Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58580-58600]

IDΛήμμαΕρμηνεία
58170ψύχραιμος, η, ο ψύ-χραι-μος επίθ. {ψυχραιμότ-ερος, -ατος}: που διατηρεί την ψυχική του ηρεμία του απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις· που χαρακτηρίζεται από ψυχραιμία: Το παν είναι να (παρα)μείνεις ~! Προσπάθησε να φανείς ~ (βλ. κάνω πέτρα την καρδιά μου)! Με την επέμβαση των ~έρων, αποτράπηκαν τα χειρότερα. Πβ. ατάραχος, ήρεμος, κουλ, νηφάλιος, φλεγματικός. ΑΝΤ. ευέξαπτος, θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.|| ~η: ανάλυση (των γεγονότων)/αντίδραση/αντιμετώπιση/απάντηση/στάση. ~ες: αποφάσεις. Βλ. εν θερμώ. ● επίρρ.: ψύχραιμα ● ΦΡ.: είμαι/έχω μείνει ταπί (και ψύχραιμος) βλ. ταπί1 [< γαλλ. de sang-froid]
58171ψυχραίνωψυ-χραί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψύχρ-ανε, -άνει, -άνθηκε, -ανθεί, ψυχραίν-οντας, ψυχρ-αμένος} 1. (μτφ.) ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να χάσει κάποιος τον ενθουσιασμό ή τη διάθεσή του για κάτι: Την ~ανε η στάση/συμπεριφορά του. 2. (σπάν.) κάνω κάτι ψυχρό: Ο αέρας από το ανοιχτό παράθυρο ~ανε το δωμάτιο. ΑΝΤ. θερμαίνω (1) ● ψυχραίνει: γίνεται ψυχρός: Ο καιρός έχει ~άνει (: κρυώσει· ΑΝΤ. έχει ζεστάνει). ● Παθ.: ψυχραίνομαι (μτφ.): απομακρύνομαι συναισθηματικά από κάποιον, παύω να τρέφω φιλικά αισθήματα γι' αυτόν: Τον τελευταίο καιρό, έχουν ~ανθεί (= παγώσει) οι σχέσεις τους.|| (σπάν. στην ενεργ. φωνή) Έχει ~άνει το κλίμα ανάμεσα στα δύο κράτη. [< 2: μτγν. ψυχραίνω]
58172ψύχρανσηψύ-χραν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): πτώση της θερμοκρασίας, κρύωμα, πάγωμα: (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ του πλανήτη. Βλ. (υπερ)θέρμανση.|| (μτφ.) ~ της σχέσης τους. [< μτγν. ψύχρανσις 'ψύξη']
58173ψυχρο- & ψυχρό- & ψυχρ- & ψύχρ-α΄συνθετικό με αναφορά 1. στην ιδιότητα του ψυχρού: ψυχρ-αίνω.|| (κυρ. μτφ.) Ψυχρο-πολεμικός.|| Ψυχρ-αιμία. 2. (επιστ.) στο ψύχος: ψυχρό-μετρο. Βλ. θερμο-
58174ψυχρόαιμος, η, ο ψυ-χρό-αι-μος επίθ.: ΒΙΟΛ. ποικιλόθερμος. ΑΝΤ. θερμόαιμος (2) [< γαλλ. à sang-froid]
58175ψυχρολουσίαψυ-χρο-λου-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-προφ.) μεγάλη απογοήτευση, διάψευση προσδοκιών: Έπαθε/υπέστη μεγάλη ~. Μετά την πρώτη ~, ήρθε και το δεύτερο σοκ. Πβ. κάζο, νίλα, στραπάτσο. Βλ. αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού, παίρνω/τρώω την (πρώτη) κρυάδα. 2. μπάνιο με κρύο νερό, κυρ. στα πλαίσια θεραπευτικής αγωγής. [< 1: γαλλ. douche (froide) 2: αρχ. ψυχρολουσία]
