ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58287 | ωοθυλακιορρηξία | [ᾠοθυλακιορρηξία] ω-ο-θυ-λα-κι-ορ-ρη-ξί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. ωορρηξία. | |
58288 | ωοκύτταρο | [ᾠοκύτταρο] ω-ο-κύτ-τα-ρο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΛ. θηλυκό αναπαραγωγικό κύτταρο που ωριμάζοντας εξελίσσεται σε ωάριο. [< γερμ. Ovocyte, γαλλ.-αγγλ. o(v)ocyte] | |
58289 | ωοληψία | [ᾠοληψία] ω-ο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαδικασία λήψης ωαρίων από τις ωοθήκες που γίνεται με παρακέντηση, στα πλαίσια εξωσωματικής γονιμοποίησης. Βλ. εμβρυομεταφορά, -ληψία. | |
58290 | ωόν | [ᾠόν] ω-όν ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (επίσ.): αβγό. ● ΦΡ.: κακού κόρακος, κακόν ωόν βλ. κόρακας, σιγά τ' αβγά βλ. αβγό & αυγό [< αρχ. ᾠόν] | |
58291 | ωοπαραγωγή | [ᾠοπαραγωγή] ω-ο-πα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): παραγωγή αβγών από κότες πτηνοτροφείου: όρνιθες ~ής. Βλ. -παραγωγή. | |
58292 | ωορρηξία | [ᾠορρηξία] ω-ορ-ρη-ξί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. ρήξη, απελευθέρωση ωαρίου από την ωοθήκη: τεστ ~ας. ΣΥΝ. ωοθυλακιορρηξία [< γαλλ. ovulation] | |
58294 | ωοσκόπηση | [ᾠοσκόπηση] ω-ο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): (κυρ. για πτηνά) έλεγχος της γονιμότητας των αβγών. Βλ. -σκόπηση. | |
58295 | ωοτοκία | [ᾠοτοκία] ω-ο-το-κί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. μέθοδος αναπαραγωγής ορισμένων ζώων, κυρ. ψαριών, πτηνών, εντόμων, κατά την οποία το θηλυκό γεννά αβγά, τα οποία και εκκολάπτει έξω από τον οργανισμό: ~ της καρέτα καρέτα. Βλ. -τοκία. [< αρχ. ᾠοτοκία] | |
58296 | ωοτόκος | , ος, ο [ᾠοτόκος] ω-ο-τό-κος επίθ.: ΖΩΟΛ. (για ζώο) που η αναπαραγωγή του γίνεται με ωοτοκία: ~ες: όρνιθες. Βλ. -τοκος. ΑΝΤ. ζωοτόκος [< αρχ. ᾠοτόκος] | |
58298 | ώρα | [ὥρα] ώ-ρα ουσ. (θηλ.) {ώρας | ώρες, ωρών} 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης του χρόνου που ισούται με εξήντα λεπτά και με το ένα εικοστό τέταρτο της μέρας, καθώς και το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε αυτή· κατ' επέκτ. χρονική περίοδος που χρειάζεται ή διατίθεται για κάτι ή κατά την οποία γίνεται κάτι: ηλιακή/μισή (βλ. μισάωρο) ~. Ένα τέταρτο της ώρας. Μια ~ απόσταση/δρόμος. Μιάμιση ~ με το αεροπλάνο/το αυτοκίνητο/τα πόδια. Ταχύτητα που ξεπερνά τα ογδόντα χιλιόμετρα την ~. Πληρώνεται/χρεώνει με την ~. Βγάζει/κερδίζει/παίρνει πολλά χρήματα την ~. Διορία εβδομήντα δύο ωρών. Πολλές ώρες αργότερα/μετά/νωρίτερα. Θα έρθω σε μία ~. Το ταξίδι είχε διάρκεια τρεις ώρες. Έμεινα στο νησί είκοσι τέσσερις ώρες (= μια μέρα). Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο (= συνεχώς). Εργάζεται οκτώ ώρες την ημέρα (βλ. οκτάωρο). Επιπλέον ~ εργασίας (βλ. υπερωρία). Οι ώρες περνούσαν αργά. Ώρες ακρόασης (καθηγητών). Εν/σε ~ δράσης.|| ~ διδασκαλίας ή διδακτική ~ (: που διαρκεί περ. σαράντα πέντε λεπτά). Περίμενα αρκετή ~. Μπορείτε να μείνετε όση ~ θέλετε. Παρατηρούσα αρκετή ~ τα παιδιά. Περνάει τις ώρες (: τον χρόνο) της μελετώντας. Δεν έχω πολλή ~ στη διάθεσή μου. Δραματικές/κρίσιμες ώρες για την οικονομία της χώρας. Βλ. ανθρωπο~, εργατο~. 2. ορισμένη χρονική στιγμή ή τμήμα της ημέρας ή της νύχτας· ειδικότ. η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός, που είναι αφιερωμένη σε κάτι ή ενδεδειγμένη για αυτό: ακριβής/προγραμματισμένη ~. Οι κενές/νεκρές ώρες του μεσημεριού (βλ. ώρα/ώρες αιχμής). Τι ~ είναι; Η ~ είναι πέντε και δέκα (ακριβώς). Οκτώ η ~ το πρωί (βλ. προ μεσημβρίας). Εννιά η ~ το βράδυ (αλλιώς: είκοσι μία, βλ. μετά μεσημβρία(ν)). Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά από τις εννιά ως τις τρεις η ~. Ρολόι που δείχνει τη σωστή ~. Είπε/κοίταξε/ρύθμισε/ρώτησε την ~. Παρά την προχωρημένη ~, το μαγαζί ήταν ανοικτό. Είναι περασμένη ~ και η υπηρεσία έχει κλείσει. Το δρομολόγιο εκτελείται απογευματινές/βραδινές/μεσημεριανές/νυχτερινές ώρες. Το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. ~ γέννησης/έναρξης/λήξης/προσέλευσης.|| Η ~ του απολογισμού/των αποφάσεων/της κλήρωσης/της συνάντησης. ~ για διάλειμμα/διασκέδαση/μελέτη/παιχνίδι/ύπνο/φαΐ. ~ ευθύνης για την κυβέρνηση. Άλλαξε η ~ του ημιτελικού. Μου τηλεφώνησε σε ακατάλληλη ~. Είναι η ~ του αγώνα/του λαού. || Όλα έγιναν/θα γίνουν στην ώρα τους. 3. (ειδικότ.) σύστημα υπολογισμού του χρόνου με βάση τον τόπο ή την εποχή: παγκόσμια/τοπική ~. Διαφορά ώρας της Ελλάδας με άλλες χώρες. Αλλαγή της ώρας τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο (βλ. θερινή ~, χειμερινή ~). Οι δείκτες των ρολογιών θα μετακινηθούν μια ~ μπροστά/πίσω. 4. ΕΚΚΛΗΣ. {στον πληθ.} τέσσερις σύντομες ημερήσιες ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Διαβάζονται/ψάλλονται οι μεγάλες ή βασιλικές Ώρες (των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων και της Μ. Παρασκευής). ● Υποκ.: ωρίτσα (η): στις σημ. 1,2: Το πολύ σε μισή ~ θα είμαι εκεί. ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημη ώρα 1. που ορίζεται σε κάθε χώρα από τον νόμο ανάλογα με ένα σταθερό σημείο αναφοράς (τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς): ~ ~ Ελλάδας. 