Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]


  • απέλαση [ἀπέλαση] α-πέ-λα-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. υποχρεωτική απομάκρυνση από μία χώρα αλλοδαπού, του οποίου η παρουσία κρίνεται παράνομη ή επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια: δικαστική/διοικητική ~. ~ δημοσιογράφων/διπλωματών/πρακτόρων/προσφύγων. Πιστοποιητικό μη ~ης. Κρατούμενος υπό ~. Μαζικές ~άσεις μεταναστών. Βλ. εκτόπιση, εξορία. [< μτγν. ἀπέλασις, γαλλ. expulsion, déportation]
  • διέλαση δι-έ-λα-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. μηχανική επεξεργασία μετάλλων: ~ αλουμινίου/χαλκού. Προϊόντα ~ης. ΣΥΝ. εξώθηση (4) [< πβ. μτγν. διέλασις ‘διείσδυση (για καρφί)’, γαλλ. extrusion, 1922]
  • έλαση [ἔλαση] έ-λα-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. μηχανική επεξεργασία μετάλλου που συμπιέζεται ανάμεσα σε δύο κυλίνδρους, ώστε να γίνει έλασμα: θερμή/ψυχρή ~. ~ αλουμινίου/χαλκού. Χύτευση και ~. Προϊόντα ~ης χάλυβα. Πβ. δι~, εξ~, ελασματοποίηση. Βλ. σφυρηλάτηση. [< πβ. αρχ. ἔλασις 'εκδίωξη, εκστρατεία', γαλλ. laminage]
  • εξέλαση [ἐξέλαση] ε-ξέ-λα-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. έλαση. [< πβ. αρχ. ἐξέλασις 'εκδίωξη, εκστρατεία']
  • επέλαση [ἐπέλαση] ε-πέ-λα-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. μαζική έφοδος στρατιωτικής δύναμης: θριαμβευτική/νικηφόρα ~. ~ του εχθρού/των τεθωρακισμένων.|| (κατ' επέκτ., στο ποδόσφαιρο:) ~ (ενν. παίκτη) από αριστερά/δεξιά. Πβ. επίθεση, εφόρμηση. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) σφοδρή, ορμητική ή και μαζική εμφάνιση, είσοδος, άφιξη: κερδοσκοπική ~. ~ του χειμώνα/χιονιά. ~ φτηνών προϊόντων στην αγορά. Η ~ των τουριστών. Πβ. εισβολή. [< 1: μτγν. ἐπέλασις]
  • παρέλαση πα-ρέ-λα-ση ουσ. (θηλ.) 1. πομπή παραταγμένων στρατιωτικών ή/και άλλων τμημάτων, στο πλαίσιο εορτασμού σημαντικού γεγονότος, συνήθ. εθνικής επετείου: στρατιωτική ~ (ή ~ των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας). Μαθητική/σχολική ~ (βλ. παραστάτης, σημαιοφόρος). Δοκιμαστική/εθνική ~. Η ~ της ομογένειας. Η ~ της 25ης Μαρτίου/της 28ης Οκτωβρίου. Τελετάρχης της ~ης. ~ μπροστά από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Διοργάνωση ~ης. Παίρνω μέρος στην ~. Παρακολουθώ την ~. Την ~ άνοιξαν οι ... Είχε το γενικό πρόσταγμα της ~ης. Στην ~ παρέστη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.|| Η ~ των (αποκριάτικων) αρμάτων/των καρναβαλιστών. Πβ. παράτα1. 2. (μτφ.-συνήθ. ειρων.) διαδοχικό πέρασμα προσώπων ή πραγμάτων από κάπου: ~ αστέρων στο φεστιβάλ/ονομάτων στη μεταγραφική λίστα (αθλητικής ομάδας). Υποψήφιοι βουλευτές κάνουν ~ (= παρελαύνουν) σε εκπομπές.|| ~ παλαιών αυτοκινήτων. [< μτγν. παρέλασις ‘υπερφαλάγγιση του εχθρού με το ιππικό’, γαλλ. parade, défilé]
  • προέλαση προ-έ-λα-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ακάθεκτη και κυρ. ανεμπόδιστη πορεία στρατεύματος σε αντίπαλο έδαφος: ~ του εχθρού. ΑΝΤ. οπισθο-, υπο-χώρηση.|| (μτφ.) Η ποδοσφαιρική ομάδα συνεχίζει τη νικηφόρα ~ή της στο πρωτάθλημα. [< αρχ. προέλασις]
  • προσπέλαση προ-σπέ-λα-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσπελάζω, πρόσβαση: αδύνατη η ~ του χώρου από θάλασσα/ξηρά. Πβ. προσέγγιση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων.|| (ΙΑΤΡ.) Διαγνωστική ~ του καρκίνου. Χειρουργική ~ αρτηρίας. ● ΣΥΜΠΛ.: μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης βλ. μνήμη, οδός πρόσβασης/προσπέλασης βλ. οδός [< μτγν. προσπέλασις ‘προσέγγιση’]

