Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 13 εγγραφές  [0-13]


  • αβαρής , ής, ές [ἀβαρής] α-βα-ρής επίθ. {αβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (επιστ.) 1. με ελάχιστο ή σχεδόν καθόλου βάρος: ~ής: ράβδος. ~ές: βέλος/ελατήριο/νήμα. ~ή: στοιχεία. Βλ. ελαφρύς. ΑΝΤ. βαρύς (1) 2. (σπάν.-μτφ.) που δεν έχει βαρύτητα, κύρος, σπουδαιότητα: ~είς: απόψεις. [< αρχ. ἀβαρής]
  • αμφοτεροβαρής , ής, ές [ἀμφοτεροβαρής] αμ-φο-τε-ρο-βα-ρής επίθ. {αμφοτεροβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)}: ΝΟΜ. που επιβαρύνει αμοιβαία, δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις και στις δύο πλευρές: ~ής: σύμβαση. ΑΝΤ. ετεροβαρής [< γερμ. zweiseitig, γαλλ. bilatéral]
  • ανισοβαρής , ής, ές [ἀνισοβαρής] α-νι-σο-βα-ρής επίθ. {ανισοβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.) ΑΝΤ. ισοβαρής 1. (μτφ.) που τα μέρη του δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, που δεν γίνεται με ίδιο τρόπο ή δεν έχει την ίδια αξία με κάτι άλλο: ~ής: καταμερισμός. ~ής: ανάπτυξη (π.χ. ορισμένων κλάδων)/κατανομή (πόρων)/σχέση. Μονομερής και ~ προσέγγιση του προβλήματος. Σύστημα κοινωνικά/πολιτικά ~ές. Πβ. λεόντειος. ΣΥΝ. ετεροβαρής ΑΝΤ. αμφοτεροβαρής 2. (για πράγμα ή σύνολο πραγμάτων) που τα μέρη του έχουν άνισο βάρος μεταξύ τους: ~ή: σώματα. ~είς: συσκευασίες. ● επίρρ.: ανισοβαρώς [-ῶς] (λόγ.) [< μτγν. ἀνισοβαρής]
  • δεικτοβαρής , ής, ές δει-κτο-βα-ρής επίθ.: ΟΙΚΟΝ. (για χρηματιστηριακό προϊόν) που έχει βαρύνουσα σημασία για τον Γενικό Δείκτη Τιμών: ~ής: τραπεζικός τίτλος. ~είς: μετοχές.
  • ελλιποβαρής , ής, ές βλ. λιποβαρής
  • εμπροσθοβαρής , ής, ές [ἐμπροσθοβαρής] ε-μπρο-σθο-βα-ρής επίθ. (λόγ.): που δίνει βαρύτητα στην πρόοδο και το μέλλον: ~ής: σχεδιασμός (προγράμματος). ~ής: πολιτική/στρατηγική. ~ές: πρόγραμμα (αποκρατικοποιήσεων). ~ή: μέτρα. ~είς κινήσεις αναπτυξιακής προοπτικής. Βλ. μακροπρόθεσμος.
  • ετεροβαρής , ής, ές [ἑτεροβαρής] ε-τε-ρο-βα-ρής επίθ. {ετεροβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (μτφ.-λόγ.): που επιβαρύνει τη μία μεριά: ~ής: κατανοµή ευθυνών/συμμαχία/σχέση. Ειρηνευτικό σχέδιο που είναι ~ές, υπέρ της άλλης πλευράς. Πβ. λεόντειος. ΣΥΝ. ανισοβαρής (1) ΑΝΤ. αμφοτεροβαρής ● επίρρ.: ετεροβαρώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ετεροβαρής σύμβαση: ΝΟΜ. συμφωνία ανάμεσα σε συμβαλλόμενα μέρη, νομικά ή φυσικά πρόσωπα, που δημιουργεί υποχρεώσεις στο ένα και δικαιώματα στο άλλο: Το δάνειο/η δωρεά είναι ~ ~. [< μεσν. ετεροβαρής]
  • ισαλλοβαρής , ής, ές [ἰσαλλοβαρής] ι-σαλ-λο-βα-ρής επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ισαλλοβαρείς (γραμμές): ΜΕΤΕΩΡ. αυτές που ενώνουν σε χάρτη σημεία με τις ίδιες μεταβολές της βαρομετρικής τάσης σε δεδομένο χρόνο. Βλ. ισοβαρής. [< αγγλ. isallobars, 1911, γαλλ. isallobares, 1948]
  • ισοβαρής , ής, ές [ἰσοβαρής] ι-σο-βα-ρής επίθ. {ισοβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} & (σπάν.) ισόβαρος, η, ο 1. που έχει το ίδιο βάρος ή κυρ. την ίδια βαρύτητα με κάποιον ή κάτι άλλο: ~ή: δέματα.|| (μτφ.) ~ής: σχέση. ΑΝΤ. αν~. 2. ΜΕΤΕΩΡ. (για γραμμή σε μετεωρολογικό χάρτη) που ενώνει σημεία με την ίδια βαρομετρική πίεση σε δεδομένη χρονική στιγμή: ~είς: καμπύλες. Βλ. ισαλλοβαρής. 3. ΦΥΣ. ΠΥΡ. (για άτομο) που έχει τον ίδιο μαζικό αλλά διαφορετικό ατομικό αριθμό σε σχέση με άλλα άτομα: ~είς: πυρήνες. ~ή: στοιχεία.|| (κ. ως ουσ.) Τα ~ή. 4. ΦΥΣ. που πραγματοποιείται με σταθερή πίεση: ~ής: θέρμανση/μεταβολή/ψύξη. Βλ. ισό-θερμος, -χωρος. ● επίρρ.: ισοβαρώς [-ῶς] [< 1: αρχ. ἰσοβαρής 2,3,4: αγγλ. isobar, γαλλ. isobare]
  • κεντροβαρής , ής, ές κε-ντρο-βα-ρής επίθ. {κεντροβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) σημαντικός: Το λιμάνι/η πόλη κατέχει ~ή (= καίρια) θέση στην περιοχή. Πβ. κεντρικός, σημαίνων. 2. ΦΩΤΟΓΡ. που εστιάζεται στο κέντρο: ~ής: φωτομέτρηση. [< μεσν. κεντροβαρής, γαλλ. centrobarique, αγγλ. centrobaric]
  • λιποβαρής , ής, ές λι-πο-βα-ρής επίθ. {λιποβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} & ελλιποβαρής (λόγ.) & (σπάν.) λιπόβαρος, η, ο: του οποίου το σωματικό βάρος είναι μικρότερο του φυσιολογικού: πρόωρα ή ~ή βρέφη. ΣΥΝ. ολιγοβαρής ΑΝΤ. υπέρβαρος
  • ολιγοβαρής , ής, ές [ὀλιγοβαρής] ο-λι-γο-βα-ρής επίθ. {ολιγοβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (σπάν.-λόγ.): λιποβαρής. [< μτγν. ὀλιγοβαρής]
  • Φλεβάρης Φλε-βά-ρης ουσ. (αρσ.) (προφ.): Φεβρουάριος. Πβ. κουτσοφλέβαρος. Βλ. κλαδευτής. ● ΦΡ.: ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει (παροιμ.): με τον μήνα αυτόν, όσο κρύο κι αν κάνει, τελειώνουν τα κρύα του χειμώνα. [< μεσν. Φλεβάρης]

