ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58089 | ψυχογλωσσολογία | ψυ-χο-γλωσ-σο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) & ψυχολογία της γλώσσας: ΓΛΩΣΣ. κλάδος που μελετά την αλληλεπίδραση ανάμεσα στις νοητικές-ψυχικές διεργασίες και την κατάκτηση, παραγωγή και κατανόηση της γλώσσας. [< αγγλ. psycholinguistics, 1936, γαλλ. psycholinguistique, 1963] | |
58090 | ψυχογλωσσολογικός | , ή, ό ψυ-χο-γλωσ-σο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με την ψυχογλωσσολογία: ~ή: ανάλυση/προσέγγιση. [< αγγλ. psycholinguistic, 1936, γαλλ. psycholinguistique, 1929] | |
58091 | ψυχογλωσσολόγος | ψυ-χο-γλωσ-σο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας ειδικός στην ψυχογλωσσολογία. [< αγγλ. psycholinguist, 1953, γαλλ. psycholinguiste, 1971] | |
58092 | ψυχογράφημα | ψυ-χο-γρά-φη-μα ουσ. (ουδ.) (λόγ.): περιγραφή του ψυχικού κόσμου ενός ατόμου ή μιας ομάδας: Βιβλίο που αποτελεί ένα ~ της κοινωνίας/του σύγχρονου ανθρώπου. Προσπάθησε να κάνει το ~ του μεγάλου συνθέτη (: να τον ψυχογραφήσει). Βλ. -γράφημα. [< γερμ. Psychogramm, 1911, αγγλ. psychograph, 1916, psychogram, 1918, γαλλ. psychogramme] | |
58093 | ψυχογραφία | ψυ-χο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) ψυχογράφημα. 2. ΨΥΧΟΛ. κλάδος που ασχολείται με τη συστηματική εμπειρική εξέταση των ψυχικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου· συνεκδ. η γραφική παράσταση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν. Βλ. -γραφία. [< 2: πβ. γερμ. Psychographie, 1911, γαλλ. psychographie, αγγλ. psychography, 1921] | |
58094 | ψυχογράφος | ψυ-χο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λόγ.): που ψυχογραφεί: (κυρ. για λογοτέχνη:) Υπήρξε εξαίρετος/μέγας ~. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. psychographe, αγγλ. psychographer, 1912] | |
58095 | ψυχογραφώ | [ψυχογραφῶ] ψυ-χο-γρα-φώ ρ. (μτβ.) {ψυχογραφ-εί, -ώντας | ψυχογράφ-ησε, -ήσει, -είται, -ημένος} (λόγ.): παρουσιάζω, περιγράφω τον ψυχισμό ενός ατόμου, κάνω το ψυχογράφημά του: (για συγγραφέα ή σκηνοθέτη:) ~εί εύστοχα/με διεισδυτικό τρόπο/σε βάθος τους ήρωες του έργου. Πβ. προσωπογραφώ. Βλ. -γραφώ. | |
58096 | ψυχοδιαγνωστική | ψυ-χο-δι-α-γνω-στι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Ψ): ΨΥΧΟΛ. αξιολόγηση των νοητικών ικανοτήτων, της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς ενός ατόμου, με τη χρήση κυρ. προβολικών τεστ. Βλ. ψυχομετρία. [< γερμ. Psychodiagnostik, 1921, αγγλ. psychodiagnostics, 1932] | |
58097 | ψυχοδιαγνωστικός | , ή, ό ψυ-χο-δι-α-γνω-στι-κός επίθ.: ΨΥΧΟΛ. που σχετίζεται με τη ψυχοδιαγνωστική: ~ή: αξιολόγηση/εξέταση. ~ές: μέθοδοι. ~ά: μέσα/τεστ. [< γαλλ. psychodiagnostique, αγγλ. psychodiagnostic] | |
58098 | ψυχοδιανοητικός | , ή, ό ψυ-χο-δι-α-νο-η-τι-κός επίθ. (επιστ.): που αφορά εξίσου τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες: ~ή: κατάσταση/υγεία. ~ά: προβλήματα/τεστ. [< αγγλ. psychomental] | |
58099 | ψυχοδιεγερτικός | , ή, ό ψυ-χο-δι-ε-γερ-τι-κός επίθ.: ΦΑΡΜΑΚ. που ενισχύει την εγκεφαλική λειτουργία και καταπολεμά την κούραση, προκαλώντας συνήθ. αίσθημα ευφορίας: ~ές: ουσίες (βλ. αμφεταμίνη, καφεΐνη). Οι ~ές ιδιότητες της σοκολάτας. ● Ουσ.: ψυχοδιεγερτικά (τα) {σπανιότ. στον εν.}: ενν. φάρμακα. Βλ. ψυχοληπτικά. [< γαλλ. psychotonique, 1946] | |
