Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58440-58460]

IDΛήμμαΕρμηνεία
58029ψόγοςψό-γος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κατηγορία (εναντίον κάποιου), μομφή: Η κριτική/παρατήρησή μου δεν αποτελεί ~ο (για το εργο σου). Πβ. αποδοκιμασία, επί-, κατά-κριση. ΑΝΤ. έπαινος (1) ● ΦΡ.: ουδείς ψόγος: τίποτα το μεμπτό, το κατακριτέο (δεν υπάρχει): Για την τακτική που ακολουθούν/περί των αποφάσεών τους, ~ ~. Βλ. άψογος. [< αρχ. ψόγος]
58030ψοΐτηςψο-ΐ-της ουσ. (αρσ.): στο ● ΣΥΜΠΛ.: ψοΐτης μυς: ΑΝΑΤ. καθένας από τους δύο μυς που εκφύονται από τον τελευταίο θωρακικό και τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους και καταφύονται στο μηριαίο οστό: ελάσσων/μείζων ~. [< μτγν. ψοΐτης, γαλλ.-αγγλ. psoas]
58031ψοφάωβλ. ψοφώ
58032ψοφίμιψο-φί-μι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. πτώμα ζώου: Τα τσακάλια τρέφονται με ~ια. Πβ. θνησιμαίο, κουφάρι. ΣΥΝ. θρασίμι (1), λέσι (1) 2. (μτφ.-μειωτ.) αδύναμος, εξουθενωμένος, χωρίς νεύρο.
58033ψόφιος, ια, ιο ψό-φιος επίθ. (προφ.) 1. (μτφ.-εμφατ.) εξαντλημένος, εξουθενωμένος, κατάκοπος: ~ απ' την/στην κούραση. Γύρισε ~ απ' τη δουλειά. ΣΥΝ. πεθαμένος (3), πτώμα (2), ρετάλι (2) 2. (μτφ.) άνευρος, άτονος, νωθρός: Είναι εντελώς ~!|| ~ια τα πράγματα σήμερα (: δεν κινείται τίποτα). Πβ. νωχελικός. 3. (κυρ. για ζώο) νεκρός: ~ιο: σκυλί. ~ια: ψάρια. Πβ. θνησιμαίος. ● ΦΡ.: άσ' τα ψόφια! (προφ.): άφησε τις υπεκφυγές, μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις, δεν με πείθεις: ~ ~ και πες μου την αλήθεια! Πβ. αλλού αυτά! ΣΥΝ. άσε τα σάπια!, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό βλ. κοριός
58034ψοφοδεής, ής, ές ψο-φο-δε-ής επίθ. {ψοφοδε-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.): φοβητσιάρης· κατ' επέκτ. άτολμος, δειλός. [< αρχ. ψοφοδεής]
58035ψοφόκρυοψο-φό-κρυ-ο ουσ. (ουδ.) (προφ.): έντονο κρύο, παγωνιά: Έχει/κάνει (ένα) ~. ΣΥΝ. ψόφος (1)
58036ψοφολογώ[ψοφολογῶ] ψο-φο-λο-γώ ρ. (αμτβ.) {ψοφολογ-άει κ. -ά | ψοφολόγ-ησε} (λαϊκό) 1. (μειωτ.) είμαι ετοιμοθάνατος, χαροπαλεύω. || (κατ' επέκτ.) ~άνε απ' την πείνα (= ψωμολυσσάνε).|| (μτφ.) Σε μια χώρα που ~άει, ... 2. ξεπαγιάζω: ~ήσαμε απ' το κρύο (= ξυλιάσαμε, πουντιάσαμε).
