ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58109 | ψυχοθρίλερ | ψυ-χο-θρί-λερ ουσ. (ουδ.): ψυχολογικό θρίλερ. | |
58110 | ψυχοκίνηση | ψυ-χο-κί-νη-ση ουσ. (θηλ.): (στην παραψυχολογία) τηλεκίνηση. [< γερμ. Psychokinese, αγγλ. psychokinesis, 1914, γαλλ. psychokinésie, 1971] | |
58111 | ψυχοκινητικός | , ή, ό ψυ-χο-κι-νη-τι-κός επίθ. (επιστ.): που αναφέρεται στις ψυχικές και κινητικές λειτουργίες του ατόμου: ~ή: αγωγή/ανάπτυξη (βλ. αναπτυξιολογία)/εξέλιξη (του παιδιού)/καθυστέρηση (βλ. αναπτυξιακές διαταραχές). ~ές: ικανότητες. ~ή διέγερση (βλ. παραλήρημα). Αυξημένη ~ή δραστηριότητα. ~ή επιληψία. [< γαλλ. psychomoteur, αγγλ. psycho-motor] | |
58112 | ψυχοκοινωνικός | , ή, ό ψυ-χο-κοι-νω-νι-κός επίθ. (επιστ.): ψυχικός-συναισθηματικός και κοινωνικός: ~ή: ανάπτυξη (των εφήβων)/αποκατάσταση/κατάσταση (ασθενούς)/προσαρμογή (παιδιών με νοητική αναπηρία)/υγεία/υποστήριξη. ~ές: δυσκολίες. ~ά: προβλήματα. Ομάδα ~ής μέριμνας. [< αγγλ. psycho-social, γαλλ. psycho-social] | |
58113 | ψυχοκοινωνιολογία | ψυ-χο-κοι-νω-νι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. -ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. κλάδος που μελετά την κοινωνική συμπεριφορά, δηλ. τις πράξεις και τα συναισθήματα του ατόμου, όπως διαμορφώνονται στα πλαίσια του κοινωνικού και πολιτιστικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται και δραστηριοποιείται. Βλ. δυναμική της ομάδας. ΣΥΝ. κοινωνική ψυχολογία [< γαλλ. psychosociologie, 1901, αγγλ. psychosociology, 1908] | |
58114 | ψυχοκοινωνιολογικός | , ή, ό ψυ-χο-κοι-νω-νι-ο-λο-γι-κός επίθ. (σπάν.): ΨΥΧΟΛ. -ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που σχετίζεται με την ψυχοκοινωνιολογία: ~ή: προσέγγιση. [< αγγλ. psycho-sociological, 1903, γαλλ. psychosociologique, 1906] | |
58115 | ψυχοκόρη | ψυ-χο-κό-ρη ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.-λαϊκό): θετή κόρη· νεαρή υπηρέτρια. Βλ. ψυχο-γιός, -μάνα. ΣΥΝ. παρακόρη, ψυχοπαίδα | |
58116 | ψυχοκτόνος | , ος, ο ψυ-χο-κτό-νος επίθ. (σπάν.-λόγ.-κυρ. ΕΚΚΛΗΣ.): που καταστρέφει την ψυχή: ~α: πάθη. Πβ. ψυχοφθόρος. Βλ. -κτόνος. [< μτγν. ψυχοκτόνος] | |
58117 | ψυχοληπτικά | ψυ-χο-λη-πτι-κά ουσ. (ουδ.) (τα): ΦΑΡΜΑΚ. ισχυρά ηρεμιστικά. Πβ. αντιψυχωτικά, νευροληπτικά. [< γαλλ. psycholeptiques, 1951, αγγλ. psycholeptics, 1961] | |
58118 | ψυχολογία | ψυ-χο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. επιστήμη που μελετά τη συμπεριφορά και τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου· συνεκδ. η αντίστοιχη επιστημονική μελέτη ή το σχετικό πανεπιστημιακό μάθημα ή σύγγραμμα: αναλυτική/αναπτυξιακή/ανθρωπιστική/βιολογική (= βιο~)/γενική/διαπολιτισμική/δικαστική (ή εγκληματολογική)/επαγγελματική/εσωτερική (βλ. παρα~)/εφαρμοσμένη/θετική/ιατρική/οικονομική/ομαδική/πειραματική (βλ. ψυχομετρία)/ποιμαντική/πολιτική/συγκριτική/συνειρμική/σχολική/τουριστική/υπαρξιακή/φαινομενολογική/φιλοσοφική/φροϋδική/φυσιολογική (= ψυχοφυσιολογία) ~. ~ του αθλητισμού (ή αθλητική ~)/της αντίληψης/των ατομικών διαφορών (ή διαφορική ~)/της διαφήμισης/του εαυτού/του Εγώ/του εφήβου (ή εφηβική ~)/των κινήτρων/των λαών (βλ. εθνο~)/της μάθησης/του παιδιού (ή παιδική ~· ΣΥΝ. παιδο~)/της προσωπικότητας/της συμπεριφοράς (= συμπεριφορισμός)/της Τέχνης/της τρίτης ηλικίας/της υγείας/των χρωμάτων. ~ της απασχόλησης/εκπαίδευσης/εργασίας/θρησκείας/οικογένειας. ~ των πελατών/του προσωπικού. Η ~ του πολέμου. || (κατ' επέκτ.) ~ των ζώων. Βλ. μετα~, μορφο~, νευρο~, -λογία. 