Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58480-58500]

IDΛήμμαΕρμηνεία
58069ψυχεδελικός, ή, ό ψυ-χε-δε-λι-κός επίθ. 1. (για ουσία) που προκαλεί αλλοίωση της συνείδησης, διαστρέβλωση της αντίληψης και ψευδαισθήσεις, που σχετίζεται με την ψυχεδέλεια: ~ά: ναρκωτικά/φάρμακα. Πβ. παραισθησιογόνος. Βλ. ελ ες ντι, μεσκαλίνη.|| ~ή: εμπειρία. 2. (κυρ. για μουσική ή ζωγραφική) που αναπαράγει διαστρεβλωμένες εμπειρίες, κυρ. ήχους ή εικόνες, όμοιες με αυτές που προκαλεί η χρήση των σχετικών ουσιών: ~ή: τέχνη. ~ό: ροκ. ~ά: χρώματα. ● επίρρ.: ψυχεδελικά [< αγγλ. psychedelic, 1957 < αρχ. ψυχή + δῆλος ‘φανερός’, γαλλ. psychédélique, 1967]
58070ψυχή

ψυ-χή ουσ. (θηλ.) 1. η άυλη, πνευματική ουσία του ανθρώπου, που θεωρείται ότι είναι αθάνατη· γενικότ. η άυλη και άφθαρτη ουσία κάθε όντος: ειρήνη της ~ής. Η ~ δίνει ζωή στο σώμα.|| Κάθαρση/λύτρωση/σωτηρία της ~ής. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο σωτήρας των ~ών (: ο Θεός). Προσεύχομαι για την ~ κάποιου. Δέηση για την ~ του ... Παρέδωσε την ~ του στον Κύριο (= πέθανε· βλ. πνεύμα). (ως ευχή για πεθαμένο:) Ο Θεός να/ας αναπαύσει την ~ του.|| (σε όρκο:) Στην ~ της μάνας/του πατέρα μου!|| (ΦΙΛΟΣ.) Καθολική/παγκόσμια ~ (πβ. ψυχή του κόσμου).|| (ΜΥΘ.) Η Ψυχή και ο Έρωτας.|| Η ~ των ζώων. 2. (ειδικότ.) η ηθική και συναισθηματική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη βιολογική και διανοητική του υπόσταση: αβυσσαλέα/αγγελική/αγνή/αδάμαστη/αδούλωτη/ελεύθερη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/μαύρη/παιδική/περήφανη (βλ. φρόνημα)/σκληρή/σκοτεινή ~. Οι αρετές/η γαλήνη/η δύναμη/η ευγένεια/η ηρεμία/η καλλιέργεια/η κατάσταση/το μεγαλείο/η ομορφιά/ο πόνος/η υγεία της ~ής. Το τραγούδι άγγιξε την ~ μου (: με συγκίνησε βαθύτατα). Έχει καλή/κακή ~ (= καρδιά· πβ. καλό-/κακό-ψυχος). Η αμαρτία βαραίνει την ~ (βλ. συνείδηση). Κάποιος/κάτι γεμίζει την ~ μας με θλίψη/χαρά. Πόνεσε η ~ μου που την είδα να κλαίει (: στενοχωρήθηκα πολύ). Το ευχαριστήθηκε/χάρηκε η ~ μου! Το αληθινό ταλέντο βγαίνει/πηγάζει από την ~. Με τα μάτια της ~ής.|| H λαϊκή ~. 3. άνθρωπος, ζωή· ειδικότ. εμψυχωτής: αδικοχαμένες/μοναχικές/νεανικές/πληγωμένες ~ές. Πόλη δύο εκατομμυρίων ~ών (= κατοίκων). Χάθηκαν τόσες αθώες ~ές! Τι να κάνει άραγε αυτή η ~;|| Δεν υπήρχε ~ τριγύρω. Σε αυτό το μέρος τον χειμώνα δεν πατάει ~.|| (μτφ.) Είναι η ~ του αγώνα. Το εμπορικό κέντρο είναι η ~ της πόλης. 4. {χωρ. πληθ.} παλικαριά, θάρρος: το μεγαλείο της ελληνικής ~ής. Δείξαμε ~ και νικήσαμε. Θέλει ~ (= κότσια) ν' αψηφάς τον κίνδυνο. Είναι ομάδα με ~. Είχαν ~ και πάλεψαν μέχρι τέλους εναντίον των κατακτητών (: ήταν ψυχωμένοι, ανδρείοι· βλ. δειλός, άνανδρος). Πβ. αγωνιστικ-, μαχητικ-ότητα, σθένος. 