58037ψόφοςψό-φος ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.-προφ.) έντονο κρύο, παγωνιά: Κάνει ~ο έξω. Πβ. ψύχος. ΣΥΝ. ψοφόκρυο 2. (λαϊκό-μειωτ.) θάνατος. || (ως κατάρα:) (Που) κακό ~ο να 'χει(ς)! ● ΦΡ.: κακό σκυλί ψόφο δεν έχει βλ. σκυλί [< αρχ. ψόφος]
58038ψοφώ[ψοφῶ] ψο-φώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ψοφ-άς ..., -ώντας | ψόφ-ησα, -ήσει} & ψοφάω (προφ.) 1. (για ζώο ή μειωτ. για άνθρωπο) πεθαίνω. 2. (μτφ.-εμφατ.) εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, ταλαιπωρούμαι: ~ησα (= είμαι ψόφιος) απ' την κούραση (πβ. κλατάρω). ~ησε στη δουλειά/στο κρύο (= ξεπάγιασε, ξύλιασε).|| Μας ~ησε (= ξεθέωσε, τάραξε, τρέλανε) στο περπάτημα. 3. (μτφ.-εμφατ.) επιθυμώ διακαώς κάτι, έχω πάθος, τρελαίνομαι για αυτό: ~άω να μάθω τι συνέβη! ~άει για γλυκά/δημοσιότητα/καβγά/κουβέντα. Πβ. λατρεύω, λαχταρώ. 4. (μτφ.-εμφατ.) κάνω ή νιώθω κάτι έντονα, υπερβολικά: ~ησα στα γέλια (= γέλασα πάρα πολύ).|| Πες μου, ~άω από περιέργεια! ● ΦΡ.: πεθαίνω/ψοφώ της πείνας/από την πείνα βλ. πείνα, πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε/πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε βλ. πέρυσι, πήγε/πέθανε/ψόφησε σαν το σκυλί στ' αμπέλι βλ. σκυλί, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε; βλ. έρμος [< μτγν. ψοφῶ, μεσν. ψοφώ, γαλλ. crever]
58039ψυγείο[ψυγεῖο] ψυ-γεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρική συσκευή με τη μορφή θαλάμου εξοπλισμένου με ψυκτικό μηχανισμό, για τη συντήρηση και κατάψυξη προϊόντων, κυρ. τροφίμων και ποτών: δίπορτο/εντοιχιζόμενο/επαγγελματικό/οικιακό/οικολογικό ~. ~ με καταψύκτη (= ψυγειοκαταψύκτης). ~-βιτρίνα/ντουλάπα. ~ ενεργειακής κλάσης Α/υγραερίου/χωρητικότητας ... λίτρων. Ο θερμοστάτης/τα ράφια του ~ου. Μαγνητάκια ~ου. Γλυκά/είδη ~ου (: διατηρούνται εντός ~ου). Βάζω το κρέας/τα λαχανικά/το τυρί στο ~ (: για να μη χαλάσει). Βάζω νερό από το ~ (= κρύο). Αφήνουμε το μείγμα στο ~, να παγώσει. (παλαιότ.) ~ πάγου (= παγωνιέρα). Βλ. από-, κατά-ψυξη, λευκές συσκευές, ψυκτήρας.|| (συνεκδ., το περιεχόμενό του:) Έφαγε όλο το ~!|| (μτφ.-κυρ. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) Θέματα ~ου (= ανεπίκαιρα· ΑΝΤ. φρέσκος). 2. (μτφ.-προφ.) ψυχρός χώρος: Κλείσε κανένα παράθυρο, το δωμάτιο είναι ~! ΑΝΤ. φούρνος. 3. ΤΕΧΝΟΛ. ψυκτικός θάλαμος για τη συντήρηση και συνήθ. μεταφορά προϊόντων που αλλοιώνονται εύκολα: αυτοκίνητο/φορτηγό-~. Πλοίο-~.|| Αποθήκες-~α (κρεάτων). 4. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή ή σύστημα ψύξης, που προστατεύει τις μηχανές εσωτερικής καύσης από την ανάπτυξη υψηλών θερμοκρασιών: το ~ του αυτοκινήτου. Ανεμιστήρας/(αντιψυκτικό) υγρό (= παραφλού) ~ου. ~α λαδιού/νερού. Βλ. εναλλάκτης, συμπυκνωτής. ● Υποκ.: ψυγειάκι (το): συνήθ. στη σημ. 1: μίνι/φορητό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: σαλάμι ψυγείου βλ. σαλάμι ● ΦΡ.: στο ψυγείο/στην κατάψυξη & σε βαθιά κατάψυξη (μτφ.-προφ.) 1. για κάτι που παραμένει στάσιμο· για πρόσωπο που τίθεται στο περιθώριο: Το θέμα έχει μπει ~ ~ (: στο αρχείο/ντουλάπι).|| Τον έχουν βάλει ~ ~.|| ~ ~ οι σχέσεις των δύο χωρών (= παγωμένες, ψυχραμένες). ΣΥΝ. στον πάγο 2. για επικράτηση πολύ χαμηλών θερμοκρασιών: ~ ~ η χώρα λόγω του χιονιά. [< 1: γαλλ. au réfrigérateur] [< μτγν. ψυγεῖον 'αγγείο για την ψύξη του νερού' 1: γαλλ. réfrigérateur, frigo, 1915, frigidaire, 1920, αγγλ. refrigerator, fridge, 1926 4: αγγλ. radiator, γαλλ. radiateur]
