Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58560-58580]

IDΛήμμαΕρμηνεία
58150ψυχοσάββατοψυ-χο-σάβ-βα-το ουσ. (ουδ.) (κ. με κεφαλ. Ψ) & Σάββατο των ψυχών & (προφ.) των ψυχών: ΕΚΚΛΗΣ. το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Αποκριάς και το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, κατά τα οποία τελούνται μνημόσυνα για τις ψυχές (των νεκρών Χριστιανών).
58151ψυχοσεξουαλικός, ή, ό ψυ-χο-σε-ξου-α-λι-κός επίθ.: ΨΥΧΟΛ. ψυχικός και σεξουαλικός: ~ή: ανάπτυξη/ταυτότητα (ενός ατόμου). ~ές: διαταραχές. [< αγγλ. psychosexual, γαλλ. psychosexuel]
58152ψυχοστασίαψυ-χο-στα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΜΥΘ. ζύγισμα των ψυχών· ως μεταθανάτια δοκιμασία, για να αποφασιστεί η τύχη του νεκρού ή, στις ομηρικές μάχες, για να κριθεί ποιος ήρωας θα ζούσε και ποιος θα πέθαινε. [< αρχ. ψυχοστασία, αγγλ. psychostasy, γαλλ. psychostasie]
58153ψυχοσύνδρομοψυ-χο-σύν-δρο-μο ουσ. (ουδ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχολογικό σύνδρομο: οργανικό ~. [< αγγλ. psychosyndrome, 1973]
58154ψυχοσύνθεσηψυ-χο-σύν-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των ιδιαίτερων στοιχείων που συνθέτουν τον τρόπο σκέψης και διαμορφώνουν τον ψυχικό κόσμο ενός ατόμου ή μιας ομάδας: η γυναικεία/παιδική ~. Μπήκε στην ~ του ήρωα. Πβ. ιδιο-συγκρασία, -συστασία, ψυχολογία. 2. ΨΥΧΟΛ. θεωρία και πρακτική, η οποία αποβλέπει στην ενοποίηση των ασύνδετων στοιχείων της ανθρώπινης ψυχής και την ολοκλήρωση της προσωπικότητας μέσω της ψυχανάλυσης. [< 2: αγγλ. psycho-synthesis, 1919]
58155ψυχοσωματικός, ή, ό ψυ-χο-σω-μα-τι-κός επίθ. (επιστ.): που αναφέρεται στην ψυχή και το σώμα: ~ή: ανάπτυξη/υγεία. ~ό: στρες. ~οί: παράγοντες.|| ~ή: ιατρική (: εξετάζει τη σχέση μεταξύ παθήσεων και ψυχολογικών αιτίων). ~ές: ασθένειες/διαταραχές (: οργανικές παθήσεις με ψυχολογική αιτία· βλ. έλκος, ημικρανία). ~ά: συμπτώματα/φαινόμενα.|| (ως ουσ.) Έχει/τον έπιασαν τα ~ά του (ενν. προβλήματα). [< γερμ. psychosomatisch, αγγλ. psychosomatic, γαλλ. psychosomatique]
58156ψυχοτεχνικός, ή, ό ψυ-χο-τε-χνι-κός επίθ.: ΨΥΧΟΛ. που αναφέρεται στην εξέταση των ψυχικών διαδικασιών και ικανοτήτων ενός ατόμου με τη χρήση τεχνικών μέσων: ~ές: δοκιμασίες. ~ά: τεστ. [< γαλλ. psychotechnique, 1928]
58157ψυχοτραυματικός, ή, ό ψυ-χο-τραυ-μα-τι-κός επίθ.: ΨΥΧΟΛ. που προξενεί ψυχικό τραύμα: ~ή: εμπειρία. ~ό: γεγονός. Βλ. στρεσογόνος. ● ΣΥΜΠΛ.: μετατραυματικό στρες/σύνδρομο βλ. μετατραυματικός [< αγγλ. psychotraumatic]
58158ψυχοτραυματολογίαψυ-χο-τραυ-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τη μελέτη των ψυχικών τραυμάτων. Βλ. τραυματοθεραπεία. [< αγγλ. psychotraumatology]
58159ψυχοτρονικός, ή, ό ψυ-χο-τρο-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ψυχοτρονική: ~ή: τεχνολογία. ~ά: όπλα. ● Ουσ.: ψυχοτρονική (η): (κυρ. στην παραψυχολογία) μελέτη της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην ύλη, την ενέργεια και τη συνείδηση, με σκοπό τον επηρεασμό του ανθρώπινου νου από απόσταση. [< αγγλ. psychotronics]
58160ψυχοτρόπος, ος, ο ψυ-χο-τρό-πος επίθ. & ψυχότροπος: ΦΑΡΜΑΚ. που επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και μεταβάλλει την αντιληπτική και συναισθηματική κατάσταση του ατόμου: ~ες: ουσίες. ~α: ναρκωτικά (πβ. ψυχοληπτικά). ΣΥΝ. ψυχοδραστικός ● Ουσ.: ψυχοτρόπα & ψυχότροπα (τα): ενν. φάρμακα. Βλ. αγχολυτικά, ηρεμιστικά. ΣΥΝ. ψυχοφάρμακα [< γαλλ. psychotrope, 1951, αγγλ. psychotropic, 1948]