5. ΤΕΧΝΟΛ. το κεντρικό ή βασικό τμήμα αντικειμένου ή κατασκευής, συνήθ. δοκού, σιδηροτροχιάς: αγωγοί/συρματόσχοινα με χαλύβδινη ~. ● Υποκ.: ψυχάκι (το) (οικ.): πρόσωπο αγαπημένο, κοντινό ή για το οποίο τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης., ψυχούλα (η): καλοσυνάτος άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανιδιοτέλεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχή του κόσμου & κοσμική ψυχή: ΦΙΛΟΣ. (κατά τους πρώτους φιλοσόφους) η ζωοποιός δύναμη του κόσμου., αδελφή ψυχή βλ. αδελφός, η αθανασία της ψυχής βλ. αθανασία, η ψυχή της παρέας βλ. παρέα, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) (προφ.): δημιουργώ, κάνω κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, με όρεξη και διάθεση: ~ει ~ σ' αυτό που κάνει., βγαίνει η ψυχή (κάποιου) (προφ.): πεθαίνει: Κόντεψε να βγει ~ του., για την ψυχή της μάνας μου (συνήθ. ειρων.): για να τονιστεί ότι κάτι γίνεται αφιλοκερδώς και ανυστερόβουλα: Το κάνουν για το κέρδος, δεν στήνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ~ ~ τους. Πβ. δωρεάν, τζάμπα. ΑΝΤ. με το αζημίωτο., δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι): κάνω τα πάντα., δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι αρέσει πολύ σε κάποιον: Δώσ' του γλυκά/κουτσομπολιό ~ ~!, ένα σώμα, μια ψυχή: για να δηλωθεί απόλυτη ενότητα, σύμπνοια: Είμαστε/έχουμε γίνει ~ ~!, και οι ... έχουν ψυχή (προφ.-χιουμορ.): ακόμα και όσοι υποτιμούνται έχουν συναισθήματα και δικαιώματα., με όλη μου την ψυχή/την καρδιά (προφ.): με κάθε ειλικρίνεια, ολόψυχα: Σ' ευχαριστώ ~ ~! Σου εύχομαι/σε παρακαλώ ~ ~ να ... Θέλω κάτι ~ ~. Τον αγαπούσα ~ ~. ΣΥΝ. από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με την ψυχή μου (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλαυση, ευχαρίστηση σε πολύ μεγάλο βαθμό: Γλέντησα/χόρεψα ~ ~. Πανηγύρισε ~ ~ του., μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! (προφ.): (για κάτι δυσάρεστο) ό,τι πρόκειται να συμβεί, ας συμβεί μια ώρα νωρίτερα., πιάνεται/πιάστηκε η ψυχή μου (προφ.): στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγωνιώ: Πιάνεται ~ ~ που σε βλέπω να κουράζεσαι. ~στηκε ~ όταν είδα ..., ταξίδι ψυχής 1. που έχει ως στόχο την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών: ~ ~ στις ρίζες του (= στον τόπο καταγωγής του). 