ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58190 | ψωμάκια | ψω-μά-κια ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.): συσσώρευση λίπους στην πλάγια περιοχή των μηρών ορισμένων γυναικών: ~ και κυτταρίτιδα. Έχει ~ στη μέση. Βλ. λιποδυστροφία, παχάκια, περιφέρεια, σωσίβιο, τοπικό πάχος. | |
58191 | ψωμάς | ψω-μάς ουσ. (αρσ.) (προφ.) 1. αρτοποιός. 2. που του αρέσει πολύ το ψωμί. Βλ. -άς. | |
58192 | ψωμί | ψω-μί ουσ. (ουδ.) {ψωμ-ιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. βασικό είδος διατροφής που φτιάχνεται από ζύμη αποτελούμενη από αλεύρι, νερό, αλάτι και μαγιά και ψήνεται στον φούρνο: άζυμο/άσπρο/αφράτο/βιολογικό/γαλλικό (βλ. μπαγκέτα)/ζεστό/ζυμωτό/ιταλικό (βλ. τσιαπάτα, φοκάτσια)/καλαμποκίσιο (πβ. μπομπότα)/καψαλισμένο (βλ. μπρουσκέτα)/κριθαρένιο/μαύρο/μπαγιάτικο/παραδοσιακό/πιτυρούχο/πολύσπορο/σκληρό/σπιτικό/σταρένιο/στρογγυλό/σύμμικτο/τραγανό/φρέσκο/φρυγανισμένο ~. ~ με προζύμι (βλ. ανεβατό)/σουσάμι. ~ διαίτης/ολικής αλέσεως/σικάλεως/φόρμας. ~ για/του τοστ. ~ με ελιές (= ελιόψωμο)/σταφίδες (= σταφιδόψωμο). ~ και (= ψωμοτύρι)/με τυρί (= τυρόψωμο). ~ στα κάρβουνα. Η κόρα/η ψίχα/τα ψίχουλα του ~ιού. Μαχαίρι/μηχανή (= αρτοπαρασκευαστής)/ξύλο κοπής ~ιού. Ένα κιλό/μια φραντζόλα ~. Μια φέτα ~. Πβ. άρτος. Βλ. αρτο-, αρτοσκευάσματα, εφτάζυμο, κουλούρα, κουτσούνα, λαγάνα, λαδό-, τηγανό-, χριστό-ψωμο, παξιμάδι, φρυγανιά. 2. (κατ' επέκτ.) τα προς το ζην: αγώνας για το ~. Με το κλείσιμο της επιχείρησης, πολλές οικογένειες έχασαν το ~ τους. 3. (ΚΔ) τα υλικά αγαθά: Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ~. ● Υποκ.: ψωμάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χωριάτικο ψωμί/ψωμί χωριάτικο βλ. χωριάτικος, ψωμί πολυτελείας βλ. πολυτέλεια ● ΦΡ.: (λέω) το ψωμί ψωμάκι (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζω μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, είμαι πολύ φτωχός: Με τέτοια κρίση, θα πούμε ~ ~!, για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί (μτφ.-προφ.): για πολύ λίγα χρήματα: Δούλευε όλη μέρα ~ ~. Πούλησε το οικόπεδο ~ ~. ΣΥΝ. αντί/έναντι πινακίου φακής, δεν έχει ψωμί να φάει (μτφ.-προφ.): είναι πολύ φτωχός, λιμοκτονεί. Πβ. ψωμολυσσάω., έχει (πολύ) ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.): απαιτεί πολύ χρόνο, έχει ακόμη πολλή δουλειά μέχρι να ολοκληρωθεί: Η υπόθεση ~ ~., έχει ψωμί/φαΐ (μτφ.-προφ.): έχει κέρδος, όφελος, κυρ. οικονομικό, ή παρουσιάζει ενδιαφέρον: Η δουλειά ~ ~, μην την αφήσεις! Μυρίστηκε ότι έχει ψωμί (= ζουμί) η υπόθεση κι άρχισε να ψάχνει πληροφορίες., θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα & πολύ ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.) 