2. που καθορίζεται από το πρόγραμμα: ~ ~ άφιξης., η Ώρα της Γης: παγκόσμια εκδήλωση που διεξάγεται ετησίως το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, κατά το οποίο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καλούνται να σβήσουν τα φώτα και τις ηλεκτρικές συσκευές τους ως ένδειξη ευαισθητοποίησης και διαμαρτυρίας για την κλιματική αλλαγή. [< αγγλ. Earth Hour, 2007] , βάρβαρη ώρα βλ. βάρβαρος, ζώνη ώρας βλ. ζώνη, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, η ώρα του παιδιού βλ. παιδί, η ώρα του πρωθυπουργού βλ. πρωθυπουργός, θερινή ώρα βλ. θερινός, μικρές ώρες βλ. μικρός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, χειμερινή ώρα βλ. χειμερινός, χρυσή ώρα βλ. χρυσός, ώρα Γκρίνουιτς βλ. Γκρίνουιτς, ώρα/ώρες αιχμής βλ. αιχμή, ώρες γραφείου βλ. γραφείο, ώρες/ωράριο λειτουργίας βλ. λειτουργία ● ΦΡ.: (ε)πάνω στην ώρα (προφ.): έγκαιρα, την πιο ενδεδειγμένη στιγμή: ~ ~ έφτασε., από την ώρα που: από τη στιγμή που, αφού, εφόσον: ~ ~ ενημερώθηκε, κινητοποιήθηκε άμεσα., από ώρα σε ώρα (προφ.) 1. σύντομα: Περιμένει, ~ ~, την απάντησή του. Αναμένεται ~ ~ να γεννήσει. Θα φύγω ~ ~. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. με την πάροδο του χρόνου: Οι τιμές αλλάζουν ~ ~. ΣΥΝ. ώρα με την ώρα, βρήκες την ώρα να ... (προφ.-εμφατ.): δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει κάτι: ~ ~ μου κάνεις αστεία! Άσε με ήσυχο, ώρα που τη βρήκες να γκρινιάξεις!, για την ώρα: μέχρι στιγμής, προσωρινά: ~ ~ δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε αλλαγές. ΣΥΝ. επί του παρόντος/προς το παρόν, προς στιγμή(ν), δύσκολες ώρες: για να τονιστεί η κρισιμότητα μιας κατάστασης: Περνάει ~ ~. Ήταν πάντα μαζί στις ~ ~., είναι με τις ώρες του (προφ.): (για πρόσ.) χωρίς σταθερή διάθεση και συμπεριφορά ή (για πράγμα) χωρίς σταθερή λειτουργία: ~ ~, πότε σου μιλάει και πότε όχι., είναι ώρα να/για: είναι κατάλληλη η περίσταση, ευνοϊκή η στιγμή: ~ ~ να αναλάβουμε πρωτοβουλίες. Δεν ~ ~ για κριτική., έχεις/έχετε ώρα; (προφ.): τι ώρα είναι;, η κακιά (η) ώρα (προφ.): ατυχής συγκυρία που οδηγεί σε κάτι δυσάρεστο: Δεν φταις εσύ, ήταν ~ ~., η μεγάλη ώρα: πολύ σημαντική στιγμή: ~ ~ πλησιάζει! Οι ~ες ώρες της ανθρωπότητας/ιστορίας., η ώρα η καλή! (προφ.): ως ευχή σε πρόσωπο που πρόκειται να παντρευτεί., ήρθε/σήμανε η ώρα & (λόγ.) ήγγικεν η ώρα (μτφ.): έφτασε η κατάλληλη, η σημαντική στιγμή (για κάτι): ~ ~ των διαρθρωτικών αλλαγών. ~ ~ για την έναρξη εθνικού διαλόγου.|| Όταν έρθει η ~, θα μιλήσω.