Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • αντιδιαβητικός , ή, ό [ἀντιδιαβητικός] α-ντι-δια-βη-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που καταπολεμά τον σακχαρώδη διαβήτη. [< γαλλ. antidiabétique, αγγλ. antidiabetic]
  • διαβήτης1 δι-α-βή-της ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΜ. όργανο χάραξης κύκλων και μέτρησης γωνιών, αποτελούμενο από δύο κινητά σκέλη συνδεδεμένα στη μια άκρη τους με τέτοιο τρόπο, ώστε το άνοιγμα μεταξύ τους να μπορεί να μεγαλώνει και να μικραίνει ανάλογα με την περίπτωση: παχυμετρικός ~. Σχεδιάζει με χάρακα και ~η. Βλ. κουμπάσο.|| (μτφ., ως παραθετικό σύνθ.) Μπαλιά/πάσα/σέντρα-~ (= ακριβής). ● ΦΡ.: με κανόνα και διαβήτη/με τον διαβήτη (σπάν.-μτφ.): με ακρίβεια, σχολαστικότητα: Τα εξέτασε/υπολόγισε όλα ~ ~. [< αρχ. διαβήτης]
  • διαβήτης2 δι-α-βή-της ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: σακχαρώδης διαβήτης & διαβήτης & (προφ.) ζαχαρώδης διαβήτης: χρόνια διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων λόγω ανεπαρκούς δράσης της ινσουλίνης του παγκρέατος, με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού του σακχάρου στο αίμα και στα ούρα: νεανικός/παιδικός ~ ~. ~ ~ των ενηλίκων. Ρύθμιση του ~ους ~η. Πβ. ζάχαρο. Βλ. δυσλιπιδαιμία, μεταβολικό σύνδρομο. ΣΥΝ. σακχαροδιαβήτης, σακχαρώδης διαβήτης (της) κύησης/εγκυμοσύνης & διαβήτης (της) κύησης/εγκυμοσύνης: που αναπτύσσεται στη διάρκεια της κύησης, λόγω μεγάλων ποσοστών σακχάρου στο αίμα της εγκύου, κυρ. σε γυναίκες παχύσαρκες, μεγάλες σε ηλικία ή με ιστορικό διαβήτη στην οικογένειά τους., σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 & (παλαιότ.) ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης: αυτός που προκαλείται από αυτοαντισώματα του οργανισμού, τα οποία καταστρέφουν τα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη: Ο ~ ~ είναι πιο συχνός σε παιδιά και νέους., σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 & (παλαιότ.) μη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης: αυτός που οφείλεται στην παραγωγή υπερβολικής ινσουλίνης στο πάγκρεας και εμφανίζεται κυρ. σε άτομα μέσης και τρίτης ηλικίας., άποιος διαβήτης βλ. άποιος [< μτγν. διαβήτης, αγγλ. diabetes, γαλλ. diabète (sucré)]
  • διαβητικός , ή, ό δι-α-βη-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που προκαλείται από τον διαβήτη ή σχετίζεται με αυτόν: ~ή: αγγειοπάθεια/αμφιβληστροειδοπάθεια/κετοξέωση/νευροπάθεια/νεφροπάθεια. ~ό: έλκος/κώμα.|| ~ά: παιδιά.|| ~ά: παπούτσια/τρόφιμα (: για ~ούς). Βλ. αντι~. ● Ουσ.: διαβητικός, διαβητική (ο/η): ασθενής που πάσχει από διαβήτη: Οι ~οί ακολουθούν συγκεκριμένο διαιτολόγιο. ● ΣΥΜΠΛ.: διαβητικό πόδι: ΙΑΤΡ. εξέλκωση, λοίμωξη ή/και καταστροφή των ιστών στον άκρο πόδα σε συνδυασμό με περιφερική νευροπάθεια ή/και αποφρακτική αρτηριοπάθεια των κάτω άκρων σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. [< μεσν. διαβητικός, γαλλ. diabétique, αγγλ. diabetic]
  • διαβητολογία δι-α-βη-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Δ): ΙΑΤΡ. κλάδος με αντικείμενο τη μελέτη και θεραπεία του διαβήτη. Βλ. -λογία. [< γαλλ. diabétologie, 1963, αγγλ. diabetology]
  • διαβητολογικός , ή, ό δι-α-βη-το-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη διαβητολογία: ~ή: εταιρεία. ~ό: ιατρείο/κέντρο.
  • διαβητολόγος δι-α-βη-το-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): γιατρός ειδικευμένος στη διαβητολογία: ενδοκρινολόγος-~. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. diabétologue, 1963, αγγλ. diabetologist, 1970]
  • ζαχαροδιαβήτης βλ. σακχαροδιαβήτης
  • σακχαροδιαβήτης σακ-χα-ρο-δι-α-βή-της ουσ. (αρσ.) & (προφ.) ζαχαροδιαβήτης: ΙΑΤΡ. σακχαρώδης διαβήτης. [< γαλλ. diabète sucré]

άποιος

άποιος[ἄποιος] ά-ποι-ος επίθ.: ΙΑΤΡ. μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: άποιος διαβήτης: διαταραχή στον άξονα υπόφυση-νεφροί που χαρακτηρίζεται από αδυναμία του οργανισμού να ελέγχει το επίπεδο υγρών, κυρ. ύδατος, στο αίμα και στα ούρα, πολυδιψία και πολυουρία. Βλ. σακχαρώδης διαβήτης. [< αγγλ. diabetes insipidus] [< αρχ. ἄποιος]

δυσλιπιδαιμία

δυσλιπιδαιμίαδυ-σλι-πι-δαι-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαταραχή του μεταβολισμού των λιποπρωτεϊνών, κυρ. της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων: διαβητική ~. Αθηροσκλήρωση/μεταβολικό σύνδρομο/υπέρταση και ~. Αντιμετώπιση της ~ας με στατίνες. Βλ. -αιμία. [< αγγλ. dyslipidemia, γαλλ. dyslipidémie]

κουμπάσο

κουμπάσοκου-μπά-σο ουσ. (ουδ.) 1. ΝΑΥΤ. διαβήτης για τη μέτρηση των αποστάσεων πάνω σε ναυτικό χάρτη με βάση την κλίμακα πλάτους. Βλ. πορτολάνος, πυξίδα. 2. μακρόστενος μεταλλικός σύνδεσμος που τοποθετείται κυρ. σε ντουλάπι, για να μπορεί να σύρεται, ή σε παράθυρο ως μηχανισμός ανάκλισης: ~ ανύψωσης. [< μεσν. κομπάσο < βεν. compasso]

-λογία

-λογίαεπίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγος

-λόγοςεπίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

σακχαροδιαβήτης

σακχαροδιαβήτηςσακ-χα-ρο-δι-α-βή-της ουσ. (αρσ.) & (προφ.) ζαχαροδιαβήτης: ΙΑΤΡ. σακχαρώδης διαβήτης. [< γαλλ. diabète sucré]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.