ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58256 | ωμοπλάτη | [ὠμοπλάτη] ω-μο-πλά-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. καθένα από τα δύο πλατιά τριγωνικά οστά που βρίσκονται στο επάνω μέρος της πλάτης και πίσω από τον θώρακα: εξάρθρωση ~ης. Βλ. ωμική ζώνη. 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο τμήμα στην πλάτη ζώου και συνεκδ. το κρέας στο σημείο αυτό: χοιρινή ~. Πβ. σπάλα. [< αρχ. ὠμοπλάτη, γαλλ.-αγγλ. omoplate] | |
58257 | ωμοπλινθοδομή | [ὠμοπλινθοδομή] ω-μο-πλιν-θο-δο-μή ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΔ. κατασκευή από ωμοπλίνθους. Βλ. οπτοπλινθοδομή. | |
58258 | ωμόπλινθος | [ὠμόπλινθος] ω-μό-πλιν-θος ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΔ. πλίνθος που έχει ξεραθεί στον ήλιο. Βλ. οπτόπλινθος, τούβλο. [< μτγν. ὠμόπλινθον 'ωμή πλίνθος', γαλλ. brique crue] | |
58259 | ωμός | , ή, ό [ὠμός] ω-μός επίθ. 1. (για τροφή) που δεν έχει μαγειρευτεί: ~ή: σαλάτα. ~ό: αβγό/κρέας (= άψητο). ~οί: ξηροί καρποί. ~ά: λαχανικά/φρούτα/ψάρια (βλ. σούσι). Βλ. βραστός, τηγανητός, ψητός. 2. (μτφ.) σκληρός, απάνθρωπος: ~ός: εκβιασμός (πβ. απροκάλυπτος, στυγνός). ~ή: απάντηση (= κυνική)/απειλή/εικόνα. ~ές: επιθέσεις/παραβιάσεις/παρεμβάσεις. ~ά: συναισθήματα. Ταινίες ~ού ρεαλισμού. Μίλησε με ~ή γλώσσα. Πρέπει να δεις την ~ή (= γυμνή) αλήθεια/πραγματικότητα. Περιέγραψε την κατάσταση με τον πιο ~ό τρόπο.|| (για πρόσ.) Θα είμαι ~ και ειλικρινής μαζί σου. ● επίρρ.: ωμά: στη σημ. 2: Για να το θέσω/να το πω ~ (πβ. κοφτά, στα ίσια) ... ● ΣΥΜΠΛ.: ωμή βία 1. για πράξεις εξαιρετικά βίαιες και φρικιαστικές: σκηνές ~ής ~ας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος αποκρυπτογράφησης η οποία βασίζεται στην εξαντλητική δοκιμή όλων των πιθανών κλειδιών, μέχρι να βρεθεί το σωστό: επίθεση ~ής ~ας. Αλγόριθμοι ~ής ~ας. Βλ. χάκινγκ. [< 2: αγγλ. brute force] [< αρχ. ὠμός] | |
58260 | ώμος | [ὦμος] ώ-μος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. η περιοχή του σώματος από τη βάση του λαιμού μέχρι τον βραχίονα, στο σημείο όπου η κλείδα αρθρώνεται με την ωμοπλάτη: αριστερός/δεξιός ~. Αρθρίτιδα/κακώσεις/παθήσεις του ~ου. Πόνοι/τραυματισμός στον ~ο.|| (ΓΥΜΝ.) Ασκήσεις για τους ~ους. Άρσεις/εκτάσεις/πιέσεις ~ων. Σταθείτε όρθιοι με τα πόδια στο άνοιγμα των ~ων.|| Ανοιχτοί/γυμνασμένοι ~οι. Θήκη/ιμάντες/λουρί/τσάντα ~ου. Στο ύψος του ~ου. Σακίδιο περασμένο στον/κρεμασμένο από τον ~ο. Πουκάμισο στενό/φαρδύ στους ~ους. Μαλλιά που πέφτουν στους ~ους. Μου βγήκε ο ~ (: για εξάρθρημα ~ου). Τον χαιρέτησε χτυπώντας τον ελαφρά στον ~ο.|| (κατ' επέκτ., για μέρος ρούχου που καλύπτει τους ώμους:) Οι ~οι της ζακέτας/του σακακιού.|| (μτφ.) Ο ~ του αγγείου. ● ΣΥΜΠΛ.: παγωμένος ώμος: ΙΑΤΡ. φλεγμονή των αρθρώσεων του ώμου που συνοδεύεται από έντονους πόνους, δυσκαμψία και περιορισμό της κινητικότητας του. ● ΦΡ.: επ' ώμου: ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα για να τοποθετήσει ο στρατιώτης το όπλο του στον ώμο: ~ ~, αρμ!|| (μτφ.) Έχει πάρει όλες τις ευθύνες ~ ~., κουβαλώ/σηκώνω στους ώμους (μου) (συνήθ. μτφ.): επωμίζομαι, αναλαμβάνω μια ευθύνη: ~ ~ βαριά κληρονομιά/βαρύ φορτίο. Ηγέτης που σηκώνει στους ώμους του το βάρος μιας ιστορικής απόφασης.|| (κυριολ.) Τη σήκωσε ~ του., πάνω απ' τον ώμο (κάποιου) (σπάν.): υπεροπτικά, υπερήφανα, απαξιωτικά: Τον κοίταξε ~ ~ της., ώμο με ώμο: δίπλα-δίπλα: Πιαστήκανε ~ ~, για να χορέψουν., (ανα)σηκώνει τους ώμους/τις πλάτες (του) βλ. σηκώνω, (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο βλ. πόδι, παίρνω το δισάκι μου (στον ώμο) βλ. δισάκι, φέρει στους ώμους του βλ. φέρω [< αρχ. ὦμος] | |
