ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|
2483 | -αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα | (προφ., με αρνητ. συνυποδ.): επίθημα αφηρημένων ουσιαστικών θηλυκού γένους που δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση: βουβ-αμάρα/κουτ~/κουφ~/μουγγ~/σαχλ~/σιχ~. Βαριεστη-μάρα. Χαζ-ομάρα. Στραβ-ωμάρα/φαγ~. Πβ. -άρα. | |
2536 | -άμενος | , η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος. | |
2661 | -αμός | βλ. -μός | |
3860 | -άνη | : επίθημα όρων της βιοχημείας: γλυκ~. | |
4035 | -άνθρωπος | β' συνθετικό για τον σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν 1. συνήθ. χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα προσώπου ή ομοιότητα με αυτό: αγρι~/αρχοντ~/βατραχ~/λεβεντ~/μισ~/φιλ~/χιον~. 2. πρόσωπο που ασχολείται συστηματικά με κάτι: θεατρ~/μπασκετ~/ποδοσφαιρ~. 3. σύνολο μελών μιας ομάδας: πολυάνθρωπη (= πολυπληθής) κοινότητα. Πβ. -μελής, -πρόσωπος. | |
4072 | -ανίζω | : επίθημα ρημάτων που παράγονται από ονοματοποιημένες λέξεις: κριτσ~/μουγκ~/χαχ~. Βλ. -αρίζω. | |
4084 | -άνιο | {-ανίου (σπάν.) -άνιου}: επίθημα οργανικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο: αιθ~/μεθ~/οκτ~/προπ~. Bλ. αλκάνια. | |
4207 | -ανός, -ανή, -ανό | επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνει 1. χρονική στιγμή ή περίοδο: μεθαυρι~/μεσημερι~. Πβ. -ιάτικος.|| (ως ουσ., ΙΣΤ.) Τα Δεκεμβρι-ανά/Ιουλι-ανά. 2. ό,τι σχετίζεται με το πρόσωπο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βικτωρι~ (< Βικτωρία)/γρηγορι~ (< Γρηγόριος). | |
4208 | -άνος1, -άνα | : επίθημα πατριδωνυμικών: Ναπολιτ~. Βραζιλι-άνα.|| Αμερικ~/Αφρικ~/Μεξικ~ (κ. -ανός, -ανή & -ανίδα). Βλ. -ιάνος, -ιάνα. ΑΝΟΣ1, ΑΝΑ | |
4209 | -ανός1, -ανή | : επίθημα πατριδωνυμικών: Βολιβι~/Γεωργι~/Τεξ~.|| Αμερικ-ανός/Αφρικ-ανή (κ. -άνος, -άνα & -ανίδα). Βλ. -ιανός, -ιανή. | |
4210 | -άνος2, -άνα | : επίθημα ουσιαστικών ξένης προέλευσης: βετερ-άνος/παρτιζ~/χουλιγκ~. Ρεπουμπλικ-άνα. Βλ. -ιάνος, -ιάνα. | |
4211 | -ανός2, -ανή | : επίθημα ουσιαστικών ξένης προέλευσης: πουριτ~/ροταρι~. | |
4347 | -άντζα | (λαϊκό): επιτατικό επίθημα για την παραγωγή θηλυκών ουσιαστικών από ονόματα με αρνητική ή σπανιότ. ουδέτερη σημασία: δευτερ~/σοφερ~.|| Mπροστ~. | |
5074 | -αξονικός | , ή, ό: β' συνθετικό για τη δήλωση ορισμένου αριθμού αξόνων: δι~ό τρέιλερ. Τρι~ό όχημα. | |
6411 | -άρα | επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο | |
6441 | -αράκι | : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει υποκορισμό: βιβλι~/μηλ~/φιλ~ (πβ. -αράκος). Βλ. -άκι. | |
6442 | -αράκος | : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν υποκορισμό: κλεφτ~/ψευτ~. Πβ. -άκος, -αράκι. | |
6455 | -άρας | : μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών κυρίων ονομάτων και επίθημα για τον σχηματισμό επωνύμων του ίδιου γένους: (οικ.) Μητσ~/Παυλ~.|| Παναγιωτ~. | |
6456 | -αράς, -αρού | {σπάν. ουδ. -αράδικο (λαϊκό) -αρούδικο} (επιτατ.): επίθημα για τον σχηματισμό μεγεθυντικών ουσιαστικών: κοιλ~/υπν~/ψευτ~. | |
6540 | -αρέλι | (λαϊκό): επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών με υποκοριστική ή μειωτική σημασία: παιδ~. Πβ. -άριο. | |