ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
58377 | ωφέλεια | [ὠφέλεια] ω-φέ-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών}: όφελος, κέρδος: δημόσια/ηθική/κοινωνική/πνευματική/οικονομική/πρακτική/υλική/ψυχική ~ (πβ. απολαβή). Προκύπτει σημαντική ~ για το κράτος. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινής ωφελείας: χαρακτηρισμός δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών που υπάρχουν προς όφελος του κοινωνικού συνόλου: έργα ~ ~ (= κοινωφελή).|| Επιχειρήσεις/οργανισμοί ~ ~. Βλ. ΔΕΚΟ. ● ΦΡ.: επ' ωφελεία (+ γεν.) (επίσ.): προς όφελος κάποιου, για το συμφέρον του: διμερείς σχέσεις ~ ~ και των δύο λαών. Πβ. επ' αγαθώ. [< αρχ. ὠφέλεια] | |
58378 | ωφέλημα | [ὠφέλημα] ω-φέ-λη-μα ουσ. (ουδ.) {ωφελήμ-ατος | -ατα· συνήθ. στον πληθ.} (λόγ.): όφελος, συνήθ. χρηματικό: κοινωνικά/οικονομικά ~ατα.|| (ΝΟΜ.) Συνταξιοδοτικά ~ατα. ~ τοκετού. Πβ. ευεργέτημα. [< αρχ. ὠφέλημα] | |
58379 | ωφελιμισμός | [ὠφελιμισμός] ω-φε-λι-μι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. (αρνητ. συνυποδ.) τρόπος σκέψης και στάση ζωής που αποσκοπούν στο προσωπικό όφελος. Πβ. χρησιμοθηρία. Βλ. -ισμός. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία σύμφωνα με την οποία η ωφελιμότητα αποτελεί κριτήριο της συμπεριφοράς του ανθρώπου, υπέρτατη αξία και τελικό σκοπό των ενεργειών του: ατομικός/κοινωνικός ~. Βλ. ευδαιμον-, ηδον-ισμός. [< γαλλ. utilitarisme] | |
58380 | ωφελιμιστής | [ὠφελιμιστής] ω-φε-λι-μι-στής ουσ. (αρσ.) 1. (αρνητ. συνυποδ.) πρόσωπο που ενεργεί με κύριο γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον. Πβ. ιδιοτελής, συμφεροντολόγος, υπολογιστής, υστερόβουλος. 2. ΦΙΛΟΣ. οπαδός του ωφελιμισμού. [< γαλλ. utilitariste, πριν από το 1922] | |
58381 | ωφελιμιστικός | , ή, ό [ὠφελιμιστικός] ω-φε-λι-μι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον ωφελιμιστή ή τον ωφελιμισμό: (αρνητ. συνυποδ.) ~ή: διάθεση. ~ό: πνεύμα. ~ά: κίνητρα (= ιδιοτελή). Η σχολική γνώση δεν πρέπει να έχει ~ό χαρακτήρα. Πβ. συμφεροντολογ-, υπολογιστ-, χρησιμοθηρ-ικός.|| (ΦΙΛΟΣ.) ~ή: θεωρία. ● επίρρ.: ωφελιμιστικά [< γαλλ. utilitariste, πριν από το 1922] | |
58382 | ωφέλιμος | , η, ο [ὠφέλιμος] ω-φέ-λι-μος επίθ. 1. που ωφελεί· ευεργετικός, χρήσιμος: ~η: λύση. ~ες: επιδράσεις/συμβουλές. ~α: αποτελέσματα/βιβλία. Θα ήταν ~ο (για όλους) εάν/να ... Πβ. επωφελής, λυσιτελής, συμφέρων.|| ~οι: (μικρο)οργανισμοί (ΑΝΤ. παθογόνος). ~α: βακτήρια/έντομα/λιπαρά οξέα (: ω-3/6/9)/προϊόντα/(θρεπτικά) συστατικά. Τροφές ~ες για την υγεία.|| Άτομα ~α για την κοινωνία. ΑΝΤ. βλαβερός, βλαπτικός, επιζήμιος 2. που αποτελεί το συνολικό προς διάθεση ποσό ενός μεγέθους· που μπορεί να χρησιμοποιηθεί παραγωγικά: ~ος: όγκος (δοχείου)/χώρος (πβ. διαθέσιμος). ~η: ισχύς/χωρητικότητα. ~ο: εμβαδόν κτιρίου/(μηχανικό) έργο. ~ες: διαστάσεις προϊόντος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~η ζωή των παγίων. ~η διάρκεια ζωής του μηχανήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: ωφέλιμο φορτίο/βάρος: το συνολικό βάρος που μπορεί να μεταφέρει ένα μέσο μεταφοράς: το ~ ~ του φορτηγού. Βλ. απόβαρο. ● ΦΡ.: συνδυάζω το τερπνόν μετά του ωφελίμου βλ. τερπνός [< αρχ. ὠφέλιμος] | |