ελαφρύς

ελαφρύς, ιά, ύ [ἐλαφρύς] ε-λα-φρύς επίθ. {ελαφρ-ύ κ. -ιού | -είς κ. -ιοί, (ουδ.) -ιά· θηλ. (λόγ.) -ά· ελαφρύτ-ερος, -ατος} & ελαφρός, ή, ό & (λαϊκό) αλαφρός ΑΝΤ. βαρύς 1. που έχει μικρό βάρος, που μεταφέρεται, σηκώνεται άνετα ή κινείται εύκολα: (συχνά με θετ. συνυποδ.) ~ύς: φακός/φορητός υπολογιστής. ~ιά: βιντεοκάμερα/τσάντα. ~ύ: αεροσκάφος/σακίδιο/φορτίο. ~ιές: αποσκευές. Ποδήλατο με ~ύ σκελετό. Σκάνερ ~ύ και πρακτικό. ~ύ και οικονομικό αυτοκίνητο. Το μικρότερο και ~ερο κινητό της αγοράς.|| (για πρόσ.) Ήμουν είκοσι κιλά πιο ~ (= αδύνατος). Είναι ~ιά σαν πούπουλο. Νιώθω ~ και ξεκούραστος (πβ. ευκίνητος). Να κοιμάστε με ~ύ στομάχι (: χωρίς να έχετε φάει πολύ).|| ~ύς: σιδηρόδρομος (βλ. τραμ).|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ύ: άρμα/(παλαιότ.) ιππικό (: με ~ύ οπλισμό).|| (ΧΗΜ-ΦΥΣ.) ~ιά: αέρια/μέταλλα (: με μικρό ειδικό βάρος).|| (κατ’ επέκτ.) ~ύ: τιμόνι (: εύκολο, άνετο στον χειρισμό).|| (μτφ.) ~ύ και κομψό σχέδιο (: απλό, απέριττο). 2. (ειδικότ. για ρούχα) λεπτός: ~ιά: κουβέρτα. ~ύ: μπουφάν/πάπλωμα. ΑΝΤ. χοντρός (2) 3. που χαρακτηρίζεται από μικρή ή μικρότερη (από την κανονική, επιθυμητή) ένταση ή δύναμη, που δεν είναι τόσο αισθητός· περιορισμένος, λίγος: ~ύ: άγγιγμα (πβ. απαλό, τρυφερό)/μασάζ/τρίψιμο/χτύπημα (ΑΝΤ. δυνατό). ~ιά κάμψη του αγκώνα/στροφή της κεφαλής. ~ύ τίναγμα των μαλλιών.|| ~ύς: άνεμος/χειμώνας (ΑΝΤ. δριμύς). ~ιά: βροχή (πβ. ασθενής, ψιλή)/ομίχλη/συννεφιά/χιονόπτωση. ~ύ: αεράκι (ΣΥΝ. ανάλαφρο, βλ. αύρα)/κύμα.|| ~ύς: αναστεναγμός/ήχος/φωτισμός. ~ιά: γεύση/οσμή (ΑΝΤ. οξεία). ~ύ: άρωμα (πβ. διακριτικό)/μαύρισμα/χρώμα (: παλ). (για συναίσθημα) ~ιά: ανησυχία.|| ~ιά: αύξηση/κλίση/μείωση. ~ύ: προβάδισμα. (ειδικότ., για εργασία) ~ύ: σκάλισμα (: επιφανειακό). Πβ. ανεπαίσθητος. ΑΝΤ. έντονος. 4. που χωνεύεται εύκολα ή γρήγορα, γενικότ. που έχει κάποια από τα συστατικά του σε μικρή σχετικά περιεκτικότητα: ~ιά: κουζίνα/σάλτσα. ~ύ: γεύμα/πιάτο. ~ιά: λάδια (βλ. ελαιόλαδο, βαμβακ-, ηλι-, σογι-έλαιο). Πβ. ευκολοχώνευτος, εύπεπτος. ΑΝΤ. δύσπεπτος.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ύ: γάλα (: με χαμηλά λιπαρά, ημιάπαχο· βλ. άπαχο, πλήρες). ~ύ: γλυκό (ψυγείου).|| ~ύ: ποτό (: χωρίς πολύ αλκοόλ). ~ά: τσιγάρα. Καφές ~, φίλτρου. 