ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58129 | ψυχονευρωτικός | , ή, ό ψυ-χο-νευ-ρω-τι-κός επίθ. (σπάν.): ΨΥΧΟΛ. νευρωτικός: ~ές: διαταραχές. ~ά: προβλήματα.|| ~ά: άτομα. [< γαλλ. psychonévrotique, αγγλ. psychoneurotic, 1902] | |
58130 | ψυχοπάθεια | ψυ-χο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) ΨΥΧΙΑΤΡ.-ΨΥΧΟΛ. 1. ψυχική διαταραχή. Πβ. τρέλα, ψυχασθένεια. ΣΥΝ. νευροπάθεια (2) 2. (ειδικότ.) διαταραχή της προσωπικότητας η οποία χαρακτηρίζεται από αντικοινωνική συμπεριφορά (ανευθυνότητα, παρορμητικότητα) και συναισθηματική αποστασιοποίηση. Βλ. -πάθεια. [< γερμ. Psychopathie, γαλλ. psychopathie, αγγλ. psychopathy] | |
58131 | ψυχοπαθής | , ής, ές ψυ-χο-πα-θής επίθ.: ΨΥΧΙΑΤΡ. -ΨΥΧΟΛ. που είναι ψυχικά άρρωστος: ~ής: δολοφόνος. (ως ουσ.) Επικίνδυνος ~. Πβ. μανιακός, τρελός, ψυχασθενής. Βλ. -παθής. ΣΥΝ. νευροπαθής (1) [< γερμ. Psychopath, γαλλ. psychopathe, αγγλ. psychopath] | |
58132 | ψυχοπαθητικός | , ή, ό ψυ-χο-πα-θη-τι-κός επίθ.: ΨΥΧΙΑΤΡ. -ΨΥΧΟΛ. που σχετίζεται με την ψυχοπάθεια: ~ή: προσωπικότητα/συμπεριφορά. Βλ. -παθητικός. [< γαλλ. psychopathique, αγγλ. psychopathic] | |
58133 | ψυχοπαθολογία | ψυ-χο-πα-θο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. -ΨΥΧΟΛ. κλάδος με αντικείμενο τη μελέτη των ψυχικών διαταραχών: αναπτυξιακή/εξελικτική/κλινική ~. ~ ενηλίκων/παιδιών και εφήβων. [< γαλλ. psychopathologie, αγγλ. psychopathology] | |
58134 | ψυχοπαθολογικός | , ή, ό ψυ-χο-πα-θο-λο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τις ψυχικές διαταραχές: ~ή: περίπτωση/προσωπικότητα. ~ές: εκδηλώσεις/καταστάσεις. ~ά: αίτια/προβλήματα/συμπτώματα. [< γαλλ. psychopathologique, αγγλ. psychopathologic(al)] | |
58135 | ψυχοπαίδα | ψυ-χο-παί-δα ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.-λαϊκό): ψυχοκόρη. | |
58136 | ψυχοπαιδαγωγικός | , ή, ό ψυ-χο-παι-δα-γω-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον συνδυασμό αρχών της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής: ~ή: έρευνα/παρέμβαση/προσέγγιση. ~ές: θεωρίες. ~ά: θέματα/προβλήματα. ● Ουσ.: Ψυχοπαιδαγωγική (η): ΨΥΧΟΛ. εκπαιδευτική/παιδαγωγική ψυχολογία. [< γαλλ. psychopédagogique, 1952] | |
58137 | ψυχοπαίδι | ψυ-χο-παί-δι ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.-λαϊκό): θετό παιδί. Βλ. ψυχο-γιός, -κόρη. ΣΥΝ. παραπαίδι (2) | |
58138 | ψυχοπατέρας | ψυ-χο-πα-τέ-ρας ουσ. (αρσ.) (παλαιότ.-λαϊκό): θετός πατέρας. Πβ. πατριός. Βλ. ψυχομάνα, -πατέρας. | |
