ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58308 | ωριαίος | , α, ο [ὡριαῖος] ω-ρι-αί-ος επίθ. 1. που διαρκεί μία ώρα: ~α: συνάντηση. ~ο: διαγώνισμα. 2. που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα μίας ώρας: ~α: αμοιβή/αντιμισθία (= ωρομίσθιο)/αποζημίωση/παραγωγή/χρέωση. Μέση ~α ταχύτητα οχήματος. ~ο κόστος προγράμματος. 3. που επαναλαμβάνεται ανά μία ώρα: ~ες: αναχωρήσεις. ~α πρόβλεψη καιρού (: κάθε μία ώρα). Βλ. -ιαίος. ● επίρρ.: ωριαία ● ΣΥΜΠΛ.: ωριαία γωνία: ΑΣΤΡΟΝ. δίεδρη γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του μεσημβρινού ενός τόπου και του ωριαίου κύκλου αστέρα: ~ ~ (δύσης) του Ήλιου/της Σελήνης. [< γαλλ. angle horaire] , ωριαίος κύκλος: ΑΣΤΡΟΝ. ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και είναι κάθετος στον ουράνιο ισημερινό. Βλ. ουράνιος μεσημβρινός., ζώνη ώρας βλ. ζώνη, ωριαία άτρακτος βλ. άτρακτος [< 1: μτγν. ὡριαῖος] | |
58309 | ωριλά | [ὠριλά] ω-ρι-λά ουσ. (αρσ.) (ακρ. ΩΡΛ) & (σπάν.) ωριλάς (προφ.): ωτορινολαρυγγολόγος. | |
58310 | ωριμάζω | [ὡριμάζω] ω-ρι-μά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ωρίμα-σε, ωριμά-σει, -σμένος, ωριμάζ-οντας}: (για πρόσ.) αναπτύσσομαι πλήρως σωματικά, ψυχικά, πνευματικά: ~ βιολογικά/σεξουαλικά/συναισθηματικά. Καθώς ~ (= μεγαλώνω), διαπιστώνω ότι ... Αναγκάστηκε να ~σει απότομα/από πολύ μικρός (πβ. ενηλικιώνομαι). ~σε, επιτέλους, και πάψε να συμπεριφέρεσαι σα μωρό.|| (μτφ.) ~σε ως καλλιτέχνης. Η κοινωνία έχει πλέον ~σει (: είναι έτοιμη) για να δεχτεί μια τέτοια αλλαγή. ● ωριμάζει 1. (για ορισμένα είδη τροφίμων) γίνεται ώριμο, είναι έτοιμο για κατανάλωση: Οι ντομάτες ~σαν. Φρούτα που δεν έχουν ~σει ακόμη (βλ. άγουρος).|| Το κρασί χρειάζεται χρόνο για να ~σει. Βλ. παλαιώνω.|| ~σμένα: τυριά. 2. (μτφ.) αποκτά ολοκληρωμένη μορφή: Δεν έχει ακόμα ~σει η ιδέα στο μυαλό του. ~σε η αγορά/το αίτημα. ~σε η σκέψη του. Η σχέση τους ~σε μέσα στα χρόνια. ~σε ο καιρός. Έχουν ~σει οι συνθήκες. Βλ. υπερ~. 3. (σπάν.) καθιστά κάποιον ώριμο: Οι δοκιμασίες τον ~σαν. [< μτγν. ὡριμάζω, γαλλ. mûrir] | |
58311 | ωρίμανση | [ὡρίμανση] ω-ρί-μαν-ση ουσ. (θηλ.) & ωρίμαση: ολοκληρωμένη ανάπτυξη, πλήρης ωριμότητα: βιολογική/πνευματική/σεξουαλική/σωματική/ψυχολογική ~.|| Η ~ των καρπών/φρούτων (= το ωρίμασμα). (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ του τυριού σε ειδικές εγκαταστάσεις. ~ του κρασιού στο βαρέλι (βλ. παλαίωση).|| (μτφ.) Η ~ μιας ιδέας/σκέψης/σχέσης.|| (ΙΑΤΡ.) Η ~ του ωαρίου.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Η ~ (δημόσιου) έργου (: σύνολο δραστηριοτήτων που απαιτούνται για την πλήρη προπαρασκευή του). [< γαλλ. maturité, maturation] | |