εκτόπιση

εκτόπιση [ἐκτόπιση] ε-κτό-πι-ση ουσ. (θηλ.) & εκτοπισμός (ο) 1. βίαιη εκδίωξη· εξορία: μαζικές ~ίσεις. Βλ. εθνοκάθαρση.|| ~ και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων (βλ. απέλαση). (παλαιότ.) ~ σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. 2. (μτφ.) παραγκωνισμός, παραμερισμός, υποσκελισμός: ~ των εγχώριων προϊόντων από τα εισαγόμενα/εργαζομένων από την τεχνολογία. Βλ. παρ~. [< μτγν. ἐκτόπισις, αρχ. ἐκτοπισμός]

μνήμη

μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]

οδός

οδός [ὁδός] ο-δός ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. δρόμος: αγροτική/δευτερεύουσα/εμπορική/κεντρική/κοινοτική/κύρια/παραλιακή/περιμετρική ~. ~ ανεφοδιασμού/διέλευσης/παράκαμψης. Ανάπλαση/αποκατάσταση/ασφαλτόστρωση/βελτίωση/διάνοιξη/διαπλάτυνση/επέκταση/μονοδρόμηση/πεζοδρόμηση ~ού. Καθαρισμός/πινακίδες σήμανσης (: οδοσήμανση)/φωτισμός ~ών. Επαρχιακή ~ (: που συνδέει κωμοπόλεις ή χωριά). Η ~ Ακαδημίας. Η Εγνατία ~. Αρίθμηση/μετονομασία/ονοματοθεσία ~ού. Τμήμα ~ού κλειστό λόγω εργασιών. Κατοικία επί/στο ύψος της ~ού ... Αναζήτηση ~ού σε χάρτη. Μένει στην ~ό ... Το κτίριο βρίσκεται στη συμβολή των ~ών ...|| (Φυσική) υδάτινη ~ός. (: κανάλι, δίαυλος). 2. (μτφ.) τρόπος δράσης, το σύνολο των μεθόδων και τακτικών που ακολουθούνται για την επίτευξη στόχου, καθώς και η ίδια η πορεία προς αυτόν: εναλλακτική/επίσημη/λανθασμένη/νόμιμη/συναινετική ~. Η μόνη ~ επίλυσης των διαφορών τους είναι η δικαστική. Η επιχείρηση βαδίζει στην ~ό της επιτυχίας.|| Η ~ της αγάπης/αλήθειας/πίστης. Η ~ του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης. 3. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. δίοδος, πέρασμα που επιτρέπει την κυκλοφορία ουσίας στον οργανισμό: (γαστρ)εντερική/μεταβολική/οπτική/ουροφόρος/πεπτική (: σωλήνας)/χοληφόρος ~. Η εκφορητική ~ του ήπατος. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική οδός & (προφ.) εθνική: μεγάλος δημόσιος αυτοκινητόδρομος που συνδέει τις βασικές πόλεις και τους συγκοινωνιακούς κόμβους μεταξύ τους: ~ ~ Αθηνών-Κορίνθου/-Λαμίας., οδός πρόσβασης/προσπέλασης 1. δρόμος αστικού ή επαρχιακού δικτύου που το συνδέει με μια οδό ταχείας κυκλοφορίας. 