2. (κατ' επέκτ.) ψυχισμός, ψυχοσύνθεση· ψυχολογική κατάσταση: η ανδρική/γυναικεία ~. Η ~ του καταναλωτή/των χαρακτήρων (ενός μυθιστορήματος· βλ. χαρακτηρολογία). Βαθύς γνώστης της (ανθρώπινης) ~ας (βλ. συναισθηματική νοημοσύνη). Πβ. ιδιο-συγκρασία, -συστασία.|| Έχει αρνητική/άσχημη/εύθραυστη/κακή ~. Πήγε στις εξετάσεις με ανεβασμένη/πεσμένη ~. (προφ.) Η ~ μου είναι χάλια. Η νίκη άλλαξε/ενίσχυσε/τόνωσε την ~ τους. Η έλλειψη ~ας οδήγησε στην ήττα. ● ΣΥΜΠΛ.: ατομική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη προσωπικότητα ως αδιαίρετο σύνολο, ολότητα., βιομηχανική ψυχολογία & οργανωτική/εργασιακή ψυχολογία & ψυχολογία της εργασίας: ΨΥΧΟΛ. έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή ψυχολογικών θεωριών για την κατάλληλη διαχείριση του εργατικού δυναμικού και την αντιμετώπιση προβλημάτων που παρουσιάζουν οι εργαζόμενοι στον χώρο της εργασίας. [< αγγλ. industrial psychology, περ. 1924] , γενετική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. μελετά την επίδραση των γενετικών παραγόντων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Βλ. αναπτυξιολογία. [< αγγλ. genetic psychology, 1909] , εκπαιδευτική/παιδαγωγική ψυχολογία: ασχολείται με την εφαρμογή ψυχολογικών μεθόδων και κυρ. επιστημονικών δοκιμασιών, για την αντιμετώπιση εκπαιδευτικών θεμάτων, όπως είναι η αξιολόγηση των μαθητών. ΣΥΝ. Ψυχοπαιδαγωγική [< αγγλ. educational psychology] , μορφολογική ψυχολογία & ψυχολογία της μορφής: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη αντίληψη και συμπεριφορά ως οργανωμένο σύνολο, ολιστικά, και όχι ως άθροισμα μεμονωμένων αντιδράσεων σε ερεθίσματα. [< γερμ. Gestaltpsychologie, αγγλ. Gestalt psychology, 1924] , συμβουλευτική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. ασχολείται με την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας του ανθρώπου και την προώθηση της αυτογνωσίας του, ώστε να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση. [< αγγλ. counseling psychology] , ψυχολογία του βάθους: ΨΥΧΟΛ. μελετά τον ρόλο του υποσυνείδητου στην ψυχική ζωή. Πβ. ψυχανάλυση. [< γερμ. Tiefenpsychologie, αγγλ. depth psychology, 1924] , γνωστική ψυχολογία βλ. γνωστικός1, εξελικτική ψυχολογία βλ. εξελικτικός, κλινική ψυχολογία βλ. κλινικός, κοινωνική ψυχολογία βλ. κοινωνικός, ομαδική ψυχολογία βλ. ομαδικός, ψυχολογία της μάζας/των μαζών/του όχλου/του πλήθους βλ. μάζα [< γαλλ. psychologie, γερμ. Psychologie, αγγλ. psychology] | |
58119 | ψυχολογικός | , ή, ό ψυ-χο-λο-γι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την ψυχολογία ως επιστήμη: ~ός: οδηγός/όρος. ~ή: ανάλυση/αξιολόγηση/έρευνα/μέθοδος/μελέτη/παρακολούθηση/προσέγγιση/συμβουλευτική/υπηρεσία. ~ό: εργαστήριο/κέντρο. ~ές: δοκιμασίες/θεωρίες. ~ά: θέματα/πειράματα/τεστ. Βλ. μετα~, νευρο~, παρα~. 