2. (μτφ.) εσωτερική αναζήτηση, ταξίδι με τον νου σε διαφορετικούς τόπους ή καταστάσεις: Η Τέχνη αποτελεί ~ ~., τι ψυχή έχει (κάτι); (οικ.): δεν έχει καμιά αξία ή σημασία: Δεν ήπια και πολύ, ~ ~ ένα ποτηράκι;, τι ψυχή θα παραδώσεις;: (σε κάποιον που διαπράττει κάτι κακό ή και χιουμορ.) δεν φοβάσαι την ώρα της Κρίσεως;, τρέμει η ψυχή μου (μτφ.-προφ.): ανησυχώ πολύ, φοβάμαι υπερβολικά: ~ ~ μην πάθει κανένα κακό. ΣΥΝ. βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου, ψυχή ζώσα (λόγ.-εμφατ.): κανένας: Δεν κυκλοφορεί/δεν υπάρχει ~ ~., ψυχή τε και σώματι (λόγ.) & ψυχή και σώμα: ολόψυχα, ολοκληρωτικά: Του αφοσιώθηκε ~ ~. Αγωνίστηκε/συμμετέχει ~ ~. Τάχθηκε ~ ~ υπέρ του ..., ψυχή/ψυχούλα μου!: ως προσφώνηση με την οποία εκφράζεται αγάπη, τρυφερότητα, οικειότητα: ~ ~, μου λείπεις! ΣΥΝ. καρδιά/καρδούλα μου, άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)! βλ. άβυσσος, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εν βρασμώ ψυχής βλ. βρασμός, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με πόνο ψυχής βλ. πόνος, με την ψυχή στο στόμα βλ. στόμα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου 'φυγε η ψυχή βλ. φεύγω, ο Θεός και η ψυχή του! βλ. θεός, παρέδωσε το πνεύμα βλ. πνεύμα, παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) βλ. παρηγοριά, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου βλ. βαριέμαι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ ● βλ. ψυχάρα [< αρχ. ψυχή, 5 γερμ. Seele]

58071ψυχιατρείο[ψυχιατρεῖο] ψυ-χι-α-τρεί-ο ουσ. (ουδ.): θεραπευτικό ίδρυμα όπου νοσηλεύονται άτομα με ψυχικές διαταραχές. Πβ. τρελάδικο, τρελοκομείο. ΣΥΝ. φρενοκομείο [< γαλλ. hôpital psychiatrique]
58072ψυχιατρικήψυ-χι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Ψ): ΙΑΤΡ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη διάγνωση και αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών: βιολογική/κοινωνική ~. Βλ. -ιατρική, αντι~, νευρο~, παιδο~, τηλε~. [< γαλλ. psychiatrie, αγγλ. psychiatry]
58073ψυχιατρικός, ή, ό ψυ-χι-α-τρι-κός επίθ.: ΨΥΧΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην ψυχιατρική ή τον ψυχίατρο: ~ός: τομέας. ~ή: βοήθεια/κλινική. ~ό: άσυλο/νοσοκομείο. ~ά: προβλήματα/φάρμακα.|| ~ή Νοσολογία. Βλ. -ιατρικός, νευρο~, παιδο~. [< γαλλ. psychiatrique, αγγλ. psychiatric]
58074ψυχιατροδικαστικήψυ-χι-α-τρο-δι-κα-στι-κή ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο την αξιοποίηση ψυχιατρικών πορισμάτων σε δικαστικές υποθέσεις. [< αγγλ. forensic psychiatry]
58075ψυχιατροδικαστικός, ή, ό ψυ-χι-α-τρο-δι-κα-στι-κός επίθ.: ΨΥΧΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ψυχιατροδικαστική: ~ή: πραγματογνωμοσύνη. ~ά: ζητήματα.
