ.): διαβάζω λίγη ώρα ή χωρίς μεγάλη προσοχή: ~σα το κείμενο, αλλά δεν πρόσεξα αυτό που μου λες. Έχω ~σει κάποια πράγματα πάνω στο θέμα.
57993ψιλοδουλειάψι-λο-δου-λειά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. εργασία που εκτελείται με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες και χρειάζεται επιδεξιότητα· λεπτοδουλειά: εργαλεία κατάλληλα για ~ές. Θα μου πάρει καμιά ώρα να το φτιάξω, γιατί έχει ~. ΑΝΤ. χοντροδουλειά (2) 2. απασχόληση, εργασία χωρίς μεγάλες απαιτήσεις ή χωρίς ιδιαίτερη αξία: Τελειώνω με κάτι ~ές κι έρχομαι. Πβ. ψευτοδουλειά. ΣΥΝ. μικροδουλειά
57994ψιλοδουλεμένος, η, ο ψι-λο-δου-λε-μέ-νος επίθ. (προφ.): που έχει κατασκευαστεί με επιμέλεια και λεπτότητα: ~ο ξύλο. Πβ. καλο-, λεπτο-δουλεμένος. ΑΝΤ. χοντροδουλεμένος.
57995ψιλοδουλεύωψι-λο-δου-λεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψιλοδούλ-εψα} (προφ.) 1. ασχολούμαι με κάτι για λίγη ώρα ή επιφανειακά· κατ' επέκτ. κάνω περιστασιακή δουλειά, απασχολούμαι μερικώς: Σήμερα θα ~έψω απ' το σπίτι.|| ~ει σ' ένα μαγαζί με ρούχα. 2. (στο γ' πρόσ., κυρ. για συσκευή) λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο, όχι πλήρως: Μετά την επισκευή, το μηχάνημα έχει αρχίσει να ~ει. 3. (μτφ.) κοροϊδεύω: Μας ~ει (= δουλεύει ψιλό γαζί), μου φαίνεται!
57996ψιλοζηλεύωψι-λο-ζη-λεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψιλοζήλ-εψα, -έψει} (προφ.): ζηλεύω λίγο: ~εψα όταν μου είπε ότι πάει διακοπές.
57997ψιλοκαταλαβαίνωψι-λο-κα-τα-λα-βαί-νω ρ. (μτβ.) {ψιλοκατάλ-αβα, -άβει} (προφ.): κατανοώ κάτι αμυδρά, δεν έχω πλήρη γνώση: Κάτι ~αβα από αυτά που είπε.
57998ψιλοκαταφέρνωψι-λο-κα-τα-φέρ-νω ρ. (μτβ.) {ψιλοκατάφερ-α} (προφ.): καταφέρνω κάπως, όχι εντελώς: Τελικά ~α να επισκευάσω την τηλεόραση. ● ΦΡ.: τα κουτσοκαταφέρνω/ψιλοκαταφέρνω βλ. κουτσοκαταφέρνω
57999ψιλοκόβωψι-λο-κό-βω ρ. (μτβ.) {ψιλόκο-ψα, -ψει, -πεί, ψιλοκόβ-οντας, ψιλοκο-μμένος}: κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια: (σε συνταγή:) Ψιλοκόψτε το κρεμμύδι/μπέικον. Πβ. λιανίζω, τρίβω. ● Μτχ.: ψιλοκομμένος , η, ο: ~ος: άνηθος/μαϊντανός. ~ο: κρέας/σκόρδο. ~ες: πατάτες. Βλ. ζουλιέν.|| ~ος: καπνός (πβ. τουμπεκί). Βλ. ψιλοαλεσμένος. ΑΝΤ. χοντροκομμένος (1)
58000ψιλοκοιμάμαιψι-λο-κοι-μά-μαι (αμτβ.) {ψιλοκοιμ-ήθηκα, -ηθεί} (προφ.): κοιμάμαι λίγο· κατ' επέκτ. αδρανώ.
58001ψιλοκοσκινίζωψι-λο-κο-σκι-νί-ζω ρ. (μτβ.) 1. (μτφ.-προφ.) εξετάζω κάτι με πολύ σχολαστικό τρόπο, ψειρίζω: Μην ~εις άλλο το θέμα! Πβ. λεπτολογώ. 2. κοσκινίζω με κόσκινο που έχει πολύ μικρές τρύπες.
58002ψιλοκουβένταψι-λο-κου-βέ-ντα ουσ. (θηλ.): κουβέντα χωρίς σοβαρό περιεχόμενο: Πιάσαμε ~, για να περάσει η ώρα. Πβ. κουβεντολόι. ΣΥΝ. μπίρι-μπίρι, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα ● Υποκ.: ψιλοκουβεντούλα
58003ψιλοκυβίνηψι-λο-κυ-βί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. συνθετικό παραισθησιογόνο ναρκωτικό (σύμβ. C12H17N2O4P)που λαμβάνεται από μανιτάρια του είδους Psilocybe mexicana, P. cubensis. Βλ. έκστασι, ελ ες ντι, -ίνη. [< γερμ. Psilocybin, αγγλ. psilocybin, 1958]
58004ψιλολέειψι-λο-λέ-ει ρ. (αμτβ.) (νεαν. αργκό): αξίζει ως έναν βαθμό: Κάτι ~ αυτό το κομπιούτερ.
58005ψιλολόγιαψι-λο-λό-για ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.) ΣΥΝ. ψιλοπράγματα 1. πράγματα χωρίς μεγάλη αξία: Αγόρασα κάτι ~. Η τσάντα μου είναι γεμάτη ~. 2. (μτφ.) ασήμαντες υποθέσεις: Δεν μπορώ ν' ασχολούμαι με ~.
58006ψιλομετανιώνωψι-λο-με-τα-νιώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψιλομετάνιω-σα, ψιλομετανιώ-σει} (προφ.): μετανιώνω ως έναν βαθμό: ~σα που δεν του μίλησα.
58007ψιλομοιάζωψι-λο-μοιά-ζω ρ. (αμτβ.) (προφ.): μοιάζω λιγάκι με κάποιον ή κάτι: ~εις με την αδελφή σου. Τα δύο τραγούδια ~ουν στη μελωδία.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.