58040ψυγειοκαταψύκτηςψυ-γει-ο-κα-τα-ψύ-κτης ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. ψυγείο με ξεχωριστούς θαλάμους για την ψύξη και κατάψυξη τροφίμων: εντοιχιζόμενος ~. [< αγγλ. refrigerator/freezer, γαλλ. réfrigérateur-congélateur]
58041ψυκτήραςψυ-κτή-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή για την ψύξη υγρών· ο θάλαμος ψύξης του ψυγείου. Βλ. -τήρας. 2. ΤΕΧΝΟΛ. επιστημονικό όργανο που αποτελείται από έναν εσωτερικό κύλινδρο, στον οποίο εισέρχονται και υγροποιούνται οι ατμοί, και έναν εξωτερικό με δύο ανοίγματα για την είσοδο και έξοδο του ψυκτικού μέσου· λειτουργεί ως εναλλάκτης θερμότητας: κάθετος ~. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο με σφαιρικό σώμα, ψηλή και σχετικά λεπτή κυλινδρική βάση, μέσα στο οποίο διατηρούσαν κρύο το κρασί. [< 1: γαλλ. (appareil) réfrigérant, αγγλ. refrigerator 2: αγγλ. reflux condenser, γαλλ. réfrigérant à reflux 3: αρχ. ψυκτήρ]
58042ψύκτηςψύ-κτης ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή παροχής κυρ. κρύου πόσιμου νερού, η οποία τοποθετείται συνήθ. σε μαζικούς χώρους: επιτραπέζιος ~. ~ δαπέδου. Βλ. κατα~.|| (κατ' επέκτ.) ~ κρασιού/μπίρας/χυμών. [< αγγλ. cooler]
58043ψυκτικός, ή, ό ψυ-κτι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που παράγει ψύχος ή σχετίζεται με την παραγωγή του: ~ός: εξοπλισμός. ~ό: αέριο (βλ. φρέον, χλωροφθοράνθρακας)/κύκλωμα/μηχάνημα/υγρό. ~οί: θάλαμοι (συντήρησης και κατάψυξης). ΑΝΤ. θερμαντικός. ● Ουσ.: ψυκτικός (ο): τεχνικός ο οποίος είναι ειδικός στην εγκατάσταση και επιδιόρθωση ψυκτικών συσκευών και γενικότ. συστημάτων ψύξης. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυκτικό μέσο: ψυκτική ουσία, σε υγρή ή αέρια μορφή, η οποία χρησιμοποιείται σε συσκευές για να απορροφά τη θερμότητα μέσα από τη διαδικασία του ψυκτικού κύκλου. [< αγγλ. refrigerant, coolant, 1915] , ψυκτικός κύκλος: ο πλήρης κύκλος που κάνει το ψυκτικό μέσο, καθώς περνά από τα στάδια της εξάτμισης, συμπίεσης και υγροποίησης, και ο οποίος διακρίνεται από αλλαγές στη θερμοκρασία και την πίεση. [< αρχ. ψυκτικός ‘αυτός που δροσίζει’]
58044ψύκτραψύ-κτρα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. είδος ανεμιστήρα, συνήθ. από αλουμίνιο, ο οποίος μειώνει τη θερμοκρασία που αναπτύσσεται στο εσωτερικό μηχανήματος: αθόρυβη ~. ~ κάρτας γραφικών/μνήμης. ~ες επεξεργαστών. [< μτγν. ψύκτρα 'πλέγμα για την αποξήρανση των σύκων', αγγλ. cooler]
58045ψυλλιάζομαιψυλ-λιά-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {ψυλλιά-στηκα, -στεί, -σμένος} (προφ.): υποπτεύομαι, υποψιάζομαι: Το ~στηκα ότι ... Κάτι είχα ~στεί, αλλά δεν ήμουν σίγουρος. Πβ. μυρίζ-, οσμίζ-ομαι. ● ΦΡ.: την ψυλλιάστηκα (τη δουλειά): το κατάλαβα, το αντιλήφθηκα: Προσπάθησαν να τον ξεγελάσουν, αλλά την ~ηκε ~. Από την αρχή την ψυλλιάστηκα ότι ήταν απατεώνας.