58076ψυχίατροςψυ-χί-α-τρος ουσ. (αρσ. + θηλ.): γιατρός με ειδικότητα στην ψυχιατρική. Πβ. τρελογιατρός. Βλ. -ίατρος, νευρο~, παιδο~, ψυχαναλυτής. [< γαλλ. psychiatre, αγγλ. psychiatrist]
58077ψυχικόψυ-χι-κό ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): κάθε χάρη, προσφορά, ελεημοσύνη, ευεργεσία, που γίνεται ανιδιοτελώς: Κάνε ένα ~, φέρε μου λίγο νερό. Δώσ' του κάτι να φάει, ~ θα κάνεις. [< μεσν. ψυχικόν]
58078ψυχικός, ή, ό ψυ-χι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην ψυχή, στη συναισθηματική και ηθική πλευρά του ανθρώπου: ~ός: δεσμός/κλονισμός/κόσμος (= εσωτερικός)/πλούτος/πόνος. ~ή: ανανέωση/ανάπτυξη/αναστάτωση/ανθεκτικότητα/ανωτερότητα/αποξένωση/γαλήνη/διάθεση/διέγερση/δοκιμασία/δύναμη/ευημερία/ευφορία/ζωή/ηρεμία/ισορροπία/καλλιέργεια/κατάπτωση/κατάσταση/λειτουργία/πίεση/συμπαράσταση/ταλαιπωρία/ταραχή/υγιεινή/φόρτιση. ~ό: άλγος/δέσιμο/κενό/κόστος/μεγαλείο/ράκος/σθένος. ~οί: παράγοντες. ~ές: αρετές/εξάρσεις/επιπτώσεις/ικανότητες/παθήσεις. ~ά: αποθέματα/νοσήματα/οφέλη/συμπλέγματα/φαινόμενα (ΑΝΤ. φυσικά)/χαρίσματα. (Γνήσιος/καθαρός) ~ αυτοματισμός (βλ. υπερρεαλισμός). Βλ. νευρο~, πνευματ-, ψυχοσωματ-ικός.|| (καταχρ.) ~ές εμπειρίες (= μεταφυσικές, παρα-φυσικές, -ψυχικές). ΑΝΤ. σωματικός ● επίρρ.: ψυχικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχική ασθένεια & νόσος: ΨΥΧΙΑΤΡ. κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχές στη σκέψη, το συναίσθημα, τη συμπεριφορά αλλά και την επικοινωνία του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του και χρειάζεται ιατρική αντιμετώπιση: σοβαρή/χρόνια ~ ~. Βλ. σχιζοφρένεια, ψυχική/διανοητική διαταραχή, ψύχωση., ψυχική επαφή: αμοιβαία επικοινωνία, συναισθηματική σύνδεση, οικειότητα μεταξύ προσώπων: έλλειψη ~ής ~ής. Έχω ~ ~ με κάποιον. Του λείπει η ~ ~ και η αγάπη., ψυχική σύγκρουση {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΨΥΧΑΝ. κατάσταση κατά την οποία το άτομο βιώνει ασύμβατες μεταξύ τους επιθυμίες, απαιτήσεις ή ενορμήσεις: ασυνείδητες ~ές ~ούσεις. Επίλυση ~ών ~ούσεων (μέσω της ψυχοθεραπείας)., ψυχική υγεία: κατάσταση ψυχολογικής και συναισθηματικής ευεξίας, η οποία επιτρέπει στο άτομο να αξιοποιεί τις πνευματικές του δυνατότητες, να προσαρμόζεται στο κοινωνικό σύνολο και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής: σωματική και ~ ~. Κέντρο/κλινική (βλ. ψυχιατρείο)/μονάδα/υπηρεσίες ~ής ~ας., ψυχικό όργανο: ΨΥΧΑΝ. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων λειτουργιών του ανθρώπου, ο ψυχισμός: Βλ. αυτό, εγώ, υπερεγώ., ψυχικό τραύμα: επώδυνο βίωμα, το οποίο έχει συνήθ. μακροχρόνιες επιπτώσεις στον ψυχισμό του ατόμου: ανεξίτηλα/βαθιά ~ά ~ατα. Φροντίδα παιδιών με ~ά ~ατα. Βλ. σοκ, ψυχοτραυματολογία., ψυχική ανάταση βλ. ανάταση, ψυχική οδύνη βλ. οδύνη, ψυχική/διανοητική διαταραχή βλ. διαταραχή [< αρχ. ψυχικός, γαλλ. psychique, αγγλ. psychic]
58079ψυχισμόςψυ-χι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): τα ψυχικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου, ο εσωτερικός του κόσμος: ο ανθρώπινος/παιδικός (ή ο ~ των παιδιών) ~. Έχει ευαίσθητο/ευάλωτο/εύθραυστο ~ό. Δυσάρεστα γεγονότα που επέδρασαν αρνητικά στον/επηρέασαν τον ~ό του. Πβ. ψυχικό όργανο, ψυχολογία. Βλ. -ισμός. [< γερμ. Psychismus, γαλλ. psychisme, αγγλ. psychism]
58080ψυχο1- & ψυχ-α' συνθετικό με αναφορά 1. στον εσωτερικό κόσμο, τις ψυχικές ιδιότητες του ατόμου: ψυχ-αγωγώ.|| Ψυχο-σύνθεση. 2. στις τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο: ψυχο-ρραγώ. 3. στις ψυχές των νεκρών: ψυχο-σάββατο. 4. στην έννοια του "θετού": ψυχο-κόρη/~παίδι.
