ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58210 | ψωριασικός | , ή, ό ψω-ρι-α-σι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ψωρίαση ή πάσχει από αυτή: ~ή: αρθρίτιδα.~ές: βλάβες.|| ~οί: ασθενείς. [< γαλλ. psoriasique, αγγλ. psoriatic] | |
58211 | ψωρο- & ψωρ- | α' συνθετικό για δήλωση 1. (κυρ. προφ.) μειωτικών χαρακτηρισμών ιδ. προσώπων: ψωρ-ιάρης (: άθλιος, τιποτένιος).|| (εμφατ.-ειρων.) Ψωρο-περήφανος.|| (ειδικότ.) Ψωρο-κώσταινα.|| Ψωρο-δουλειά/~μεροκάματο. 2. ΙΑΤΡ. όρων που αναφέρονται στην ψωρίαση. | |
58212 | ψωροκώσταινα | ψω-ρο-κώ-σται-να ουσ. (θηλ.) (μειωτ.-ειρων.): χαρακτηρισμός του νεοελληνικού κράτους, για να δηλωθεί η έλλειψη οικονομικών πόρων και οργάνωσης. Πβ. ρωμαίικο. Βλ. -αινα. | |
58213 | ψωροπερηφάνια | ψω-ρο-πε-ρη-φά-νια ουσ. (θηλ.) (προφ.-μειωτ.): η ιδιότητα του ψωροπερήφανου. Πβ. αλαζονία, ξιπασιά. | |
58750 | ψωροπερήφανος | , η, ο ψω-ρο-πε-ρή-φα-νος επίθ. (προφ.): (για πρόσ.) με αλαζονική συμπεριφορά, ακατάδεκτος, φαντασμένος, ενώ είναι φτωχός ή μειονεκτεί. Πβ. ψηλομύτης. | |
58214 | ω | επιφών. 1. (συνήθ. με παράταση της διάρκειας του φθόγγου· συνοδεύεται από επιφωνηματική ή ερωτηματική φράση ή πρόταση) δηλώνει έντονο συναίσθημα, συνήθ. έκπληξη, χαρά, θαυμασμό, λύπη, αγανάκτηση: ~! Τι πήγες κι έκανες;/σ΄ ευχαριστώ πολύ! ~, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!|| (συνήθ. ειρων.) ~, τον αγαπητό μας (φίλο)! Πώς και από 'δω;|| ~! Τι υπέροχο σπίτι!|| ~, ναι! Περάσαμε τέλεια στην εκδρομή!|| ~, Θε(έ)/Χριστέ μου! Τι βλέπουν τα μάτια μου! ~! Τι κακό μας βρήκε! ~! Τι δυστυχία/στενοχώρια είν΄ αυτή!|| (: ως έκφρ. συμπόνιας, συχνά ειρων.) ~ , καημενούλη μου! Πόσο σε λυπάμαι!|| (οικ.) ~, το γλυκούλι μου! Πονάς; || (+ γεν., λόγ.-επιτατ.) ~ του θαύματος (βλ. θαύμα). ~ της ατυχίας. ~ της ηλιθιότητας/υποκρισίας. Πβ. φευ. 2. σε προσφωνήσεις λόγιας ή αρχαίας προέλευσης: ~ κύριοι δικαστές. [< αρχ. ὦ, ὤ] | |
58216 | ώα | [ᾤα] ώ-α ουσ. (θηλ.) {χωρ. πληθ.} 1. ΦΙΛΟΛ. περιθώριο· ειδικότ. το άγραφο μέρος της σελίδας παλαιού χειρογράφου ή εντύπου: βυζαντινές σημειώσεις στην ~. 2. (αρχαιοπρ.) ούγια. [< αρχ. ᾤα] | |
58217 | ωαγωγός | [ὠαγωγός] ω-α-γω-γός ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. σάλπιγγα. [< γαλλ. oviducte, γερμ. Eileiter] | |
58218 | ωάριο | [ᾠάριο] ω-ά-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ωαρί-ου | -ων}: ΒΙΟΛ. το γεννητικό κύτταρο που παράγεται στις ωοθήκες των γυναικών και των θηλυκών ζώων: ώριμο ~. Κατάψυξη ~ων (πβ. υαλοποίηση). ΣΥΝ. θηλυκός γαμέτης. [< μτγν. ᾠάριον 'αβγουλάκι', γαλλ. ovule] | |
58219 | ωδειακός | , ή, ό [ᾠδειακός] ω-δει-α-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με το ωδείο: ~ή: εκπαίδευση. ~ές: σπουδές. | |
58220 | ωδείο | [ᾠδεῖο] ω-δεί-ο ουσ. (ουδ.) (συνήθ. με κεφαλ. Ω) 1. σχολή όπου παραδίδονται μαθήματα μουσικής και φωνητικής: Εθνικό ~. Πβ. κονσερβατουάρ. Βλ. αρμονία, σολφέζ. 2. ΑΡΧ. (κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα) οικοδόμημα μικρότερης έκτασης από το θέατρο, στο οποίο διεξάγονταν μουσικοί και θεατρικοί αγώνες ή παραστάσεις: το ~ του Ηρώδου του Αττικού. [< 2: αρχ. ᾠδεῖον, γαλλ. odéon, αγγλ. odeum] | |