58100 | ψυχόδραμα | ψυ-χό-δρα-μα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) ψυχοδράμα 1. ΨΥΧΟΛ. μέθοδος ομαδικής ψυχοθεραπείας η οποία ενθαρρύνει τη συναισθηματική έκφραση των συμμετεχόντων μέσω της χρήσης θεατρικών τεχνικών (δραματοποίηση, παιχνίδι ρόλων), προτρέποντάς τους δηλαδή να αναπαραστήσουν επί σκηνής ένα βίωμα, μια ανησυχία, δυσκολία ή εσωτερική τους σύγκρουση. Πβ. δραματοθεραπεία, κοινωνιόδραμα. Βλ. εκδραμάτιση, θεατρικό/δραματικό παιχνίδι, κάθαρση, παιγνιοθεραπεία. 2. ΘΕΑΤΡ. -ΚΙΝΗΜ. ψυχολογικό δράμα. [< 1: γερμ. Psychodrama, γαλλ. psychodrame, 1911, αγγλ. psychodrama, 1937, 2: αγγλ. ~, 1963] | |
58101 | ψυχοδραματικός | , ή, ό ψυ-χο-δρα-μα-τι-κός επίθ.: ΨΥΧΟΛ. που σχετίζεται με το ψυχόδραμα: ~ή: συνεδρία. ~ές: τεχνικές. [< αγγλ. psychodramatic, 1937, γαλλ. psychodramatique, 1951] | |
58102 | ψυχοδραστικός | , ή, ό ψυ-χο-δρα-στι-κός επίθ.: ΦΑΡΜΑΚ. ψυχοτρόπος. ΣΥΝ. ψυχοενεργός [< γαλλ. psychoactif, 1959, αγγλ. psychoactive, 1959] | |
58103 | ψυχοδυναμικός | , ή, ό ψυ-χο-δυ-να-μι-κός επίθ.: ΨΥΧΑΝ. που βασίζεται στη μελέτη των ψυχικών δυνάμεων και (ασυνείδητων) κινήτρων που επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά: η ~ή θεωρία (κ. ως ουσ. ~ή) του Φρόυντ. ~ή: προσέγγιση/ψυχιατρική/ψυχοθεραπεία. [< γερμ. psychodynamisch, αγγλ. psychodynamic] | |
58104 | ψυχοενεργός | , ή/ός, ό ψυ-χο-ε-νερ-γός επίθ.: ΦΑΡΜΑΚ. ψυχοδραστικός. | |
58105 | ψυχοθεραπεία | ψυ-χο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. θεραπευτική βοήθεια σε άτομα με συναισθηματικά προβλήματα ή ψυχικές διαταραχές, η οποία παρέχεται από εκπαιδευμένο ψυχολόγο στα πλαίσια προγραμματισμένων συναντήσεων με τον θεραπευόμενο και βασίζεται κυρ. στον διάλογο: ατομική/διαπροσωπική/βραχεία ψυχοδυναμική/εικαστική (ή ~ μέσω της Τέχνης)/οικογενειακή/συμβουλευτική/συμπεριφορι(στι)κή/συστημική/υπαρξιακή/υποστηρικτική/ψυχαναλυτική ~. Συνεδρίες ~ας. Βλ. -θεραπεία, ναρκανάλυση, ψυχική σύγκρουση. ● ΣΥΜΠΛ.: ομαδική ψυχοθεραπεία/ομαδική θεραπεία: ΨΥΧΟΛ. στην οποία τα μέλη μιας μικρής ομάδας συναντώνται τακτικά και, με την καθοδήγηση του θεραπευτή, μοιράζονται τα προσωπικά τους θέματα, προσπαθώντας να βοηθήσουν τον εαυτό τους και το ένα το άλλο. Βλ. κοινωνιό-, ψυχό-δραμα, κοινωνιοθεραπεία. ΣΥΝ. γκρουπ θέραπι [< αγγλ. group psychotherapy, 1938, group therapy, περ. 1925] , γνωσιακή/γνωστική θεραπεία/ψυχοθεραπεία βλ. θεραπεία [< γερμ. Psychotherapie, γαλλ. psychothérapie, 1888, αγγλ. psychotherapy, περ. 1890] | |
58106 | ψυχοθεραπευτήριο | ψυ-χο-θε-ρα-πευ-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ψυχοθεραπευτικό κέντρο. | |
58107 | ψυχοθεραπευτής, ψυχοθεραπεύτρια | ψυ-χο-θε-ρα-πευ-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΨΥΧΟΛ. ειδικά εκπαιδευμένος ψυχολόγος που ασχολείται με την ψυχοθεραπεία. Πβ. ψυχαναλυτής. [< γερμ. Psychotherapeut, γαλλ. psychothérapeute, 1902, αγγλ. psychotherapist, 1909] | |
58108 | ψυχοθεραπευτικός | , ή, ό ψυ-χο-θε-ρα-πευ-τι-κός επίθ.: ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ψυχοθεραπεία: ~ή: αντιμετώπιση/βοήθεια/παρέμβαση/προσέγγιση. ~ό: κέντρο (= ψυχοθεραπευτήριο). ~ές: μέθοδοι/τεχνικές (βλ. απευαισθητοποίηση, λογοθεραπεία, παιχνίδι ρόλων, ψυχανάλυση). Οι ~ές ιδιότητες της μουσικής. ● επίρρ.: ψυχοθεραπευτικά [< γερμ. psychotherapeutisch, γαλλ. psychothérapique, αγγλ. psychotherapeutic] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