2. που αναφέρεται στον ψυχισμό του ανθρώπου ή που επιδρά σε αυτόν: ~ή: ανάπτυξη/αποκατάσταση/διαμόρφωση/επίδραση/ετοιμότητα/ηρεμία/πίεση/προετοιμασία/προσαρμογή/(υπο)στήριξη/τάση. ~ό: αδιέξοδο/βάρος/πλεονέκτημα/πορτρέτο/προβάδισμα/προφίλ (πβ. ψυχογράφημα)/υπόβαθρο/φαινόμενο. ~οί: μηχανισμοί/παράγοντες. ~ές: ασθένειες/διαταραχές/παθήσεις. ~ά: αίτια/εμπόδια/κίνητρα/τραύματα/χαρακτηριστικά. Η ταινία είναι ~ό θρίλερ. ● Ουσ.: ψυχολογικά (τα) (προφ.): η άσχημη ψυχολογική ή ψυχική κατάσταση: Δεν μου μιλάει, γιατί έχει τα ~ του. ● επίρρ.: ψυχολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχολογικό μυθιστόρημα: ΛΟΓΟΤ. στο οποίο ο συγγραφέας εστιάζει το ενδιαφέρον του στην ανάλυση της ψυχοσύνθεσης και των συναισθημάτων των χαρακτήρων. [< αγγλ. psychological novel] , ψυχολογικό φράγμα (μτφ.): (κυρ. για οικονομικές συναλλαγές) όριο πέρα από το οποίο σηματοδοτούνται σημαντικές αλλαγές, μεταίχμιο: Το χρηματιστήριο έσπασε το ~ ~ των ... μονάδων. Το ~ ~ των ... ευρώ ξεπέρασε η τιμή του χρυσού., ψυχολογική βία βλ. βία, ψυχολογικό πρόβλημα βλ. πρόβλημα, ψυχολογικός πόλεμος βλ. πόλεμος [< γερμ. psychologisch, γαλλ. psychologique, αγγλ. psychological] | |
58120 | ψυχολογισμός | ψυ-χο-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΣ. θεωρία η οποία χρησιμοποιεί ψυχολογικές έννοιες για την ερμηνεία ιστορικών γεγονότων ή λογικών αρχών και αξιωμάτων. Βλ. επιστημον-, κοινωνιολογ-ισμός. [< γερμ. Psychologismus, γαλλ. psychologisme, αγγλ. psychologism] | |
58121 | ψυχολόγος | ψυ-χο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας με ειδίκευση στην ψυχολογία. Βλ. -λόγος, νευρο~, παιδο~, παρα~. 2. (μτφ.-προφ.) που έχει την ικανότητα να διακρίνει, να κατανοεί τον ψυχισμό του άλλου: Είσαι μεγάλος ~! [< γαλλ. psychologue, γερμ. Psychologe, αγγλ. psychologist] | |
58122 | ψυχολογώ | [ψυχολογῶ] ψυ-χο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {ψυχολογ-είς ..., -ώντας | -ησα, -ήσει, -ημένος}: εξετάζω, διερευνώ την ψυχοσύνθεση, τις ψυχικές διαθέσεις κάποιου: Αυτή την κοπέλα δεν μπορώ να την ~ήσω! Βλ. -λογώ. [< γαλλ. psychologiser, αγγλ. psychologize] | |
58123 | ψυχομάνα | ψυ-χο-μά-να ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.-λαϊκό): θετή μητέρα. Πβ. μητριά. Βλ. -μάνα, ψυχοπατέρας. | |
58124 | ψυχομαχητό | ψυ-χο-μα-χη-τό ουσ. (ουδ.) & ψυχομάχημα (λαϊκό-λογοτ.): η ενέργεια του ψυχομαχώ. Πβ. αγκομαχητό, χαροπάλεμα, ψυχορράγημα. Βλ. -ητό. | |
58125 | ψυχομαχώ | [ψυχομαχῶ] ψυ-χο-μα-χώ ρ. (αμτβ.) {ψυχομαχ-εί κ. -ά, -ώντας} (λαϊκό-λογοτ.): παλεύω να διατηρηθώ στη ζωή, είμαι ετοιμοθάνατος. Πβ. χαροπαλεύω, ψυχορραγώ. Βλ. -μαχώ. [< μτγν. ψυχομαχῶ] | |
58126 | ψυχομετρία | ψυ-χο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον σχεδιασμό και τη χρήση ψυχολογικών τεστ καθώς και την εφαρμογή στατιστικών μεθόδων για τη μέτρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Βλ. τεστ νοημοσύνης, ψυχοδιαγνωστική, -μετρία. 2. (στην παραψυχολογία) ικανότητα ενός ατόμου να αντλεί πληροφορίες σχετικά με κάποιο αντικείμενο ή με τον κάτοχό του, πιάνοντάς το στα χέρια του. Βλ. διαίσθηση, τηλε-κίνηση, -πάθεια. [< γερμ. Psychometrie, γαλλ. psychométrie, αγγλ. psychometrics, psychometry] | |
58127 | ψυχομετρικός | , ή, ό ψυ-χο-με-τρι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ψυχομετρία: (ΨΥΧΟΛ.) ~ή: αξιολόγηση/εκτίμηση. ~ό: εργαστήριο. ~ές: δοκιμασίες. ~ά: εργαλεία/όργανα/τεστ.|| (στην παραψυχολογία:) ~ή: ικανότητα. [< γερμ. psychometrisch, γαλλ. psychométrique, αγγλ. psychometric] | |
58128 | ψυχονεύρωση | ψυ-χο-νεύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. (κατά τον Φρόυντ) νεύρωση. [< γερμ. Psychoneurose, γαλλ. psychonévrose, αγγλ. psychoneurosis] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