58221 | ωδή | [ᾠδή] ω-δή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΛ.-ΛΟΓΟΤ. ποιητική σύνθεση που χαρακτηρίζεται από λυρικότητα και μεγαλοπρέπεια: (στην αρχαιότητα, προοριζόταν για τραγούδι) Οι ~ές του Βακχυλίδη/του Ορατίου/του Πινδάρου/της Σαπφούς. Βλ. ελεγεία, παιάνας.|| (: στη νεότερη ποίηση) Οι ~ές του Κάλβου.|| (μτφ.) Έργο που αποτελεί ~ στην ελευθερία (: την εξυμνεί). 2. ΜΟΥΣ. μουσική σύνθεση για ορχήστρα, σολίστ ή/και χορωδία, που αποτελεί συνήθ. μελοποίηση αντίστοιχου είδους ποιήματος. 3. ΕΚΚΛΗΣ. καθένα από τα εννέα βιβλικά άσματα τα οποία ψάλλονται κατά την ακολουθία του Όρθρου και αποτελούνται από έναν ειρμό και τρία έως πέντε τροπάρια. Βλ. ύμνος. [< αρχ. ᾠδή, γαλλ.-αγγλ. ode] | |
58223 | ωδική | [ᾠδική] ω-δι-κή ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. το μάθημα της μουσικής. | |
58224 | ωδικός | , ή, ό [ᾠδικός] ω-δι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ωδικά πτηνά & ωδικά πουλιά: ΟΡΝΙΘ. που κελαηδούν μελωδικά. Βλ. αηδόνι, καναρίνι, κορυδαλλός, παπαδίτσα, σπίζα, στρουθιόμορφα, τσοπανάκος, φλώρος. [< γαλλ. oiseaux chanteurs] [< αρχ. ᾠδικός] | |
58225 | ωδίνες | [ὠδῖνες] ω-δί-νες ουσ. (θηλ.) (οι): ΙΑΤΡ. οι πόνοι του τοκετού. [< αρχ. ὠδῖνες] | |
58226 | ώθηση | [ὤθηση] ώ-θη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως} 1. (κυρ. επιστ.) άσκηση δύναμης σε ένα σώμα προκειμένου να τεθεί σε κίνηση: σύστημα ~ης. Βλ. πρόωση.|| (ΦΥΣ.) Η ενέργεια/η κατεύθυνση/το μέτρο της ~ης.|| (ΜΗΧΑΝ.) Ενεργητική/παθητική ~. ~ήσεις γαιών κατά μήκος του τοίχου. Βλ. εξ~, επ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ηλεκτρικές ~ήσεις στον καρδιακό μυ.|| Δώσε ~ (= σπρώξε)! Πβ. απ~. ΣΥΝ. ώση 2. (μτφ.) ενίσχυση, ενδυνάμωση· (για πρόσ.) παρακίνηση, προτροπή, παρότρυνση: ~ στην αγορά/στο κόμμα. Αναπτυξιακή ~ των επιχειρήσεων. Η τεχνολογική πρόοδος έδωσε ισχυρή/νέα ~ στην επιστημονική έρευνα. Πβ. τόνωση.|| Εσωτερική/ψυχολογική ~ (για δημιουργία). Πβ. παρ~, φωνή. Βλ. προ~. [< 1: μτγν. ὤθησις, γαλλ.-αγγλ. impulsion] | |
58227 | ωθητικός | , ή, ό [ὠθητικός] ω-θη-τι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την ώθηση: ~ός: αγωγός. ~ή: δύναμη. Πβ. ωστικός. Βλ. απ~, προ~. [< γαλλ. impulsif] | |
58228 | ωθώ | [ὠθῶ] ω-θώ ρ. (μτβ.) {ωθ-είς ..., -ώντας | ώθ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος} (λόγ.) 1. ασκώ δύναμη σε ένα σώμα με σκοπό τη μετακίνηση, μετατόπισή του· σπρώχνω: ~ προς τα εμπρός/πάνω. (προστ.) ~ησε (το κουτί) με όλη σου τη δύναμη (= δώσε ώθηση· ΑΝΤ. τραβώ)! Ωθήσατε, αντί ωθήστε (: επιγραφή σε είσοδο, ενν. την πόρτα. ΑΝΤ. έλξατε).|| (ΙΑΤΡ.) Το αίμα ~είται στις αρτηρίες (: εξαιτίας της κολπικής συστολής). Βλ. απ~. 2. (μτφ.) παρακινώ, προτρέπω κάποιον να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια, ασκώντας πίεση· εξωθώ: (συνήθ. για κάτι αρνητικό) Αιτίες που ~ούν τα άτομα στη βία/στις καταχρήσεις/στον τζόγο. Τα οικονομικά προβλήματα τον ~ησαν να αναζητήσει δεύτερη δουλειά.|| ~ησε (= οδήγησε) τα πράγματα στα άκρα. Τον ~ησε (= υποχρέωσε) σε παραίτηση. Οι λόγοι που με ~ησαν σ' αυτή την απόφαση είναι ... ~ούμενος από προσωπικό συμφέρον.|| (για κάτι θετικό:) Επενδύσεις που ~ησαν στην ανάπτυξη. Πβ. προκαλώ. Βλ. προ~. [< αρχ. ὠθῶ] | |
58229 | ωίδιο | [ὠίδιο] ω-ί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μύκητας που προσβάλλει κυρ. τα αμπέλια και συνεκδ. η αντίστοιχη ασθένεια. Βλ. -ίδιο, περονόσπορος. [< γαλλ. oïdium, αγγλ. oidium < νεολατ. o- + -idium < αρχ. ὠοειδὴς] | |
58230 | ωιμέ | βλ. οϊμέ |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