αυτοκτονία [αὐτοκτονία] αυ-το-κτο-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. το να αφαιρεί κάποιος τη ζωή του: μυστηριώδης/ομαδική/τελετουργική (βλ. χαρακίρι) ~. Ομάδες/τάσεις ~ας. Έκανε απόπειρα ~ας. Ο θάνατός του αποδόθηκε/οφείλεται σε ~. Βλ. απονενοημένο (διάβημα), -κτονία. ΣΥΝ. αυτοχειρία 2. (μτφ.) αυτοκαταστροφική ενέργεια: Θα ήταν πολιτική ~ για την κυβέρνηση αν/να ... Αυτή η απόφαση είναι καθαρή ~. Πβ. αυτοκαταστροφή. ● ΣΥΜΠΛ.: επίθεση/αποστολή αυτοκτονίας & (σπάν.) επιχείρηση αυτοκτονίας: εχθρική ενέργεια εναντίον στρατιωτικού ή πολιτικού στόχου κατά την οποία ο δράστης γνωρίζει ότι το πιθανότερο είναι να σκοτωθεί: βομβιστική/πολύνεκρη ~ ~. ~ ~ από καμικάζι. Εθελοντές/στρατιώτες/τρομοκράτες σε ~ ~.|| (μτφ.) Ο εκτός έδρας αγώνας της ομάδας μοιάζει με αποστολή ~. [< αγγλ. suicide attack] [< μτγν. αυτοκτονία, γαλλ. suicide]
αυτοκτονικός , ή, ό [αὐτοκτονικός] αυ-το-κτο-νι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην αυτοκτονία ή τον αυτόχειρα: ~ή: διάθεση/συμπεριφορά. ~ές: σκέψεις/τάσεις.|| (μτφ.) ~ά: λάθη (= αυτοκαταστροφικά). ● ΣΥΜΠΛ.: αυτοκτονικός ιδεασμός βλ. ιδεασμός [< αγγλ. suicidal, γαλλ. suicidaire]
αυτοκτονώ [αὐτοκτονῶ] αυ-το-κτο-νώ ρ. (αμτβ.) {αυτοκτον-είς ..., -ώντας | αυτοκτόν-ησε, -ημένος} 1. δίνω τέλος στη ζωή μου: Αποπειράθηκε να ~ήσει. ΣΥΝ. αυτοχειριάζομαι 2. (μτφ.) βλάπτω τον εαυτό μου υλικά ή ηθικά. Βλ. χαντακώνομαι. ΣΥΝ. αυτοκαταστρέφομαι 3. (καταχρ. ως μτβ.) ωθώ κάποιον στην αυτοκτονία: ~ησε ή τον ~ησαν; [< αρχ. αὐτοκτονῶ, γαλλ. (se) suicider]
αυτοκαταστροφικότητα
αυτοκαταστροφικότητα [αὐτοκαταστροφικότητα] αυ-το-κα-τα-στρο-φι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αυτοκαταστροφικού· αυτοκαταστροφή: εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες και ~. Βλ. αυτοκτονικότητα.
ιδεασμός
ιδεασμός [ἰδεασμός] ι-δε-α-σμός ουσ. (αρσ.): ΨΥΧΟΛ. σχηματισμός νοερών εικόνων, ιδεών, εντυπώσεων που δεν υφίστανται στην πραγματικότητα: παρανοϊκός ~. Αυτοκαταστροφικοί/παραληρηματικοί ~οί. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτοκτονικός ιδεασμός: ΨΥΧΙΑΤΡ. συναισθηματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από έμμονη ιδέα για αυτοκτονία, χωρίς όμως να γίνεται πράξη. [< αγγλ. ideation, γαλλ. idéation]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.