Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58460-58480]

IDΛήμμαΕρμηνεία
58049ψυχαγωγικός, ή, ό ψυ-χα-γω-γι-κός επίθ.: που ψυχαγωγεί ή σχετίζεται με την ψυχαγωγία: ~ή: εκπομπή (βλ. επιμορφωτικός). ~ό: θέαμα/(τηλεοπτικό) κανάλι/κέντρο/μαγκαζίνο. ~ές: δραστηριότητες/εκδηλώσεις/παραστάσεις (για παιδιά)/υπηρεσίες. ~ά: αθλήματα/μέσα/παιχνίδια (βλ. επιτραπέζιο). Ενασχολήσεις ~ού χαρακτήρα. Εκπαιδευτική και ~ή χρήση του ίντερνετ. Ενημερωτικό και ~ό πρόγραμμα (βλ. ινφοτέινμεντ). Για ~ούς λόγους/σκοπούς. Πβ. διασκεδαστικός. [< αρχ. ψυχαγωγικός 'θελκτικός', γαλλ. psychagogique, αγγλ. psychagogic]
58050ψυχαγωγόςψυ-χα-γω-γός ουσ. (αρσ.) 1. {κ. θηλ.} (λόγ.) επαγγελματίας που ψυχαγωγεί το κοινό: ~ παιδιών (βλ. κλόουν). Πβ. διασκεδαστής. Βλ. -αγωγός. ΣΥΝ. ανιματέρ, εμψυχωτής, εμψυχώτρια (3) 2. ΜΥΘ. (προσωνυμία του Ερμή) ψυχοπομπός. [< 2: αρχ. ψυχαγωγός, γαλλ.-αγγλ. psychagogue 1: γαλλ. animateur]
58051ψυχαγωγώ[ψυχαγωγῶ] ψυ-χα-γω-γώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψυχαγωγ-εί, -ώντας | -ησε, -ήσει, -ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: προσφέρω ψυχαγωγία: ~εί τους θεατές/το κοινό (βλ. ανιματέρ, εμψυχωτής, ψυχαγωγός). Επιτραπέζια παιχνίδια που ~ούν. Πβ. διασκεδάζω, τέρπω. [< μτγν. ψυχαγωγῶ ‘οδηγώ τις ψυχές των νεκρών στον Άδη, θέλγω’]
58052ψυχάκιαςψυ-χά-κιας ουσ. (αρσ.) (νεαν. αργκό): ψυχανώμαλος. Βλ. -άκιας.
58053ψυχαναγκασμόςψυ-χα-να-γκα-σμός ουσ. (αρσ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. επίμονα επαναλαμβανόμενες πράξεις ή συμπεριφορές, οι οποίες απαιτούν πολύ χρόνο και στις οποίες προβαίνει ακούσια ένα άτομο, παρά το γεγονός ότι του προκαλούν δυσφορία και τις αναγνωρίζει ως παράλογες και υπερβολικές, επειδή με αυτόν τον τρόπο εκτονώνεται από το άγχος που του προκαλούν επίμονες σκέψεις (ιδεοληψίες): ο ~ του συνεχούς ελέγχου (: αν είναι κλειστή η ηλεκτρική κουζίνα, η πόρτα)/της καθαριότητας/του εντατικού πλυσίματος των χεριών (βλ. τελετουργία). Πβ. εμμονή. Βλ. ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.|| (προφ.) Τι ~ είναι αυτός να ταλαιπωρείς έτσι τον εαυτό σου; ΣΥΝ. καταναγκασμός (2) [< αγγλ. compulsion, 1913, γαλλ. ~, γερμ. Zwang]
58054ψυχαναγκαστικός, ή, ό ψυ-χα-να-γκα-στι-κός επίθ.: ΨΥΧΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον ψυχαναγκασμό: ~ή: διαταραχή (= ιδεοψυχαναγκαστική)/νεύρωση/συμπεριφορά (: έμμονη)/τάση (βλ. μονομανία)/υπερφαγία. ~ές: πράξεις. ΣΥΝ. καταναγκαστικός. Βλ. ιδεοληπτικός.|| (για πρόσ.) Είναι ~. ● επίρρ.: ψυχαναγκαστικά [< αγγλ. compulsive, 1902, γαλλ. compulsive, πριν από το 1929, γερμ. zwangs-]
58055ψυχανάλυσηψυ-χα-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. μορφή ψυχοθεραπείας η οποία αναπτύχθηκε από τον Φρόυντ και βασίζεται στην τεχνική των ελεύθερων συνειρμών και των γλωσσικών παραδρομών, αλλά και στη συμβολική ανάλυση των ονείρων, προκειμένου ο ψυχοθεραπευτής να διερευνήσει κυρ. τους ασυνείδητους μηχανισμούς που θεωρούνται ότι αποτελούν τα βασικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς: Κάνει ~. Πβ. ψυχολογία του βάθους. Βλ. αντιψυχιατρική, αυτοανάλυση, ψυχοσύνθεση. [< γερμ. Psychoanalyse, γαλλ. psychanalyse, 1909, αγγλ. psych(o)analysis, 1906]
58056ψυχαναλυτής, ψυχαναλύτριαψυ-χα-να-λυ-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχανάλυση: το ντιβάνι του ~ή. Πβ. ψυχοθεραπευτής. Βλ. ψυχίατρος. [< γερμ. Psychoanalytiker, γαλλ. psychanalyste, 1912, αγγλ. psychoanalyst, 1911]
58057ψυχαναλυτικός, ή, ό ψυ-χα-να-λυ-τι-κός επίθ.: ΨΥΧΑΝ. που σχετίζεται με την ψυχανάλυση ή αναφέρεται σε αυτήν: ~ός: θεραπευτής (= ψυχαναλυτής). ~ή: θεωρία/μέθοδος/μελέτη/προσέγγιση/σκέψη. ~ό: κίνημα/ντιβάνι.|| ~ή: ανάγνωση/ερμηνεία/κριτική (του κειμένου). ● επίρρ.: ψυχαναλυτικά [< γερμ. psychoanalytisch, γαλλ. psychanalytique, 1909]
58058ψυχαναλύωψυ-χα-να-λύ-ω ρ. (μτβ.) {ψυχαναλύ-σει, -θεί, -όμενος} (λόγ.): παρακολουθώ ασθενή, εφαρμόζοντας την ψυχαναλυτική μέθοδο.