1. χρειάζεται πολύς χρόνος, προσπάθεια ή/και υπομονή για να πετύχει κάτι: Έχει να φάει ~ ~, για να γίνει καλός στη δουλειά του. Θέλω πολλά ψωμιά ακόμα, για να σε φτάσω! 2. θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα: Είναι γερό σκαρί, έχει να φάει ~ ~., τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του & (σπάν.) τα καρβέλια του (μτφ.-προφ.) 1. (για πρόσ.) δεν θα ζήσει ή δεν θα παραμείνει στη θέση του για πολύ καιρό ακόμα: || Λίγα είναι τα ~ του στην εταιρεία, σύντομα θα τον απολύσουν. Μη στενοχωριέσαι κι είναι μετρημένα ~ ~! 2. (για πράγμα) έχει παλιώσει, δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο: Τα 'φαγε ~ ~ το αμάξι/κομπιούτερ., το γλυκό/πικρό ψωμί (μτφ.-προφ.): για ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία: το γλυκό ~ της εξουσίας/νίκης. Το πικρό ~ της προσφυγιάς., το καθημερινό ψωμί (μτφ.) 1. ο βιοπορισμός: Δούλευε σκληρά, για να βγάζει ~ ~. Πβ. άρτος ο επιούσιος. Βλ. μεροκάματο. 2. καθετί σύνηθες: Η αδικία έγινε ~ ~. [< γαλλ. le pain quotidien] , τρώω ψωμί (από κάποιον) (μτφ.-προφ.): μου προσφέρει δουλειά και μισθό: Χιλιάδες εργαζόμενοι τρώνε ~ από τις επιχειρήσεις/τα χέρια του., βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βούτυρο στο ψωμί βλ. βούτυρο, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, ψωμί κι ελιά/ελιές βλ. ελιά [< μεσν. ψωμί < μτγν. ψωμίον < αρχ. ψωμός ‘κομμάτι ψωμιού ή άλλου πράγματος’] | |
58193 | ψωμιέρα | ψω-μιέ-ρα ουσ. (θηλ.): θήκη με καπάκι για τη φύλαξη του ψωμιού ή σκεύος για την τοποθέτηση και το σερβίρισμά του: θερμαινόμενη/μεταλλική/ξύλινη ~. Βλ. -ιέρα. | |
58194 | ψωμόλυσσα | ψω-μό-λυσ-σα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. μεγάλη πείνα ή κατ' επέκτ. φτώχεια. Πβ. λόρδα. 2. & ψωμόλυσσας (ο): (για πρόσ.) που πεινά πολύ· κατ' επέκτ. λιγούρης. Πβ. πειναλέος. | |
58195 | ψωμολυσσάω | ψω-μο-λυσ-σά-ω ρ. (αμτβ.) {ψωμολυσσάξει} & (σπάν.) ψωμολυσσώ (λαϊκό): πεινώ πάρα πολύ· κατ' επέκτ. είμαι πολύ φτωχός, στερούμαι τα βασικά για την επιβίωσή μου. Πβ. δεν έχει ψωμί να φάει, λιμοκτονώ. ΣΥΝ. πεθαίνω/ψοφώ της πείνας/από την πείνα | |
58196 | ψωμοτύρι | ψω-μο-τύ-ρι ουσ. (ουδ.) (προφ.): ψωμί και τυρί, συνήθ. ως πρόχειρο ή φτωχικό γεύμα. Βλ. κολατσιό. ● ΦΡ.: έχω κάτι (για)/έχω κάνει κάτι ψωμοτύρι & είναι το ψωμοτύρι μου (προφ.): λέω ή κάνω κάτι συνέχεια ή/και με μεγάλη ευκολία: Τα κομπλιμέντα τα έχει για/τα έχει κάνει ~. Οι καβγάδες είναι το ~ του. | |
