ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58008 | ψιλοξεχνάω | ψι-λο-ξε-χνά-ω ρ. (μτβ.) {ψιλοξέχ-ασα, -άσει} (προφ.): δεν θυμάμαι πολύ καλά. | |
58009 | ψιλοπονάω | ψι-λο-πο-νά-ω ρ. (αμτβ. κ.μτβ.) (προφ.): πονώ λίγο. | |
58010 | ψιλοπράγματα | ψι-λο-πράγ-μα-τα ουσ. (ουδ.) & ψιλοπράματα (τα) (προφ.) ΣΥΝ. ψιλολόγια 1. αντικείμενα μικρά σε μέγεθος ή αξία: συρτάρια γεμάτα ~. 2. (μτφ.) κατάσταση που δεν είναι άξια λόγου: Τράκαρε, αλλά, ευτυχώς, η ζημιά ήταν ~. Παραπονιέται συνεχώς για ~. Πβ. μικροπράγματα, χαζόπραμα. | |
58011 | ψιλός | , ή, ό ψι-λός επίθ. 1. (για πράγμα) που έχει ελάχιστο πάχος, που είναι εξαιρετικά λεπτός: ~ή: βέργα/γραμμή/κλωστή/λαμαρίνα/λίμα/μαρίδα/πετονιά/σίτα (: με πολύ μικρές τρύπες). ~ό: γυαλόχαρτο/καλώδιο/κατσαβίδι/παραγάδι/σύρμα/ύφασμα/χαρτί. ~ές: φέτες. (εμφατ.) Κόβω το κρεμμύδι ~ό-~ό (= ψιλοκόβω).|| (μτφ.) ~ό: βότσαλο (= πολύ μικρό). ΑΝΤ. χοντρός. 2. που αποτελείται από λεπτούς κόκκους: ~ή: σκόνη. ~ό: αλεύρι/σιμιγδάλι (= ψιλοαλεσμένο). Ζάχαρη ~ή. Αλάτι ~ό. Παραλία με ~ή άμμο. Πβ. λεπτόκοκκος. ΑΝΤ. χοντρός (2) 3. (για φωνή) λεπτή, διαπεραστική. ● Ουσ.: ψιλές (οι) (αργκό): χτυπήματα με το χέρι, όχι πολύ δυνατά: Έφαγε/πέσανε κάτι ~. Του 'ριξε μερικές ~., ψιλό (το) (προφ.) 1. μικρό χρηματικό ποσό (που δεν προσδιορίζεται): Πάρε και κανένα ~ μαζί σου! 2. ούρηση, ούρα. Πβ. τσίσα. Βλ. χοντρό. ● Υποκ.: ψιλούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: ψιλά (σύμφωνα): ΓΡΑΜΜ. (στην Αρχαία Ελληνική) τα κ, π, τ. Βλ. δασέα (σύμφωνα)., ψιλά γράμματα 1. (μτφ.) για κάτι που θεωρείται ασήμαντο, επουσιώδες: Μην ασχολείσαι με τέτοια πράγματα, είναι ~ ~!|| (ειρων.) Περίμενα να δείξουν λίγη ευγένεια, αλλά, θα μου πεις, αυτά είναι ~ ~ (γι' αυτούς)! 2. υποσημειώσεις συμβολαίου οι οποίες συνήθ. δεν διαβάζονται πριν από την υπογραφή του, επειδή θεωρούνται ασήμαντες, αλλά, στην πραγματικότητα, μπορεί να κρύβουν κάποια παγίδα: Προσοχή στα ~ ~!, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα (προφ.): ψιλοκουβέντα., ψιλή κυριότητα: ΝΟΜ. το εμπράγματο δικαίωμα που απομένει όταν η πλήρης κυριότητα (περιουσιακού στοιχείου) έχει στερηθεί του δικαιώματος της επικαρπίας και έχει περιοριστεί μόνο στην εξουσία διάθεσής του: μεταβίβαση της ~ής ~ας (οικοπέδου). Ο γιος τους έχει την ~ ~ του διαμερίσματος. Το ακίνητο ανήκει κατά ~ ~ στην κόρη τους. [< γαλλ. nue-propriété] , ψιλός κύριος: ΝΟΜ. ο κάτοχος της ψιλής κυριότητας. ● ΦΡ.: με την ψιλή (μηχανή) (προφ.): (για κόψιμο μαλλιών) σύρριζα: κούρεμα ~ ~., ψιλώ ονόματι (σπάν.-αρχαιοπρ.): κατ' όνομα., κάτι περνάει στα ψιλά (γράμματα) βλ. ψιλά, μας δουλεύει ψιλό γαζί βλ. γαζί, παίρνω κάποιον στο ψιλό βλ. παίρνω, περνάω από (ψιλή) κρησάρα βλ. κρησάρα, περνώ από (ψιλό) κόσκινο βλ. κόσκινο ● βλ. ψιλά [< αρχ. ψιλός] | |
58012 | ψιλοτρομάζω | ψι-λο-τρο-μά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψιλοτρόμα-ξε, ψιλοτρομά-ξει} (προφ.): τρομάζω λιγάκι: Με ~ξες! Μ' έχετε ~ξει μ' αυτά που μου λέτε! | |
58013 | ψιλοφοβάμαι | ψι-λο-φο-βά-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψιλοφοβ-ήθηκα, -ηθεί} (προφ.): φοβάμαι λιγάκι: Έκανε έναν μικρό σεισμό και ~ήθηκα. | |