58059ψυχανεμίζομαιψυ-χα-νε-μί-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {ψυχανεμί-στηκα, -στεί} (προφ.): υποψιάζομαι κάτι διαισθητικά, προαισθάνομαι: ~στηκε το αρνητικό κλίμα και αποχώρησε. Πβ. διαισθάνομαι, μαντεύω.
58060ψυχανέμισμαψυ-χα-νέ-μι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): διαίσθηση, προαίσθημα.
58061ψυχανθή[ψυχανθῆ] ψυ-χαν-θή ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ψυχανθές, -ούς}: ΒΟΤ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών (επιστ. ονομασ. Papillionaceae), τα άνθη των οποίων μοιάζουν με πεταλούδα. Βλ. βίκος, κουκιά, λαθούρι, λούπινο, μπιζελιά, ρεβιθιά, ρόβι, σόγια, τριφύλλι, φακή, φασολιά. [< γαλλ. papilionacées]
58062ψυχανωμαλίαψυ-χα-νω-μα-λί-α ουσ. (θηλ.) (προφ.-μειωτ.): ψυχική διαταραχή. Βλ. διαστροφή.|| Τι ~ είναι αυτή; Κάνει κρύο κι εσύ φοράς κοντομάνικο; Πβ. λόξα.
58063ψυχανώμαλος, η, ο ψυ-χα-νώ-μα-λος επίθ./ουσ. (προφ.-μειωτ.): ψυχικά διαταραγμένος. Πβ. ψυχάκιας.
58064ψυχάραψυ-χά-ρα ουσ. (θηλ.) (αργκό): που έχει ψυχικό σθένος ή/και φιλότιμο· μαχητής. ● βλ. ψυχή
58065ψυχασθένειαψυ-χα-σθέ-νει-α ουσ. (θηλ.): ψυχική ασθένεια· (παλαιότ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) νεύρωση με κύρια χαρακτηριστικά το άγχος, τις εμμονές και τις φοβίες. Πβ. νευρασθένεια, ψυχοπάθεια. Βλ. κατάθλιψη, παράνοια, σχιζοφρένεια. [< γαλλ. psychasthénie, αγγλ. psychasthenia, 1900]
58066ψυχασθενής, ής, ές ψυ-χα-σθε-νής επίθ./ουσ.: ψυχικά ασθενής: ~ής: δολοφόνος. ~είς: εγκληματίες. ~ή: άτομα.|| (ως ουσ.) Άσυλο ~ών. Πβ. διαταραγμένη προσωπικότητα, ψυχοπαθής. [< γαλλ. psychasthénique, αγγλ. psychasthenic, 1901]
58067ψυχασθενικός, ή, ό ψυ-χα-σθε-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ψυχασθένεια. [< γαλλ. psychasthénique, αγγλ. psychasthenic, 1901]
58068ψυχεδέλειαψυ-χε-δέ-λει-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) ψυχεδελισμός 1. ψυχική κατάσταση που προκαλείται από τη χρήση παραισθησιογόνων. 2. ΜΟΥΣ. είδος ροκ μουσικής με κυρίαρχα στοιχεία την ηλεκτρική κιθάρα, τα κίμπορντς και τις μεγάλης διάρκειας συνθέσεις ονειρικού-υπνωτικού χαρακτήρα. 3. (γενικότ. στην Τέχνη) κάθε έκφραση των παραισθητικών εμπειριών που προκαλούνται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονα χρώματα ή/και ονειρικές εικόνες: η ~ στη μόδα (: φωτεινά χρωματιστά μοτίβα). Ταινία με στοιχεία ~ας. [< αγγλ. psychedelia, 1967, γαλλ. psychédélisme, 1966]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.