58312 | ωρίμασμα | [ὡρίμασμα] ω-ρί-μα-σμα ουσ. (ουδ.): ωρίμανση: το ~ των καρπών. | |
58313 | ώριμος | , η, ο [ὥριμος] ώ-ρι-μος επίθ. {ωριμότ-ερος, -ατος} ΑΝΤ. ανώριμος 1. (για πρόσ.) που έχει αναπτυχθεί σωματικά και κυρ. ψυχικά, πνευματικά· που χαρακτηρίζεται από συγκροτημένο τρόπο σκέψης, σύνεση, υπευθυνότητα: ~η συναισθηματικά.|| Πολύ ~η για την ηλικία της. Άτομο ~ο και προσγειωμένο. Δεν τον θεωρώ (αρκετά) ~ο για γάμο.|| (κατ' επέκτ.) ~η: συζήτηση/συμπεριφορά. 2. (κυρ. για φρούτα ή καρπούς) που έχει ωριμάσει, που είναι έτοιμο(ς) για κατανάλωση: ~ες: μπανάνες/ντομάτες (βλ. παραγινωμένος). ~α: σταφύλια/σύκα. Πβ. γινωμένος. ΑΝΤ. αγίνωτος, άγουρος.|| ~ο: τυρί. Βλ. υπερ~. 3. (μτφ.) που έχει αποκτήσει ολοκληρωμένη, οριστική μορφή, περνώντας συνήθ. από στάδια επανεξέτασης και βελτίωσης: ~ος: προβληματισμός. ~η: κοινωνία. ~ο: αίτημα. ~ες: αποφάσεις/απόψεις/συνθήκες/σχέσεις.|| (που αναφέρεται στην περίοδο ωριμότητας ενός καλλιτέχνη:) ~α: έργα. Η ~ερη φάση της καριέρας του.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~η: αγορά. ~ες: επενδύσεις.|| Ο χρόνος είναι ~ για ... Πβ. κατάλληλος, πρόσφορος. 4. μεσήλικος: ~ο: ζευγάρι. ~οι: ενήλικες. ~ες: γυναίκες.|| (κατ' επέκτ.) ~η: επιδερμίδα/ηλικία (= η μέση ηλικία). (ΝΟΜ.) ~α (ασφαλιστικά) δικαιώματα. 5. ΒΙΟΛ. πλήρως αναπτυγμένος: ~α: κύτταρα/ωάρια (: έτοιμα για γονιμοποίηση). ● επίρρ.: ώριμα: στη σημ. 1: Σκέφτεται ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ώριμο φρούτο βλ. φρούτο ● ΦΡ.: μετά/ύστερα/έπειτα από ώριμη σκέψη βλ. σκέψη [< αρχ. ὥριμος, γαλλ. mûr, αγγλ. mature] | |
58314 | ωριμότητα | [ὡριμότητα] ω-ρι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του ώριμου: πνευματική/συναισθηματική ~. ~ της σκέψης του (βλ. συγκρότηση). Βαθμός/επίπεδο ~ας. (Επ)έδειξε μεγάλη ~. Δεν έχει την (απαιτούμενη) ~ (για) να ... Αντιμετώπισε τα προβλήματα με ~. ΑΝΤ. αν~.|| Η ηλικία της ~ας (: μέση ηλικία).|| (για καλλιτέχνες :) Η περίοδος ~ας.|| Κοινωνική/πολιτική ~.|| Η ~ των σταφυλιών/φρούτων.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ μιας επένδυσης/ενός έργου (: ο βαθμός τεχνικής προετοιμασίας που διαθέτει ένα υποψήφιο προς χρηματοδότηση έργο). Βλ. -ότητα. [< μτγν. ὡριμότης, γαλλ. maturité] | |
58315 | Ωρίωνας | [Ὠρίωνας] Ω-ρί-ω-νας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) Ωρίων: ΑΣΤΡΟΝ. αστερισμός στον ουράνιο ισημερινό που μεσουρανεί τον χειμώνα. Βλ. Σείριος. [< αρχ. Ὠρίων, αγγλ. Orion] | |
58316 | ΩΡΛ | (ο): ωριλά. [<πβ. γαλλ. O.R.L., 1952] | |
58317 | ωροδείκτης | [ὡροδείκτης] ω-ρο-δεί-κτης ουσ. (αρσ.): ο μικρότερος από τους δείκτες ενός ρολογιού, ο οποίος δείχνει τις ώρες. Βλ. -δείκτης, λεπτοδείκτης. [< γερμ. Stundenzeiger] | |