58176ψυχρομετρίαψυ-χρο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. μέτρηση των θερμοδυναμικών ιδιοτήτων του αέρα· συνεκδ. ο σχετικός κλάδος: χρήση της ~ας στον κλιματισμό (: για τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών άνεσης). Βλ. -μετρία. [< γαλλ. psychrométrie, αγγλ. psychrometry]
58177ψυχρομετρικός, ή, ό ψυ-χρο-με-τρι-κός επίθ.: ΜΕΤΕΩΡ. που σχετίζεται με την ψυχρομετρία: ~ές ιδιότητες ή ~ά χαρακτηριστικά του αέρα (πβ. θερμοδυναμικός).|| (στον κλιματισμό:) ~ χάρτης ή ~ό διάγραμμα. [< γαλλ. psychrométrique, αγγλ. psychrometric(al)]
58178ψυχρόμετροψυ-χρό-με-τρο ουσ. (ουδ.): (ΜΕΤΕΩΡ., και στον κλιματισμό) όργανο μέτρησης της ατμοσφαιρικής υγρασίας, αποτελούμενο από δύο υδραργυρικά θερμόμετρα, ένα "υγρό" και ένα "ξηρό". Βλ. υγρόμετρο, -μετρο. [< γαλλ. psychromètre, αγγλ. psychrometer]
58179ψυχροπολεμικός, ή, ό ψυ-χρο-πο-λε-μι-κός επίθ.: που αναφέρεται στον Ψυχρό Πόλεμο· που φανερώνει ανταγωνισμό, αντιπαλότητα, εχθρότητα: ~ή: εποχή/πολιτική. Βλ. μετα~.|| (μτφ.) ~ή: ατμόσφαιρα/κατάσταση. ~ό: κλίμα.
58180ψυχρός, ή, ό ψυ-χρός επίθ. ΑΝΤ. θερμός 1. του οποίου η θερμοκρασία είναι πολύ πιο χαμηλή από τη φυσιολογική ή συνηθισμένη: ~ός: αέρας/άνεμος (βλ. βοριάς)/καιρός (βλ. ψύχρα)/χειμώνας (ΑΝΤ. ήπιος). ~ές: (ΜΕΤΕΩΡ.) αέριες μάζες/νύχτες/χώρες (: βόρειες). ~ά: κλίματα (βλ. εύκρατος)/(θαλάσσια) ρεύματα. Πβ. κρύος.|| ~ά: επιθέματα (βλ. παγοκύστη)/(ΟΙΚΟΔ.) υλικά (: αντανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία, αποθηκεύοντας μικρά ποσά θερμότητας).|| ~ή: (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) έκθλιψη ελαιοκάρπου (βλ. αγουρέλαιο, παρθένο ελαιόλαδο)/(ΦΥΣ. ΠΥΡ.) σύντηξη/(ΤΕΧΝΟΛ.) υάλωση. ~ό: (ΦΥΣ.) πλάσμα.|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ φωτισμός/~ό φως (: από λάμπες αλογόνου ή λαμπτήρες φθορισμού ~ής καθόδου). Βλ. θερμοκρασία χρώματος.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.-ΤΕΧΝΟΛ.) ~ή: εκκίνηση (: κινητήρα ή υπολογιστή που έχει μείνει καιρό εκτός λειτουργίας). 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη συναισθηματισμού, οικειότητας, συμπόνιας ή ενθουσιασμού: ~ός: άνθρωπος (πβ. αναίσθητος, απαθής, απλησίαστος, απρόσωπος, ασυγκίνητος, βαρύς, κρυόπλαστος, παγοκολόνα· ΑΝΤ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός)/εκτελεστής (πβ. στυγνός)/επαγγελματίας/παρατηρητής (των γεγονότων· πβ. αμέτοχος). ~ή: γυναίκα (: ανέραστη, ανοργασμική, ασεξουαλική· ΑΝΤ. παθιάρα, φλογερή). Πβ. κρύος.|| ~ή: αδιαφορία (ΣΥΝ. παγερός)/απάντηση (= ξερή)/ατμόσφαιρα/συμπεριφορά (πβ. ιδρυματικός)/υποδοχή (ΑΝΤ. εγκάρδιος). ~ές: σχέσεις. Αν δει κανείς τα γεγονότα με ~ή (= αντικειμενική, ουδέτερη) ματιά, ... Οι ~οί αριθμοί δείχνουν ότι ...