58139 | ψυχοπλάκωμα | ψυ-χο-πλά-κω-μα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) ψυχοπλάκωση (η) (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψυχοπλακώνω: Μ' έπιασε (ένα) ~. Πβ. κατάθλιψη, μαυρίλα, μελαγχολία.|| Σκέτο ~ ήταν η παράσταση. | |
58140 | ψυχοπλακώνω | ψυ-χο-πλα-κώ-νω ρ. (μτβ.) {ψυχοπλάκω-σα, ψυχοπλακώ-σει, -θηκα, -θεί, -μένος} (προφ.): προκαλώ κατάθλιψη, μελαγχολία σε κάποιον: Μας ~σε μ' αυτά που μας είπε. ~θηκα με την ταινία. Πβ. κατα-θλίβω, -πλακώνω, -στενοχωρώ. | |
58141 | ψυχοπλακωτικός | , ή, ό ψυ-χο-πλα-κω-τι-κός επίθ. (προφ.): που ψυχοπλακώνει: ~ό: τραγούδι. Πβ. καταθλιπτ-, μελαγχολ-ικός. | |
58142 | ψυχοπνευματικός | , ή, ό ψυ-χο-πνευ-μα-τι-κός επίθ.: ψυχικός και πνευματικός: ~ή: ανάπτυξη/καλλιέργεια. Πβ. ηθικός.|| (ΨΥΧΙΑΤΡ.) ~ή: διαταραχή (βλ. μανία). | |
58143 | ψυχοπομπός | ψυ-χο-πο-μπός ουσ. (αρσ.): που σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη οδηγεί τις ψυχές στον Άδη: (ΜΥΘ.) ο ~ Ερμής. ΣΥΝ. ψυχαγωγός.|| (στην αγιογραφία:) Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ (ο) ~. ΣΥΝ. νεκροπομπός [< αρχ. ψυχοπομπός, αγγλ. psychopomp, γαλλ. psychopompe] | |
58144 | ψυχοπονιάρης | , α, ικο ψυ-χο-πο-νιά-ρης επίθ./ουσ. & (σπάν.) ψυχοπονιάρικος, η, ο (προφ.): πονόψυχος. Βλ. -ιάρης. | |
58145 | ψυχοπροφυλακτική | ψυ-χο-προ-φυ-λα-κτι-κή ουσ. (θηλ.) & ψυχοπροφύλαξη: ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. μέθοδος ψυχοσωματικής προετοιμασίας της εγκύου πριν από τον τοκετό, η οποία γίνεται από εκπαιδευμένο προσωπικό με σκοπό να τη βοηθήσει να ελέγξει το άγχος της καθώς και τους πόνους του τοκετού: μαθήματα ~ής. Βλ. ανώδυνος τοκετός.|| (ως επίθ.) ~ή: μέθοδος/προετοιμασία. [< αγγλ. psychoprophylaxis, 1958] | |
58146 | ψυχορράγημα | ψυ-χορ-ρά-γη-μα ουσ. (ουδ.) (λόγ.-λογοτ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψυχορραγώ. Πβ. αγκο-, ψυχο-μαχητό, χαροπάλεμα. [< μεσν. ψυχορράγημα] | |
58147 | ψυχορραγώ | [ψυχορραγῶ] ψυ-χορ-ρα-γώ ρ. (αμτβ.) {ψυχορραγ-εί, -ώντας} (λόγ.-λογοτ.): είμαι ετοιμοθάνατος, αργοπεθαίνω. Πβ. χαροπαλεύω, ψυχομαχώ.|| (μτφ.) Επιχειρήσεις που ~ούν λόγω της οικονομικής κρίσης. [< αρχ. ψυχορραγῶ] | |
58148 | ψύχος | [ψῦχος] ψύ-χος ουσ. (ουδ.) {ψύχ-ους} (λόγ.): έντονο κρύο, πολύ χαμηλές θερμοκρασίες: Δριμύ/δυνατό/πολικό/φονικό ~ πλήττει τη χώρα. Πβ. παγωνιά, χειμωνιά, ψόφος. Βλ. κρυο-, παγο-πληξία, χιονίστρες. ● ΣΥΜΠΛ.: κύμα καύσωνα/ψύχους βλ. κύμα [< αρχ. ψῦχος] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