2. δευτερεύων βοηθητικός δρόμος ο οποίος ενώνει εγκαταστάσεις, κτίρια ή χώρους με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες που οδηγούν σε αυτούς. [< αγγλ. access road] , οδός προτεραιότητας: ειδικά χαρακτηρισμένη και σημασμένη, στην οποία τα οχήματα έχουν προτεραιότητα έναντι των εισερχόμενων από άλλες οδούς: τέλος ~ού ~., οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας: στον οποίο τα αυτοκίνητα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα., αεροφόρος οδός βλ. αεροφόρος, αναπνευστική οδός βλ. αναπνευστικός, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, ευθεία οδός βλ. ευθύς, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, οδός/έξοδος διαφυγής βλ. διαφυγή, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): με έμμεσο τρόπο: Απάντησε/έμαθε τα νέα ~ ~.|| (κατ' επέκτ., με παραβίαση της νόμιμης διαδικασίας:) Διορίστηκε/πήραν την επιχορήγηση ~ ~. ΣΥΝ. με πλάγια μέσα, εν μέση οδώ [ἐν μέσῃ ὀδῷ] (λόγ.): στη μέση του δρόμου και κατ' επέκτ. ενώπιον όλων: Aπόμεινε, ~ ~, να χαζεύει αμήχανος.|| Του επιτέθηκε ~ ~., καθ' οδόν (λόγ.): προχωρώντας, στον δρόμο, κατά την πορεία: ~ ~ προς την πόλη. Βρίσκω/συναντώ κάποιον ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ προς τη νέα χρονιά αναμένονται αλλαγές. Η αναδιάρθρωση της εταιρείας είναι ~ ~., ανά τας οδούς και τας ρύμας βλ. ρύμη, η οδός της απωλείας βλ. απώλεια, μέση οδός/λύση βλ. μέσος, μέσω/διά της διπλωματικής οδού βλ. διπλωματικός, ο δρόμος/η οδός της αρετής/του Κυρίου βλ. αρετή [< αρχ. ὁδός]

παραστάτης

παραστάτης πα-ρα-στά-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. παραστάτ-ρια, -ιδα, -ισσα (σημ. 1,2)} 1. (σε παρέλαση, κυρ. μαθητική) καθένα από τα πρόσωπα που στέκονται αριστερά και δεξιά του σημαιοφόρου καθώς και στη γραμμή πίσω από αυτόν. Βλ. ζυγός. 2. συμπαραστάτης: Του στάθηκε βοηθός και ~. Πβ. σύμμαχος, υποστηρικτής. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. παραστάδα. 4. ΣΤΡΑΤ. (σε παράταξη) ο στρατιώτης που στέκεται αριστερά ή δεξιά άλλου στρατιώτη. Βλ. -στάτης. ● ΣΥΜΠΛ.: νομικός παραστάτης: ΝΟΜ. δικηγόρος ή εκπρόσωπος διαδίκου: Ορίστηκε ~ ~ του Δημοσίου για την υπόθεση της ... [< 1,2,4: αρχ. παραστάτης 3: μτγν. ~]

σφυρηλάτηση

σφυρηλάτηση σφυ-ρη-λά-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) διάπλαση, διαμόρφωση μέσω έντονης προσπάθειας: ~ της φιλίας/του χαρακτήρα. ~ της ενότητας και της συνεργασίας των λαών. Βλ. καλλιέργεια. 2. ΤΕΧΝΟΛ. επεξεργασία μετάλλου με σφυρί, σφυροκόπημα: θερμή/ψυχρή ~. Βλ. έλαση, κοίλανση. ΣΥΝ. σφυρηλασία [< μεσν. σφυρηλάτησις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.