58046ψύλλοςψύλ-λος ουσ. (αρσ.): κοινή ονομασία άπτερων εντόμων τα οποία ζουν παρασιτικά στα ζώα και τους ανθρώπους και τρέφονται με το αίμα τους. ● ΦΡ.: για ψύλλου πήδημα (προφ.): για ασήμαντη αφορμή, με το παραμικρό: Εκνευρίζεται ~ ~., καλιγώνει/πεταλώνει τον ψύλλο (μτφ.-προφ.): για άτομο πανέξυπνο και πολύ πονηρό. , μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά (μτφ.-προφ.): έχω υποψίες για κάτι/με έκανε να υποψιαστώ: Μου μπήκαν ~ ότι πλαστογράφησε τα δικαιολογητικά. Το τηλεφώνημά του μου έβαλε ~., ούτε ψύλλος στον κόρφο του (προφ.): δεν θα ήθελα με τίποτα να είμαι στη δυσχερή θέση του, να μου συμβεί ό,τι συμβαίνει σε αυτόν., (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα βλ. άχυρο [< αρχ. ψύλλος]
58047ψύξηψύ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία και το αποτέλεσμα μείωσης της θερμοκρασίας σώματος ή χώρου με τεχνητό τρόπο· ειδικότ. η θερμοκρασία ψυκτικού θαλάμου· συνεκδ. ο ίδιος ο θάλαμος: βιομηχανική/ενδοδαπέδια/επαγγελματική/ηλιακή ~. Δίκτυο/κυκλώματα/πτερύγια/πύργοι/συσκευή/συστήματα ~ης. ~ με υγρό άζωτο/φρέον. Αντλίες νερού ~ης. Κλιματιστικό/μονάδα ~ης. ~ του κινητήρα. Ανεμιστήρας για ~ επεξεργαστών (πβ. ψύκτρα). ~ του κρέατος/του νερού (πβ. κατάψυξη, πάγωμα· ΑΝΤ. απόψυξη). Δεξαμενή ~ης γάλακτος (βλ. παγολεκάνη). ΑΝΤ. θέρμανση.|| Το μαγειρεμένο φαγητό διατηρείται στην ~. Πβ. συντήρηση. Βλ. υδρόψυξη. 2. (προφ.) διαταραχή των μυών ή των νεύρων, η οποία οφείλεται στην έκθεση του σώματος σε κρύο ή ψυχρό ρεύμα, με συμπτώματα τον πόνο, τη δυσκαμψία ή σπανιότ. την παραμόρφωση: ~ στον αυχένα/στην πλάτη. Κλείσε το παράθυρο, θα πάθω ~. Βλ. μυαλγία, πιάσιμο. [< αρχ. ψῦξις]
58048ψυχαγωγίαψυ-χα-γω-γί-α ουσ. (θηλ.): ευχαρίστηση που επιτυγχάνεται κυρ. μέσα από δημιουργικούς τρόπους αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου: διαδραστική/οικιακή/οπτικοακουστική ~. Το βιβλίο/το παιχνίδι/η πεζοπορία/το ποδήλατο/ο χορός ως μέσο ~ας (βλ. χόμπι). Αίθουσα/πάρκο (βλ. θεματικό πάρκο, λούνα παρκ) ~ας. Χώροι ~ας για παιδιά (βλ. παιδική χαρά, παιδότοπος). Ταξίδια για λόγους ~ας. Τα σπορ προσφέρουν γνήσια/ουσιαστική ~. Πβ. αναψυχή, διασκέδαση, τέρψη. [< μτγν. ψυχαγωγία ‘τέρψη της ψυχής, απόλαυση’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.