|| Οι δείκτες του ρολογιού σήμαναν την ώρα της επιστροφής., θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες (προφ.): χρειάζεται χρόνος, για να γίνει κάτι: Θέλει (πολλή) ώρα, για να συνέλθει από το σοκ. Παίρνει (πολλές) ώρες να προσαρμοστείς. Τρώει ~ να φτιάξεις αυτό το γλυκό., κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του & καθετί/όλα τα πράγματα στην ώρα του(ς) (προφ.): για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. ΣΥΝ. κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο), καλή του ώρα & ώρα του καλή: (ως ευχή για κάποιον που απουσιάζει τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν) να είναι καλά: ~ ~, όπου κι αν βρίσκεται!, καλή ώρα (προφ.): παρενθετικά, για να τονιστεί η ομοιότητα με κάποιον ή κάτι άλλο: Γνώρισα έναν νεαρό, ~ ~ σαν και σένα. Σκέφτονται τα ίδια, ~ ~ όπως κι εμείς., μαύρη η ώρα (προφ.): ως κατάρα ή ως έκφραση απελπισίας: ~ ~ που σε γνώρισα!, με την ώρα του (προφ.): τη στιγμή που πρέπει: το καθένα ~ ~!, με τις ώρες/επί ώρες/ώρες ολόκληρες/για ώρες (εμφατ.): περισσότερο από τον αναμενόμενο χρόνο, παρατεταμένα: Κάθεται με τις ώρες στον ήλιο. Περίμεναν υπομονετικά επί ώρες. Περνούσε ώρες ολόκληρες στη βιβλιοθήκη. Έμενε για ώρες στο γυμναστήριο., μέχρι την ώρα που: ως τη στιγμή που: Από την ώρα που πήγα, ~ ~ έφυγα, δεν τον είδα καθόλου., όλες τις ώρες: κάθε στιγμή της ημέρας, συνεχώς: ρούχα για ~ ~. Ενιαία χρέωση ~ ~. ~ ~ της μέρας και της νύχτας., όλη την ώρα: συνεχώς, διαρκώς: Είμαστε μαζί/μαλώνουμε ~ ~. Δεν γίνεται ν' ασχολούμαστε ~ ~ μαζί του. ΣΥΝ. κάθε ώρα και στιγμή, στην ώρα μου: στην προκαθορισμένη χρονική στιγμή: Έφτασα/ήρθα ~ ~. Ξύπνησα νωρίς, για να 'μαι ~ ~. Να είσαι έτοιμη ~ σου. Είναι πάντα ~ του., την τελευταία/ύστατη ώρα & την ενδεκάτη ώρα: λίγο πριν εξαντληθούν τα περιθώρια, οι προθεσμίες: Σώθηκε ~ ~. Προβλήματα θα υπάρχουν μέχρι την τελευταία ~. Έστω και την ύστατη ~ αποφεύχθηκε ο κίνδυνος. Οι ειδήσεις/τα ψώνια της τελευταίας ώρας. Πβ. την τελευταία στιγμή., της κακιάς ώρας (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει ποιότητα: Το μαγαζί ήταν ~ ~. Πβ. ελεεινός και τρισάθλιος. ΣΥΝ. της συμφοράς, της ώρας: (για τρόφιμα) φρέσκος ή (για φαγητό, κυρ. κρέας) που ψήνεται λίγο πριν φαγωθεί: ψάρια ~ ~.|| Πιάτα ~ ~. Μαγειρευτά και ~ ~., τρώω την ώρα (προφ.) 1. χαραμίζω τον καιρό μου άσκοπα: Τρώει την ~ του, χαζεύοντας. ΣΥΝ. σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου 2. (σε κάποιον) τον καθυστερώ: Μου ~ει ώρα με πράγματα ασήμαντα. Με τη συζήτηση μου ~ει ώρα από το διάβασμα., ώρα καλή σου & ώρα σου καλή (λαϊκό-λογοτ.): ως ευχή ή χαιρετισμός: ~ ~ γέροντα!, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου (προφ.): ευχή για καλό ταξίδι ή γενικότ. καλοτυχία· (κυρ. ειρων.) σε περιπτώσεις χωρισμού., ώρα με την ώρα (προφ.): με το πέρασμα του χρόνου: Η κατάσταση επιδεινώνεται ~ ~. Βλ. από στιγμή σε στιγμή. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (2), ώρα/ώρες είναι να ... (προφ.