58081ψυχο2- & ψυχό- & ψυχ-: ΨΥΧΟΛ. -ΨΥΧΙΑΤΡ. α' συνθετικό όρων με αναφορά σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά ή ψυχικές διαταραχές: ψυχο-μετρικός.|| Ψυχο-θεραπεία. Ψυχό-δραμα. Ψυχ-ανάλυση.|| Ψυχο-νεύρωση. Ψυχο-πάθεια.
58082ψυχοβγάλτηςψυ-χο-βγάλ-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. ψυχοβγάλτρα} (προφ.): που παιδεύει, ταλαιπωρεί πολύ κάποιον, μέχρι να κάνει κάτι: Είναι μεγάλος ~. Βλ. μου έβγαλε την ψυχή.
58083ψυχοβγαλτικός, ή, ό ψυ-χο-βγαλ-τι-κός επίθ. (προφ.): που ταλαιπωρεί αφάνταστα κάποιον, μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα: ~ή: νίκη. ~ό: παιχνίδι. ● επίρρ.: ψυχοβγαλτικά
58084ψυχοβιολογίαψυ-χο-βι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. βιοψυχολογία. [< αγγλ. psychobiology, γαλλ. psychobiologie, 1903]
58085ψυχογενής, ής, ές ψυ-χο-γε-νής επίθ.: ΙΑΤΡ. που οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια: ~ής: ανορεξία/βουλιμία. ~είς: παράγοντες. ~είς: διαταραχές. Βλ. οργανικός, -γενής. [< γαλλ. psychogène, 1908, αγγλ. psychogenic, 1915]
58086ψυχογεωγραφίαψυ-χο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΓΡ. μελέτη της επίδρασης που έχει το περιβάλλον, φυσικό ή τεχνητό, στον ψυχισμό και τη συμπεριφορά του ατόμου. Βλ. Καταστασιακή Διεθνής. [< αγγλ. psychogeography, 1953]
58087ψυχογηριατρικήψυ-χο-γη-ρι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κλάδος της γηριατρικής με αντικείμενο τις ψυχιατρικές διαταραχές των ηλικιωμένων. Βλ. γεροντική άνοια, μαλάκυνση (του) εγκεφάλου, (νόσος του) Αλτσχάιμερ. [< αγγλ. psychogeriatrics, 1967, geriatric psychiatry, geropsychiatry, γαλλ. psychogériatrie]
58088ψυχογιόςψυ-χο-γιός ουσ. (αρσ.) (παλαιότ.-λαϊκό): θετός γιος· αγόρι που είχε πάρει κάποιος υπό την προστασία του και μαθήτευε δίπλα του ή τον βοηθούσε στη δουλειά του. || Πβ. μαστορόπουλο, τσιράκι. ΣΥΝ. παραγιός, ψυχοπαίδι

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.