58014 | ψιλοχάλια | ψι-λο-χά-λια επίρρ. (προφ.): όχι και πολύ καλά: Νιώθω ~ (= λίγο χάλια). | |
58015 | ψιμύθιο | ψι-μύ-θι-ο ουσ. (ουδ.) {ψιμυθίου | συνήθ. στον πληθ.} (λόγ.) 1. προϊόν μακιγιάζ, καλλυντικό για το πρόσωπο· (ΑΡΧ.) λευκή πούδρα από ανθρακικό μόλυβδο. 2. (μτφ.) καθετί που αποβλέπει στον εξωραϊσμό, την ωραιοποίηση: αφήγηση λιτή, χωρίς ~α (= στολίδια, φτιασίδια). [< 1: αρχ. ψιμύθιον] | |
58016 | ψιμυθιολόγος | ψι-μυ-θι-ο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.) (επίσ.): μακιγιέρ, μακιγιέζ. | |
58017 | ψιμυθίωση | ψι-μυ-θί-ω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): μακιγιάζ. | |
58018 | ψιτ | επιφών. & (σπάν.) πσστ: για προσέλκυση της προσοχής κάποιου, συνήθ. άγνωστου: Ε, ~, εσύ, να σου πω! [< λ. ηχομιμητ., γαλλ. psitt, psst, αγγλ. psst] | |
58019 | ψιττακός | ψιτ-τα-κός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): ΟΡΝΙΘ. παπαγάλος. [< μτγν. ψιττακός] | |
58020 | ψιττάκωση | ψιτ-τά-κω-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) ψιττακίαση: ΙΑΤΡ. οξεία λοιμώδης νόσος των πτηνών (συντροφιάς), η οποία μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο: το χλαμύδιο της ~ης (Chlamydia psittaci). Βλ. ζωονόσος. [< γαλλ. psittacose, αγγλ. psittacosis] | |
58021 | ψίχα | ψί-χα ουσ. (θηλ.) 1. το μαλακό κομμάτι του ψωμιού, το οποίο συνήθ. περιβάλλεται από την κόρα. 2. (κατ' επέκτ.) το μαλακό εσωτερικό μέρος ξηρών καρπών, φρούτων, λαχανικών ή θαλασσινών: ~ αμυγδάλου (= αμυγδαλόψιχα)/καρυδιού (= καρυδόψιχα).|| Η ~ της μελιτζάνας. ~ες από ντομάτες. ΣΥΝ. σάρκα.|| Η ~ του αστακού (= ψαχνό). Βλ. καβουρό-, καραβιδό-ψιχα.|| Η ~ του κορμού (πβ. εντεριώνη). 3. (σπάν.-μτφ.-λαϊκό) πολύ μικρή ποσότητα: μια ~ (= σταλιά) φαΐ. Πβ. ψιχίο. ● ψίχες (οι) (λαϊκό): ψίχουλα: ~ ψωμιού. [< μεσν. ψίχα] | |
58022 | ψιχάλα | ψι-χά-λα ουσ. (θηλ.): σταγόνα βροχής: αραιές/χοντρές ~ες. Άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ~ες. Πβ. σταλιά. Βλ. κατακρημνίσματα, ψεκάδες. [< μεσν. ψιχάλα] | |
58023 | ψιχαλίζει | ψι-χα-λί-ζει ρ. (αμτβ.) {ψιχάλι-σε, ψιχαλί-σει, ψιχαλίζ-οντας}: πέφτουν ψιχάλες, ψιλοβρέχει. [< μεσν. ψιχαλίζει] | |
58024 | ψιχάλισμα | ψι-χά-λι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψιχαλίζει. Πβ. ψιλόβροχο. | |
58025 | ψιχίο | ψι-χί-ο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λόγ.): ψίχουλο ψωμιού. ● ψιχία (τα) (μτφ.-λόγ.): ελάχιστη ποσότητα: (συνήθ. για χρηματική αμοιβή:) Παίρνει ~ (= πενταροδεκάρες).|| ~ ελπίδας (= ψήγματα). ΣΥΝ. ψίχουλα [< μτγν. ψιχίον < ψίξ, γεν. ψιχός] | |
58026 | ψίχουλο | ψί-χου-λο ουσ. (ουδ.): πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, τρίμμα. Πβ. ψίχες. ΣΥΝ. ψιχίο ● ψίχουλα (τα) (μτφ.): πολύ μικρή ποσότητα: (συνήθ. για χρηματική αμοιβή:) Του δίνουν/παίρνει/πληρώνεται με ~ (= πενταροδεκάρες). Δουλεύει για ~ (= ξεροκόμματα).|| ~ ανθρωπιάς. ΣΥΝ. ψιχία [< μεσν. ψίχουλον] | |
58028 | ψιψίνα | ψι-ψί-να ουσ. (θηλ.) (οικ.): γάτα. |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