5. (μτφ.) που είναι υποφερτός, που αντιμετωπίζεται με σχετική ευκολία: ~ύς: ερεθισμός/πονοκέφαλος/πυρετός/τραυματισμός (πβ. επιπόλαιος. ΑΝΤ. σοβαρός). ~ύ: διάστρεμμα/έγκαυμα/εγκεφαλικό/κρυολόγημα/πρήξιμο. ~ά (σπανιότ. ~ιά) συμπτώματα νόσου. 6. (μτφ.) που δεν είναι τόσο κουραστικός, δυσβάσταχτος: ~ιά: άσκηση/γυμναστική (πβ. ήπια)/εργασία. ~ύ: πρόγραμμα.|| ~ιά: ποινή/φορολογία. ~ύ: πρόστιμο. Πβ. ανεκτός. ΑΝΤ. επαχθής. 7. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη έντονου προβληματισμού ή βαθιάς σκέψης: ~ύ: ύφος. ~ά: θέματα. Η συζήτηση έγινε σε ευχάριστο και ~ύ κλίμα. 8. που γίνεται κατανοητός και γενικότ. δεκτός, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ή προσπάθεια: ~ιά: μουσική (βλ. κλασική). ~ό/~ύ: θέατρο.|| (με αρνητ. συνυποδ.) ~ύ έργο, κατώτερο των προηγούμενων επιτυχιών του σκηνοθέτη. Βλ. εμπορικός. ● Υποκ.: ελαφρούτσικος , η, ο {κ. θηλ. -ια}: (συχνά για πρόσ.) αφελής, ελαφρόμυαλος. ● επίρρ.: ελαφρ(ι)ά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Κοιμάται (πβ. λαγοκοιμάται· ΑΝΤ. βαθιά)/τρώει ~. Ντύθηκα ~ (: με λεπτά ρούχα· ΑΝΤ. βαριά). Υποχώρησαν ελαφρά (= λίγο) οι τιμές. Είναι/νιώθει ~ώς (= κάπως) καλύτερα. Με τα γόνατα ~ώς λυγισμένα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελαφρό τραγούδι: ΜΟΥΣ. κατηγορία τραγουδιών που καλλιεργήθηκαν κυρ. στον χώρο της επιθεώρησης και της οπερέτας και κυριάρχησαν τις δεκαετίες '40 και '50. Βλ. (αρχοντο)ρεμπέτικο, δημοτικό, (ελαφρο)λαϊκό, έντεχνο, μοντέρνο., ελαφρύς ύπνος 1. που διακόπτεται εύκολα: Κάνει ~ύ ~ο. ΑΝΤ. βαθύς. 2. ήσυχος: ~ ~, χωρίς έγνοιες. (ως ευχή) Καλό βράδυ και ύπνο ~ύ. , ελαφρά βιομηχανία βλ. βιομηχανία, ελαφρά όπλα βλ. όπλο, ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, μαλακά ναρκωτικά βλ. μαλακός ● ΦΡ.: (ας/να είναι) ελαφρύ/ελαφρό το χώμα που σε/τον σκεπάζει: ως ευχή που διατυπώνεται συνήθ. σε επικήδειο ή επιμνημόσυνο λόγο, για ανάπαυση του νεκρού: Aιωνία σου η μνήμη και ~ ~ που σε σκεπάζει. , το πήρε ελαφριά (προφ.): δεν έδωσε σημασία σε κάτι ή δεν στενοχωρήθηκε πολύ για αυτό. ΑΝΤ. το πήρε βαριά, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, ελαφρά τη καρδία βλ. καρδιά, με ελαφριά (τη) συνείδηση βλ. συνείδηση [< αρχ. ἐλαφρύς, γαλλ. léger, αγγλ. light, γερμ. leicht]