|| ~ή: καρδιά (ΣΥΝ. πέτρινος· ΑΝΤ. ζεστός)/ομορφιά/φωνή. ~ό: βλέμμα (= ανέκφραστο· ΣΥΝ. γυάλινος, παγωμένος)/ύφος (πβ. συγκρατημένο). ● επίρρ.: ψυχρά: στη σημ. 2: Με χαιρέτησε ~. ΣΥΝ. κρύα ● ΣΥΜΠΛ.: Ψυχρός Πόλεμος: ΙΣΤ. (μετά το 1945 ως το 1991) περίοδος έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, η οποία δεν οδήγησε σε πολεμική σύγκρουση, αλλά πήρε τη μορφή ανταγωνισμού και επίδειξης δύναμης σε διάφορους τομείς (κυρ. οικονομικό, γεωπολιτικό, κατασκοπεία, προπαγάνδα, δίκτυα συμμαχιών, ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, κατάκτηση του Διαστήματος): η εποχή (= ψυχροπολεμική)/το τέλος του ~ού Πολέμου. Βλ. ισορροπία (του) τρόμου, μακαρθισμός, σιδηρούν παραπέτασμα.|| (μτφ., με πεζά ψ, π:) ~ ~ ανάμεσα στις δύο εταιρείες για την κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά. [< αγγλ. cold war, 1945] , ψυχρά/κρύα χρώματα βλ. χρώμα, ψυχρή λογική βλ. λογική, ψυχρό μέτωπο βλ. μέτωπο ● ΦΡ.: εν ψυχρώ (λόγ.) ΑΝΤ. εν θερμώ 1. αδίστακτα, ανενδοίαστα, χωρίς συναισθηματισμούς: ~ ~ δολοφονία. Χτύπημα ~ ~. Τον εκτέλεσαν ~ ~.|| (σπάν.) Μου είπε ~ ~ (= στην ψύχρα) ότι ... 2. & σε ψυχρή κατάσταση: σε χαμηλή θερμοκρασία: (ΧΗΜ.-ΜΕΤΑΛΛ.) έλαση/κατεργασία (μετάλλων)/σφυρηλάτηση ~ ~., κακός, ψυχρός κι ανάποδος (προφ.-εμφατ.): για κάποιον δύστροπο ή για κάτι καθόλου ευνοϊκό: ~ ~ αυτός ο άνθρωπος, δεν μιλάει σε κανέναν!|| -Καλημέρα! -~ή, ~ή κι ~η!, κακά, ψυχρά κι ανάποδα βλ. ανάποδα, την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! βλ. μέρα [< αρχ. ψυχρός]
58181ψυχρότηταψυ-χρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) έλλειψη οικειότητας, φιλικότητας, ψυχικής θέρμης: συναισθηματική ~. Κλίμα ~ας στις σχέσεις των δύο χωρών (πβ. παγωμάρα, χαμηλό βαρομετρικό). Με υποδέχτηκε με ~ (= ψυχρά). Πβ. αδιαφορία, απάθεια, κρυάδα, τυπικότητα, φλέγμα2. ΑΝΤ. διαχυτικ-, εγκαρδι-ότητα, ζεστασιά. 2. (λόγ.) η ιδιότητα του πολύ κρύου: ~ των άκρων (: χεριών και ποδιών).|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Δείκτης ~ας (βλ. δείκτης δυσφορίας). Βλ. -ότητα. 3. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. (σεξουαλική δυσλειτουργία) κατάσταση μη ανταπόκρισης της γυναίκας στη σεξουαλική δραστηριότητα (δυσκολία ερεθισμού, ανοργασμία ή γενικότ. υποτονική ερωτική διάθεση). Βλ. κολεοσπασμός. [< αρχ. ψυχρότης 3: γαλλ. frigidité]