58197 | ψωμωμένος | , η, ο ψω-μω-μέ-νος επίθ. 1. {κυρ. στο θηλ.} (προφ.) παχουλός, στρουμπουλός, τροφαντός. 2. {συνήθ. στο αρσ.} (προφ.) γεροδεμένος, εύσωμος. 3. (λαϊκό, ιδ. για σπόρους δημητριακών) ώριμος, γινωμένος, μεστωμένος: ~α: στάχυα. Το σιτάρι είναι ~ο (ΣΥΝ. ψημένος). | |
58198 | ψώνια | ψώ-νια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ψώνιο} (προφ.): αγαθά που αγοράζει κάποιος, για να καλύψει κυρ. καθημερινές ανάγκες· συνεκδ. αγορές: τα ~ του/απ' το σούπερ-μάρκετ. Δίχτυ/καλάθι/καροτσάκι/τσάντα για (τα) ~. Λίστα με τα ~ (της εβδομάδας). Κάνω τα ~ μου (= ψωνίζω). Γύρισε απ' τη λαϊκή φορτωμένη με ~ (: σακούλες με ~). Βγαίνω για τα τελευταία ~/για τα ~ της τελευταίας στιγμής.|| Βόλτα για ~. Πάω στα μαγαζιά για ~. Πβ. σόπινγκ.|| Πασχαλινά/χριστουγεννιάτικα ~. Ηλεκτρονικά ~ ή ~ στο διαδίκτυο.|| (προφ.) Θα πάμε για κανά ψώνιο. Βλ. μονο-, ολιγο-ψώνιο. [< μεσν. ψώνι < μτγν. ὀψώνιον ‘αμοιβή, ανταμοιβή’] | |
58199 | ψωνίζω | ψω-νί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψώνι-σα, ψωνί-σει, -στηκα, -στεί, ψωνίζ-οντας, ψωνι-σμένος} 1. αγοράζω αγαθά για την κάλυψη συνήθ. άμεσων αναγκών, κυρ. είδη διατροφής ή ρουχισμού: ~ απ' τη λαϊκή/το μπακάλικο/το περίπτερο/το σούπερ-μάρκετ. ~σα (= πήρα) αλεύρι/ντομάτες/μια μπλούζα. ~σα για όλη την εβδομάδα. 2. (μτφ.-αργκό, κυρ. στο ποδόσφαιρο) καταλαβαίνω, διαισθάνομαι τις προθέσεις του αντιπάλου: Τον ~σε κι απέκρουσε το πέναλτι. ● Παθ.: ψωνίζομαι (μτφ.-αργκό): εκδίδομαι, εκπορνεύομαι. ● ΦΡ.: πού το(ν)/την ψώνισες (αυτό(ν)/αυτήν το(ν)/την ...); (προφ.-ειρων.): πού πήγες και το(ν)/τη βρήκες;, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε & έχει ψωνιστεί/ψωνίστηκε (μτφ.-προφ.) 1. συμπεριφέρεται αλαζονικά, πιστεύει πως είναι σπουδαίος. Βλ. ψωνισμένος. ΣΥΝ. έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα, καβάλησε το καλάμι 2. τρελάθηκε: Πάει, ~ ~ (= έχει σαλτάρει, του έχει στρίψει)!|| ~ ~ (= έχει τρέλα) με το τραγούδι. Έχει ~στεί (= ξετρελαθεί) με την ιδέα να ..., ψωνίζω από σβέρκο βλ. σβέρκος [< μεσν. (ὀ)ψωνίζω < μτγν. ὀψώνιον] | |
58200 | ψώνιο | ψώ-νιο ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. φαντασμένος, φιλάρεσκος: Είναι μεγάλο ~! Πβ. νούμερο, ψωνισμένος. 2. πάθος, μανία για κάτι: Η μουσική είναι το ~ του (βλ. χόμπι). Έχει ~ με τ' αυτοκίνητα/το σινεμά (= κόλλημα, τρέλα, ψύχωση). Είναι ~ (= κολλημένος, τρελαμένος) με το τραγούδι.|| Έχει το ~ να γίνει ηθοποιός.|| (αργκό) Την έχει κάνει ~ (= έχει ψωνιστεί, ξετρελαθεί) με ... ● Μεγεθ.: ψωνάρα (η): στη σημ. 1. ● ΦΡ.: κάνω το κέφι/το γούστο/το ψώνιο μου βλ. κέφι [< μτγν. ὀψώνιον] | |