ισαλλοβαρής

ισαλλοβαρής, ής, ές [ἰσαλλοβαρής] ι-σαλ-λο-βα-ρής επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ισαλλοβαρείς (γραμμές): ΜΕΤΕΩΡ. αυτές που ενώνουν σε χάρτη σημεία με τις ίδιες μεταβολές της βαρομετρικής τάσης σε δεδομένο χρόνο. Βλ. ισοβαρής. [< αγγλ. isallobars, 1911, γαλλ. isallobares, 1948]

ισοβαρής

ισοβαρής, ής, ές [ἰσοβαρής] ι-σο-βα-ρής επίθ. {ισοβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} & (σπάν.) ισόβαρος, η, ο 1. που έχει το ίδιο βάρος ή κυρ. την ίδια βαρύτητα με κάποιον ή κάτι άλλο: ~ή: δέματα.|| (μτφ.) ~ής: σχέση. ΑΝΤ. αν~. 2. ΜΕΤΕΩΡ. (για γραμμή σε μετεωρολογικό χάρτη) που ενώνει σημεία με την ίδια βαρομετρική πίεση σε δεδομένη χρονική στιγμή: ~είς: καμπύλες. Βλ. ισαλλοβαρής. 3. ΦΥΣ. ΠΥΡ. (για άτομο) που έχει τον ίδιο μαζικό αλλά διαφορετικό ατομικό αριθμό σε σχέση με άλλα άτομα: ~είς: πυρήνες. ~ή: στοιχεία.|| (κ. ως ουσ.) Τα ~ή. 4. ΦΥΣ. που πραγματοποιείται με σταθερή πίεση: ~ής: θέρμανση/μεταβολή/ψύξη. Βλ. ισό-θερμος, -χωρος. ● επίρρ.: ισοβαρώς [-ῶς] [< 1: αρχ. ἰσοβαρής 2,3,4: αγγλ. isobar, γαλλ. isobare]

κλαδευτής

κλαδευτής κλα-δευ-τής ουσ. (αρσ.) 1. εργάτης που ασχολείται με το κλάδεμα. 2. (λαϊκό) μήνας κατά τη διάρκεια του οποίου εκτελούνται εργασίες κλαδέματος: Γενάρης/Φλεβάρης ο ~. [< μτγν. κλαδευτής]

λιποβαρής

λιποβαρής, ής, ές λι-πο-βα-ρής επίθ. {λιποβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} & ελλιποβαρής (λόγ.) & (σπάν.) λιπόβαρος, η, ο: του οποίου το σωματικό βάρος είναι μικρότερο του φυσιολογικού: πρόωρα ή ~ή βρέφη. ΣΥΝ. ολιγοβαρής ΑΝΤ. υπέρβαρος

μακροπρόθεσμος

μακροπρόθεσμος, η, ο μα-κρο-πρό-θε-σμος επίθ.: που εμφανίζεται, πραγματοποιείται ή έχει αποτέλεσμα μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος: ~ος: κίνδυνος/προγραμματισμός/στόχος/σχεδιασμός. ~η: ανάπτυξη/απόδοση/επένδυση/ζημία/μνήμη/πρόβλεψη/προοπτική/στρατηγική. ~ο: κέρδος/κόστος/σχέδιο/συμφέρον/χρέος. ~ες: επιπτώσεις/συνέπειες/υποχρεώσεις. ~α: δάνεια/κεφάλαια/οφέλη. Σε ~η βάση. Πβ. μακρόπνοος, μακροχρόνιος. Βλ. μεσοπρόθεσμος. ΑΝΤ. βραχυπρόθεσμος ● επίρρ.: μακροπρόθεσμα & (λόγ.) μακροπροθέσμως [< γαλλ. à long terme]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.