-εμφατ.): λέγεται όταν δεν θέλουμε να συμβεί κάτι: ~ ~ μας κατηγορήσεις κιόλας, επειδή ενδιαφερθήκαμε!, ώρες ώρες (προφ.): μερικές φορές, κάπου κάπου: ~ ~ είναι πολύ ενοχλητικός. Δεν σε καταλαβαίνω ~ ~. ΣΥΝ. πότε πότε, (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού βλ. λογαριασμός, ανά πάσα στιγμή βλ. στιγμή, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, για να περάσει/περνάει η ώρα βλ. περνώ, δεν βλέπω την ώρα να ... βλ. βλέπω, δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή, η δωδεκάτη (ώρα) βλ. δωδέκατος, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, κάθε ώρα και στιγμή βλ. στιγμή, κούφια η ώρα (που τ' ακούει) βλ. κούφιος, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, μια(ν) ώρα αρχύτερα βλ. αρχύτερα, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, πριν την ώρα/της ώρας του βλ. πριν, σε περίπτωση ανάγκης βλ. ανάγκη, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος, την ίδια στιγμή/ώρα βλ. στιγμή, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, ώρα μηδέν βλ. μηδέν, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. ὥρα, γαλλ. heure, αγγλ. time] | |
58299 | ωραιολογία | [ὡραιολογία] ω-ραι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): λόγια χωρίς ουσία, που ωραιοποιούν συνήθ. μια δυσάρεστη κατάσταση: πολιτικός λόγος γεμάτος ~ες. Βλ. κενολογία, -λογία. | |
58300 | ωραιοπάθεια | [ὡραιοπάθεια] ω-ραι-ο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ωραιοπαθούς. Πβ. αυταρέσκεια, ναρκισσισμός. Βλ. -πάθεια. | |
58301 | ωραιοπαθής | , ής, ές [ὡραιοπαθής] ω-ραι-ο-πα-θής επίθ. (λόγ.): (για πρόσ.) που θαυμάζει τον εαυτό του και ασχολείται υπερβολικά με αυτόν, κυρ. με την εμφάνισή του. Πβ. αυτάρεσκος, νάρκισσος. Βλ. εγωπαθής, -παθής. | |
58302 | ωραιοποίηση | [ὡραιοποίηση] ω-ραι-ο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ωραιοποιώ: ~ της κατάστασης/πραγματικότητας. Βλ. εξιδανίκευση, -ποίηση. ΣΥΝ. εξωραϊσμός (2) [< γαλλ. embellissement] | |
58303 | ωραιοποιώ | [ὡραιοποιῶ] ω-ραι-ο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {-είς ..., -ώντας | ωραιοποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} (λόγ.): παρουσιάζω κάτι, συνήθ. δυσάρεστο ή αρνητικό, με όμορφο τρόπο, χωρίς να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~εί τα γεγονότα. ~ημένη: εικόνα (των πραγμάτων). ~ημένες: καταστάσεις. Βλ. εξιδανικεύω. ΣΥΝ. εξωραΐζω (2) [< γαλλ. embellir] | |
58215 | ωραίος | 1. (πρόφ. ωμέγα) το εικοστό τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει τον φωνηεντικό φθόγγο [o]: ~ κεφαλαίο (Ω). ~ μικρό (ω). Πβ. ωμέγα. Βλ. φωνήεν. 2. οκτακόσια ή οκτακοσιοστός. 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Ω ή ,ω:) οκτακόσιες χιλιάδες. 4. ΧΗΜ. (πρόφ. ωμέγα) χαρακτηρισμός λιπαρών οξέων: ~-3/6/9. [< αρχ. Ω, μεσν. ω] | |