58161ψυχοφάρμακαψυ-χο-φάρ-μα-κα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. ψυχοφάρμακο}: φάρμακα που έχουν διεγερτική ή κατασταλτική επίδραση στον ψυχισμό του χρήστη: παρενέργειες των ~άκων. Βλ. αντικαταθλιπτικά, ψυχοληπτικά. ΣΥΝ. ψυχοτρόπα [< γερμ. Psychopharmaka]
58162ψυχοφαρμακολογίαψυ-χο-φαρ-μα-κο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΦΑΡΜΑΚ. κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τον μηχανισμό δράσης και τις παρενέργειες των ψυχοφαρμάκων: κλινική ~. [< αγγλ. psychopharmacology, 1920, γαλλ. psychopharmacologie, 1956]
58163ψυχοφθόρος, ος/α, ο ψυ-χο-φθό-ρος επίθ. (λόγ.): που καταπονεί, ταλαιπωρεί ψυχικά το άτομο: ~ο: συναίσθημα. ~α: διαδικασία (των πέναλτι)/κατάσταση. Πβ. ψυχοβλαβής. Βλ. φθοροποιός. ΣΥΝ. ψυχοκτόνος ΑΝΤ. ψυχωφελής [< μτγν. ψυχοφθόρος]
58164ψυχοφυσικήψυ-χο-φυ-σι-κή ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. κλάδος που μελετά την ποσοτική σχέση ανάμεσα στα φυσικά ερεθίσματα και τον υποκειμενικό τρόπο που γίνονται αντιληπτά από τον άνθρωπο. [< γερμ. Psychophysik, γαλλ. psychophysique , αγγλ. psychophysics]
58165ψυχοφυσικός, ή, ό ψυ-χο-φυ-σι-κός επίθ.: ΨΥΧΟΛ. που σχετίζεται με την ψυχοφυσική: ~ές: μέθοδοι/μετρήσεις. ~ά: φαινόμενα. [< γερμ. psychophysisch, γαλλ. psychophysique, αγγλ. psychophysical]
58166ψυχοφυσιολογίαψυ-χο-φυ-σι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) & φυσιολογική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. κλάδος που εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη φυσιολογία και στη συμπεριφορά. Βλ. βιοψυχολογία. [< γερμ. Psychophysiologie, γαλλ. psychophysiologie, αγγλ. psychophysiology]
58167ψυχοφυσιολογικός, ή, ό ψυ-χο-φυ-σι-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΨΥΧΟΛ. που σχετίζεται με την ψυχοφυσιολογία: ~ές: διαταραχές. ~ά: συμπτώματα. [< γερμ. psychophysiologisch, γαλλ. psychophysiologique, αγγλ. psychophysiologic(al)]
58168ψύχραψύ-χρα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ψυχρός καιρός: βραδινή/πρωινή ~. Έβαλε/έπιασε/έχει/κάνει ~. Πβ. αγιάζι, απόβροχο. Βλ. δροσιά. ΑΝΤ. θαλπωρή. ● Υποκ.: ψυχρούλα (η) ● ΦΡ.: στην ψύχρα (προφ.): χωρίς ενδοιασμό ή προσπάθεια συγκάλυψης, απόκρυψης: Μου είπε ~ ~ (: κατάμουτρα, στα ίσια, χωρίς περιστροφές) ότι ... Με παράτησε ~ ~ (= στα καλά καθούμενα) και πήγε να βρει τους φίλους του. Τον σκότωσε ~ ~ (= εν ψυχρώ). [< μτγν. ψύχρα]
58169ψυχραιμίαψυ-χραι-μί-α ουσ. (θηλ.): νηφάλια αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, ψυχική ηρεμία και αυτοκυριαρχία: αξιοσημείωτη/θαυμαστή/μεγάλη/ολύμπια/παροιμιώδης ~. Έκκληση για ~. Απώλεια της ~ας. (μτφ., για πρόσ.) Τέρας ~ας. Επιβάλλεται/συνιστώ (σύνεση και) ~! (Επ)έδειξε ~. Έχασε την ~ του (: τον έλεγχο, θόλωσε, πανικοβλήθηκε) κι άρχισε να φωνάζει. Πρέπει να διατηρήσεις/κρατήσεις την ~ σου! Πραγματικά, απορώ με την ~ του! Πβ. αταραξία, αυτοέλεγχος, γερά/ατσάλινα νεύρα, γερό στομάχι, κρύο αίμα, φλέγμα2. Βλ. αλλοφροσύνη, νευρικότητα, σύγχυση. [< γαλλ. sang-froid]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.