Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • αυτοκτονία [αὐτοκτονία] αυ-το-κτο-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. το να αφαιρεί κάποιος τη ζωή του: μυστηριώδης/ομαδική/τελετουργική (βλ. χαρακίρι) ~. Ομάδες/τάσεις ~ας. Έκανε απόπειρα ~ας. Ο θάνατός του αποδόθηκε/οφείλεται σε ~. Βλ. απονενοημένο (διάβημα), -κτονία. ΣΥΝ. αυτοχειρία 2. (μτφ.) αυτοκαταστροφική ενέργεια: Θα ήταν πολιτική ~ για την κυβέρνηση αν/να ... Αυτή η απόφαση είναι καθαρή ~. Πβ. αυτοκαταστροφή. ● ΣΥΜΠΛ.: επίθεση/αποστολή αυτοκτονίας & (σπάν.) επιχείρηση αυτοκτονίας: εχθρική ενέργεια εναντίον στρατιωτικού ή πολιτικού στόχου κατά την οποία ο δράστης γνωρίζει ότι το πιθανότερο είναι να σκοτωθεί: βομβιστική/πολύνεκρη ~ ~. ~ ~ από καμικάζι. Εθελοντές/στρατιώτες/τρομοκράτες σε ~ ~.|| (μτφ.) Ο εκτός έδρας αγώνας της ομάδας μοιάζει με αποστολή ~. [< αγγλ. suicide attack] [< μτγν. αυτοκτονία, γαλλ. suicide]
  • αυτοκτονικός , ή, ό [αὐτοκτονικός] αυ-το-κτο-νι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην αυτοκτονία ή τον αυτόχειρα: ~ή: διάθεση/συμπεριφορά. ~ές: σκέψεις/τάσεις.|| (μτφ.) ~ά: λάθη (= αυτοκαταστροφικά). ● ΣΥΜΠΛ.: αυτοκτονικός ιδεασμός βλ. ιδεασμός [< αγγλ. suicidal, γαλλ. suicidaire]
  • αυτοκτονικότητα [αὐτοκτονικότητα] αυ-το-κτο-νι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αυτοκτονική τάση: κατάθλιψη/σχιζοφρένεια και ~. Βλ. αυτοκαταστροφικότητα. Βλ. -ότητα.
  • αυτοκτονώ [αὐτοκτονῶ] αυ-το-κτο-νώ ρ. (αμτβ.) {αυτοκτον-είς ..., -ώντας | αυτοκτόν-ησε, -ημένος} 1. δίνω τέλος στη ζωή μου: Αποπειράθηκε να ~ήσει. ΣΥΝ. αυτοχειριάζομαι 2. (μτφ.) βλάπτω τον εαυτό μου υλικά ή ηθικά. Βλ. χαντακώνομαι. ΣΥΝ. αυτοκαταστρέφομαι 3. (καταχρ. ως μτβ.) ωθώ κάποιον στην αυτοκτονία: ~ησε ή τον ~ησαν; [< αρχ. αὐτοκτονῶ, γαλλ. (se) suicider]

αυτοκαταστροφικότητα

αυτοκαταστροφικότητα [αὐτοκαταστροφικότητα] αυ-το-κα-τα-στρο-φι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αυτοκαταστροφικού· αυτοκαταστροφή: εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες και ~. Βλ. αυτοκτονικότητα.

ιδεασμός

ιδεασμός [ἰδεασμός] ι-δε-α-σμός ουσ. (αρσ.): ΨΥΧΟΛ. σχηματισμός νοερών εικόνων, ιδεών, εντυπώσεων που δεν υφίστανται στην πραγματικότητα: παρανοϊκός ~. Αυτοκαταστροφικοί/παραληρηματικοί ~οί. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτοκτονικός ιδεασμός: ΨΥΧΙΑΤΡ. συναισθηματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από έμμονη ιδέα για αυτοκτονία, χωρίς όμως να γίνεται πράξη. [< αγγλ. ideation, γαλλ. idéation]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.