58318 | ωρολογιακός | , ή, ό [ὡρολογιακός] ω-ρο-λο-γι-α-κός επίθ. 1. που λειτουργεί ή ρυθμίζεται με τη βοήθεια ρολογιού: ~ός: εκρηκτικός μηχανισμός. ~ή: βόμβα. 2. (σπάν.) που σχετίζεται με το ρολόι: ~ή: φορά. ● ΣΥΜΠΛ.: ζώνη ώρας βλ. ζώνη | |
58319 | ωρολόγιο | [ὡρολόγιο] ω-ρο-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.) & ωρολόγιον 1. (λόγ.) ρολόι. 2. ΕΚΚΛΗΣ. βιβλίο που περιέχει την Ακολουθία των Ωρών. Βλ. -λόγιο. [< 1: μτγν. ὡρολόγιον 2: μεσν. ωρολόγιον] | |
58320 | ωρολόγιος | , ος, ο [ὡρολόγιος] ω-ρο-λό-γι-ος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: ωρολόγιο πρόγραμμα: οργάνωση των μαθημάτων σε συγκεκριμένες μέρες και ώρες: ~ ~ διδασκαλίας/εκπαίδευσης. ~ ~ Δημοτικού/Γυμνασίου/Λυκείου. [< γαλλ. horaire] | |
58321 | ωρολογοποιείο | [ὡρολογοποιεῖο] ω-ρο-λο-γο-ποι-εί-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): εργαστήριο κατασκευής ή κυρ. επισκευής ρολογιών. Βλ. -ποιείο. ΣΥΝ. ρολογάδικο [< γαλλ. horlogerie] | |
58322 | ωρολογοποιία | [ὡρολογοποιία] ω-ρο-λο-γο-ποι-ί-α ουσ. (θηλ.): η τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής ρολογιών: ελβετική ~. Βλ. -ποιία. [< γαλλ. horlogerie] | |
58323 | ωρολογοποιός | [ὡρολογοποιός] ω-ρο-λο-γο-ποι-ός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή ή επισκευή ρολογιών. Βλ. -ποιός. ΣΥΝ. ρολογάς [< γαλλ. horloger] | |
58324 | ωρομέτρηση | [ὡρομέτρηση] ω-ρο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. έλεγχος της παρουσίας και καταγραφή του χρόνου εργασίας των εργαζομένων σε επιχείρηση ή υπηρεσία: ~ προσωπικού. Βλ. παρουσιολόγιο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Πρόγραμμα/σύστημα ~ης. 2. μέτρηση των ωρών λειτουργίας της κεντρικής θέρμανσης χωριστά για κάθε διαμέρισμα: ~ πετρελαίου. Βλ. αυτόνομη θέρμανση, -μέτρηση. | |
58325 | ωρομετρητής | [ὡρομετρητής] ω-ρο-με-τρη-τής ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή που υπολογίζει την κατανάλωση ενέργειας σε εγκαταστάσεις θέρμανσης με βάση τον χρόνο χρήσης. Βλ. -μετρητής. | |
58326 | ωρομίσθιο | [ὡρομίσθιο] ω-ρο-μί-σθι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} (επίσ.): χρηματική αμοιβή που αντιστοιχεί σε εργασία μιας ώρας· ωριαία αντιμισθία: βασικό/μέσο/μικτό ~. Βλ. ημερομίσθιο. [< γαλλ. salaire horaire, γερμ. Stundenlohn] | |
58327 | ωρομίσθιος | , α, ο [ὡρομίσθιος] ω-ρο-μί-σθι-ος επίθ. (επίσ.) 1. (για πρόσ.) που αμείβεται με βάση τις ώρες εργασίας του: ~ος: εκπαιδευτικός/υπάλληλος. ~ο: προσωπικό.|| (ως ουσ.) Προσλήφθηκε ως ~. Βλ. έκτακτος, ημερομίσθιος, μισθωτός. 2. που αναφέρεται στο ωρομίσθιο: ~α: εργασία. |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