58383 | ωφελιμότητα | [ὠφελιμότητα] ω-φε-λι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ωφέλιμου: η ~ των φρούτων.|| Κοινωνική ~. Πβ. λυσιτέλεια, χρησιμότητα. ΑΝΤ. βλαβερότητα, βλαπτικότητα [< γαλλ. utilité] | |
58384 | ωφελώ | [ὠφελῶ] ω-φε-λώ ρ. (μτβ.) {ωφελ-είς ..., -ώντας | -ησε, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος}: έχω θετική επίδραση, κάνω καλό σε κάποιον/κάτι: Το περπάτημα ~εί την υγεία.|| Πολλές επιχειρήσεις ~ήθηκαν από τα προγράμματα επιδοτήσεων. Πβ. επωφελούμαι.|| Η ομάδα βγήκε ~ημένη (= κερδισμένη) από την ισοπαλία. ΑΝΤ. βλάπτω, ζημιώνω ● ωφελεί (συνήθ. με άρνηση): βοηθά, χρησιμεύει: Δεν ~ σε τίποτα να κλαις. Πβ. εξυπηρετεί, συμφέρει. [< αρχ. ὠφελῶ] | |
58385 | ώφου | βλ. όφου | |
58386 | ωχ | βλ. οχ | |
58387 | ωχαδερφισμός | βλ. οχαδερφισμός | |
58388 | ώχρα | [ὤχρα] ώ-χρα ουσ. (θηλ.): ΟΡΥΚΤ. σιδηρομετάλλευμα από άργιλο και οξείδια του σιδήρου ή μαγγανίου, που έχει χρώμα υποκίτρινο ή κόκκινο και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία: ψημένη ~. Κίτρινο της ~ας. [< αρχ. ὤχρα, γαλλ. ocre, αγγλ. ochre] | |
58389 | ωχριώ | [ὠχριῶ] ω-χρι-ώ ρ. (αμτβ.) {ωχρι-άς ...· μόνο στον ενεστ.} (λόγ.) 1. (μτφ.) υστερώ, μειονεκτώ: Το πρόστιμο που θα πληρώσουν ~ά σε σχέση με τα κέρδη που αποκόμισαν. Τα λόγια ~ούν μπροστά στη θλιβερή πραγματικότητητα (: δεν μπορούν να την περιγράψουν). Πβ. υπολείπομαι. 2. γίνομαι ωχρός: ~ά από το φόβο της. Πβ. κιτρινίζω, χλομιάζω. [< αρχ. ὠχριῶ] | |
58390 | ωχροκίτρινος | , η, ο [ὠχροκίτρινος] ω-χρο-κί-τρι-νος επίθ.: που έχει το κίτρινο της ώχρας: ~ο: υγρό. ~α: άνθη. Πβ. υποκίτρινος. [< γαλλ. jaune d΄ocre] | |
58391 | ωχρός | , ή, ό [ὠχρός] ω-χρός επίθ. 1. χλομός: ~ή: όψη. ~ό: πρόσωπο. Έγιναν ~οί από τον φόβο τους. Πβ. κάτωχρος, πελιδνός.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: ανάμνηση. ~ό: φως. Πβ. αμυδρός, θαμπός, θολός. 2. που έχει το χρώμα της ώχρας. Πβ. υποκίτρινος.|| (ΑΝΑΤ.) ~ό: σωμάτιο (: ιστός που σχηματίζεται στη θέση του ωοθυλακίου μετά την ωορρηξία). ● ΣΥΜΠΛ.: ωχρά/ωχρή κηλίδα: ΙΑΤΡ. μικρή περιοχή στο οπίσθιο τοίχωμα του οφθαλμού που επιτρέπει να διακρίνονται καθαρά οι λεπτομέρειες των αντικειμένων: εκφυλισμός της ~άς ~ας., ωχρά σπειροχαίτη βλ. σπειροχαίτη. [< αρχ. ὠχρός, γαλλ. pâle] | |
58751 | ωχρότητα | [ὠχρότητα] ω-χρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ωχρού: η ~ του δέρματος/προσώπου. Πβ. πελιδνότητα, χλομάδα. Βλ. κυάνωση, -ότητα. [< αρχ. ὠχρότης] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