58304 | ωραίος | , α, ο [ὡραῖος] ω-ραί-ος επίθ. {ωραιότ-ερος, -ατος}: που αρέσει, που προκαλεί ευχαρίστηση, θαυμασμό, ικανοποίηση, συνήθ. λόγω της εμφάνισής του: ~ος: άνδρας (πβ. γόης, κούκλος, ομορφάντρας). ~α: γυναίκα (πβ. Αφροδίτη, καλλονή, κούκλα). Είναι αντικειμενικά ~.|| (ΜΥΘ.) Η ~α Ελένη. Η ~α κοιμωμένη (: ηρωίδα παραμυθιού).|| ~ο: πρόσωπο/σώμα. ~α: χείλη (= ζωγραφιστά). Τα ~ερα μάτια που έχω δει στη ζωή μου! Τι ~α φωνή!|| ~ος: πίνακας. ~α: διακόσμηση. ~ο: μέρος (για διακοπές)/τοπίο. ~ες: εικόνες/παραλίες. ~α: σπίτια/σχέδια. Με ~ο τρόπο. Πβ. όμορφος.|| ~ες: γεύσεις. ~α: γλυκά/φαγητά (= νόστιμα).|| ~ο: όνομα (= εύηχο).|| ~α: εμπειρία/παρέα (= ευχάριστη). ~ες: αναμνήσεις/εποχές/ιδέες/στιγμές.|| Είναι ~ο (πράγμα) να ...|| (ειρων.) Μπράβο, ~α συμπεριφορά!|| Το ~ο (= αστείο) είναι ότι άλλα έλεγε πριν και άλλα λέει τώρα. ΑΝΤ. άσχημος (1) ● Ουσ.: ωραίο (το): η έννοια, το ιδανικό της ομορφιάς: το ~ στην τέχνη/στη φύση. Λάτρεις του ~ου. Δεν έχει αίσθηση/αντίληψη του ~ου. [< γαλλ. le beau] ● επίρρ.: ωραία: Τι ~ που περάσαμε! Έχεις ντυθεί πολύ ~!|| (ειρων.) ~ τα κατάφερες! ● ΣΥΜΠΛ.: το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο, Ωραία Πύλη βλ. πύλη, ωραίο φύλλο βλ. φύλλο ● ΦΡ.: ωραίος! (προφ., συνήθ. για άνδρα): ως έκφραση αποδοκιμασίας, επίπληξης ή ειρωνείας., μια/μία ωραία πρωία βλ. πρωία, όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά βλ. ανθηρός, τι καλά/τι ωραία! βλ. καλά [< μτγν. ὡραῖος, γαλλ. beau] | |
58305 | ωραιότητα | [ὡραιότητα] ω-ραι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ωραίου: η ~ ενός τοπίου. Πβ. κάλλος, ομορφιά. Βλ. -ότητα. [< μτγν. ὡραιότης] | |
58306 | ωράριο | [ὡράριο] ω-ρά-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ωραρί-ου}: οι ώρες λειτουργίας ή εργασίας δημόσιων ή ιδιωτικών υπηρεσιών, επιχειρήσεων, καταστημάτων· συνεκδ. ο πίνακας όπου αναγράφονται οι παραπάνω ώρες: διευρυμένο/εβδομαδιαίο/εορταστικό/κανονικό/σχολικό ~.|| Διακεκομμένο/μειωμένο/σπαστό ~.|| (κατ' επέκτ.) ~α πτήσεων. Βλ. δρομολόγιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο ωράριο: που ρυθμίζεται από τον εργαζόμενο ή τον εργοδότη., κυλιόμενο ωράριο & κυκλικό ωράριο: σύμφωνα με το οποίο οι υπάλληλοι εργάζονται με βάρδιες: ~ ~ γιατρών/πωλητών., ελαστικό ωράριο (εργασίας) βλ. ελαστικός, ευέλικτο ωράριο (εργασίας) βλ. ευέλικτος, κλιμακωτό ωράριο βλ. κλιμακωτός, συνεχές ωράριο βλ. συνεχής, ώρες/ωράριο λειτουργίας βλ. λειτουργία [< γαλλ. horaire] | |
58307 | ωρέ | βλ. μωρέ |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