58261 | ωμότητα | [ὠμότητα] ω-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ωμού: (μτφ.) η ~ της συμπεριφοράς του. Πβ. σκαι-, σκληρ-ότητα, τραχύτητα. Βλ. -ότητα. ● Ουσ.: ωμότητες (οι): βάναυσες, απάνθρωπες πράξεις: Ο εχθρός διέπραξε ~ σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Πβ. βαρβαρ-, βιαι-ότητα, θηρι-, κτην-ωδία. ΣΥΝ. αγριότητες [< αρχ. ὠμότης] | |
58262 | ωμοφαγία | [ὠμοφαγία] ω-μο-φα-γί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κατανάλωση ωμών ή άψητων τροφών, κυρ. κρέατος: χορτοφαγική ~. Βλ. -φαγία. [< μτγν. ὠμοφαγία, αγγλ. omophagia, omophagy, γαλλ. omophagie] | |
58263 | ωμοφαγικός | , ή, ό [ὠμοφαγικός] ω-μο-φα-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ωμοφαγία: ~ή: διατροφή. [< αγγλ. omophagic] | |
58264 | ωμοφάγος | , ος, ο [ὠμοφάγος] ω-μο-φά-γος επίθ./ουσ. (λόγ.): που τρέφεται με ωμές, άψητες τροφές, κυρ. άψητο κρέας. Βλ. -φάγος. [< αρχ. ὠμοφάγος] | |
58265 | ωμοφόριο | [ὠμοφόριο] ω-μο-φό-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ΕΚΚΛΗΣ. αρχιερατικό άμφιο που αποτελείται από μια πλατιά λωρίδα υφάσματος, την οποία φέρει ο επίσκοπος στους ώμους του κατά τη διάρκεια ιεροτελεστίας: μεγάλο/μικρό ~. Βλ. πετραχήλι. [< μτγν. ὠμοφόριον] | |
58272 | ώνια | [ὤνια] ώ-νι-α ουσ. (ουδ.) (τα) (επίσ.): (κυρ. στη στρατιωτική ορολογία) ψώνια: αξιωματικός ωνίων. [< αρχ. ὤνια] | |
58278 | ωο- | (λόγ.) α' συνθετικό κυρ. επιστ. όρων με αναφορά 1. στο αβγό: ~ειδής.|| ~τοκία. 2. στο ωάριο: ~θήκες/~ρρηξία. | |
58279 | ωογένεση | [ᾠογένεση] ω-ο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. η διαδικασία σχηματισμού ωαρίων. Βλ. -γένεση. [< γαλλ. oogenèse , αγγλ. oogenesis] | |
58280 | ωοειδής | , ής, ές [ᾠοειδής] ω-ο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που έχει σχήμα αβγού: ~ές: πρόσωπο. ~ή: φύλλα. Πβ. αβγοειδής, οβάλ. Βλ. -ειδής. [< αρχ. ᾠοειδὴς] | |
58281 | ωοθέτης | [ᾠοθέτης] ω-ο-θέ-της ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. αιχμηρό σωληνοειδές όργανο στο άκρο της κοιλιάς του θηλυκού σε πολλά έντομα, μέσω του οποίου εναποτίθενται τα αβγά ή/και δημιουργείται μία τρύπα, ως υποδοχέας αυτών. Βλ. κεντρί. [< γαλλ. ovipositeur, αγγλ. ovipositor] | |
58282 | ωοθηκεκτομή | [ᾠοθηκεκτομή] ω-ο-θη-κε-κτο-μή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εκτομή της μίας ή και των δύο ωοθηκών. Βλ. -εκτομή. [< γαλλ. ovariectomie, 1901, αγγλ. ovariectomy] | |
58283 | ωοθήκη | [ᾠοθήκη] ω-ο-θή-κη ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το αναπαραγωγικό όργανο του θηλυκού οργανισμού που αποτελείται από δύο γεννητικούς αδένες μέσα στους οποίους σχηματίζονται τα ωάρια και παράγονται γεννητικές ορμόνες. Βλ. παραμήτριο. 2. ΒΟΤ. το τμήμα του άνθους που περιέχει τις σπερματικές βλάστες. Βλ. -θήκη. ● ΣΥΜΠΛ.: πολυκυστικές ωοθήκες βλ. πολυκυστικός [< γαλλ. ovaire] | |
58284 | ωοθηκικός | , ή, ό [ᾠοθηκικός] ω-ο-θη-κι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ωοθήκη: ~ός: ιστός/καρκίνος. ~ή: ανεπάρκεια/διέγερση. ~ές: κύστεις. [< γαλλ. ovarien] | |
58285 | ωοθυλακικός | , ή, ό [ᾠοθυλακικός] ω-ο-θυ-λα-κι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ. που σχετίζεται με το ωοθυλάκιο: ~ό: υγρό. ~ή φάση του κύκλου. | |
58286 | ωοθυλάκιο | [ᾠοθυλάκιο] ω-ο-θυ-λά-κι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΛ. σφαιροειδής κύστη της ωοθήκης που περιέχει ένα ωάριο. [< γαλλ. follicule ovarien] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