58182ψυχρόφιλος, η, ο ψυ-χρό-φι-λος επίθ.: ΒΙΟΛ. (για μικροοργανισμό ή φυτό) που ζει ή/και αναπτύσσεται σε σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες: ~α: βακτήρια/(ΒΟΤ.) είδη (π.χ. χλοοτάπητας). Βλ. μεσόφιλος, -φιλος. ΑΝΤ. θερμόφιλος [< πβ. γαλλ. psychrophile, 1963, αγγλ. psychrophilic]
58183ψύχωψύ-χω ρ. (μτβ.) {(σπάν.) έψυξε, ψύξει, ψύ-χθηκε, -χθεί, ψύχ-οντας, -όμενος, ψυγμένος} (επιστ.): κρυώνω, παγώνω (κάτι): (ΦΥΣ.) Ο αέρας ~εται. Τα στερεά συστέλλονται, όταν ~ονται. Πβ. κατα~. Βλ. απο~. ΑΝΤ. θερμαίνω (1) [< αρχ. ψύχω]
58184ψυχωμένος, η, ο ψυ-χω-μέ-νος επίθ. (προφ.): που έχει πείσμα, θάρρος και γενναιότητα: (κυρ. ΑΘΛ.) ~ ο ... κέρδισε τον αγώνα (: για ομάδα).|| ~η: εμφάνιση/νίκη/πρόκριση. Βλ. λιγόψυχος. [< μτχ. παρακ. του μτγν. ρ. ψυχῶ]
58185ψύχωσηψύ-χω-ση ουσ. (θηλ.) {γεν. πληθ. ψυχώσ-εων} 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. σοβαρή διαταραχή κατά την οποία παρατηρείται απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα σε τέτοιο βαθμό που, αν ο ασθενής δεν λάβει την απαραίτητη θεραπεία, να μην μπορεί να λειτουργήσει στην καθημερινότητά του: (είδη/μορφές ~ώσεων:) βραχεία αντιδραστική (: εκδηλώνεται αιφνίδια)/δυαδική (: αναπτύσσεται στο πλαίσιο στενής σχέσης με ψυχωτικό άτομο)/μανιοκαταθλιπτική (= διπολική διαταραχή)/οργανική (: οφείλεται σε ιατρικά αίτια)/τοξική (: προκαλείται από τοξική ουσία, π.χ. αλκοόλ, ναρκωτικά) ~. Συμπτώματα ~ης (: αλλαγές στη διάθεση και τη συμπεριφορά, αλλοιωμένα συναισθήματα, αποδιοργανωμένη σκέψη, παραισθήσεις). Βλ. νεύρωση, σχιζοφρένεια. 2. (μτφ.-προφ.) πάθος, εμμονή με κάτι: Έχει ~ με τον υπολογιστή. Πβ. κόλλημα, λόξα, μανία, τρέλα, ψώνιο. [< πβ. μτγν. ψύχωσις ‘εμψύχωση’ 1: γαλλ. psychose, γερμ. Psychose, αγγλ. psychosis]
58186ψυχωτικός, ή, ό ψυ-χω-τι-κός επίθ./ουσ. & ψυχωσικός: ΨΥΧΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ψύχωση: ~ή: κατάθλιψη/συνδρομή. ~ό: επεισόδιο. ~ές: διαταραχές (βλ. σχιζοφρένεια). ~ά: συμπτώματα. Βλ. αντιψυχωτικά.|| ~ά: άτομα. (ως ουσ.) Οι ~οί (ενν. ασθενείς). Βλ. νευρωτικός.|| (μτφ.-προφ.) Είναι ~ (: έχει εμμονή) με τη δουλειά. [< γαλλ. psychotique, γερμ. psychotisch, αγγλ. psychotic]
58187ψυχωφελής, ής, ές ψυ-χω-φε-λής επίθ. {ψυχωφελ-ούς | -είς, (ουδ. -ή)} (λόγ.): που είναι ωφέλιμος για την ψυχή, που έχει διδακτικό χαρακτήρα: (κυρ. ΕΚΚΛ.) ~είς: διηγήσεις. ~ή: κείμενα (= πατερικά).|| Βλ. ψυχοφθόρος. [< μτγν. ψυχωφελής]
58188ψωλαράςψω-λα-ράς ουσ. (αρσ.) (λ. ταμπού-μεγεθ.): άντρας με μεγάλο πέος. Βλ. -αράς. ΣΥΝ. πουτσαράς (1)
58189ψωλήψω-λή ουσ. (θηλ.) (λ. ταμπού): πέος. ● Υποκ.: ψωλάκι (το) ● Μεγεθ.: ψωλάρα (η) [< αρχ. ψωλή 'πέος σε στύση']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.