58201 | ψώνισμα | ψώ-νι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. αγορά κυρ. των βασικών, καθημερινών αγαθών· ψώνια. 2. (μτφ.) ξιπασιά, ψώνιο: Μα τόσο ~ πια! Ποιος νομίζει ότι είναι; 3. (αργκό) επιλογή συντρόφου για εφήμερη ερωτική σχέση (με ή χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα). Πβ. καμάκι. | |
58202 | ψωνισμένος | , η, ο ψω-νι-σμέ-νος επίθ. (προφ.) 1. που δείχνει ή χαρακτηρίζεται από υπεροψία, έπαρση: Είναι πολύ ~ (= ψώνιο).|| (κατ' επέκτ.) ~ο: ύφος. Πβ. αλαζον-, υπεροπτ-ικός. 2. που του αρέσει κάτι πάρα πολύ, ξετρελαμένος: ~ με το ποδόσφαιρο. | |
58203 | ψωνιστήρι | ψω-νι-στή-ρι ουσ. (ουδ.) (αργκό): αναζήτηση ερωτικού συντρόφου, συνήθ. επί πληρωμή ή/και για εφήμερη σχέση: Κάνει ~. Βλ. -τήρι, καμάκι. | |
58204 | ψωνίστικος | , η, ο ψω-νί-στι-κος επίθ. (νεαν. αργκό): που δείχνει έπαρση, ξιπασιά: ~η: συμπεριφορά. ~ο: ύφος. Όσο ~ο και αν ακουστεί, ... Βλ. -ίστικος. | |
58205 | ψώρα | ψώ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. μεταδοτική δερματοπάθεια η οποία προκαλείται από ακάρεα, χαρακτηρίζεται από έντονη φαγούρα και εξανθήματα και προσβάλλει ανθρώπους και ζώα. Πβ. ακαρίαση. 2. ΖΩΟΛ. -ΓΕΩΠ. γένος εντόμων που προσβάλλουν φυτά: άσπρη ~. Κόκκινη ~ των εσπεριδοειδών. Μαύρη ~ της ελιάς. Βλ. ψευδόκοκκος. 3. (σπάν.-μτφ.-προφ.) επίμονη ενασχόληση, πάθος με κάτι: Έχει ~ με τα γρήγορα αυτοκίνητα. Από πού κόλλησες την ~ του συλλέκτη; Πβ. ψώνιο. ● ΦΡ.: ζήλια-ψώρα βλ. ζήλια, να 'ταν(ε) η ζήλια ψώρα/αν ήταν η ζήλια ψώρα, θα γέμιζε/θα κόλλαγε/θα την είχε όλη η χώρα βλ. ζήλια [< αρχ. ψώρα] | |
58206 | ψωραλέος | , α, ο ψω-ρα-λέ-ος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) εξαθλιωμένος, θλιβερός: Βλ. βρομιάρης, πειναλέος.|| Παίρνει έναν ~ο μισθό. Βλ. -αλέος. 2. που έχει ψώρα: ~ο: άλογο (= ψωράλογο). ΣΥΝ. ψωριάρης (2) [< 2: αρχ. ψωραλέος] | |
58207 | ψωράλογο | ψω-ρά-λο-γο ουσ. (ουδ.) 1. αδύνατο και γέρικο άλογο. Βλ. κουτσάλογο. 2. (για πρόσ.) υβριστικός χαρακτηρισμός. | |
58208 | ψωριάρης | , α, ικο ψω-ριά-ρης επίθ./ουσ. (προφ.) 1. (μτφ.) πολύ φτωχός· κατ' επέκτ. άθλιος, τιποτένιος. 2. που έχει ψώρα: ~ικο: σκυλί. Βλ. -ιάρης. ΣΥΝ. ψωραλέος (2) ● ΦΡ.: όλοι (οι καλοί) μαζί/όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια (παροιμ.): για κάποιον που κάθεται απομονωμένος, μακριά από τους άλλους. [< μεσν. ψωριάρης] | |
58209 | ψωρίαση | ψω-ρί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. χρόνια, μη μεταδιδόμενη, φλεγμονώδης πάθηση του δέρματος άγνωστης αιτιολογίας, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η εμφάνιση κόκκινων κηλίδων που καλύπτονται από παχιά, λευκά λέπια: σταγονοειδής/φλυκταινώδης ~. ~ κατά πλάκας. Βλ. -ίαση. [< μτγν. ψωρίασις, γαλλ.-αγγλ. psoriasis] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