Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 16 εγγραφές  [0-16]


  • αυτοκαλάθι [αὐτοκαλάθι] αυ-το-κα-λά-θι ουσ. (ουδ.): ΑΘΛ. καλάθι που σημειώνει κατά λάθος ένας μπασκετμπολίστας σε βάρος της ομάδας του: Έβαλε ~. Βλ. αυτογκόλ.
  • καλαθάς κα-λα-θάς ουσ. (αρσ.) (προφ.): καλαθοπλέκτης.
  • καλαθέα κα-λα-θέ-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. γένος τροπικών φυτών εσωτερικού χώρου (οικογ. Marantaceae) με φύλλα που έχουν εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Βλ. μαράντα. [< αγγλ. calathea < νεολατ. ~ < λατ. calathus < αρχ. κάλαθος]
  • καλάθι κα-λά-θι ουσ. (ουδ.) {καλαθ-ιού} 1. δοχείο συνήθ. πλεκτό με ή χωρίς λαβές, για την τοποθέτηση ή μεταφορά αντικειμένων· συνεκδ. το περιεχόμενό του και κατ' επέκτ. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: μεταλλικό/πλαστικό/συρμάτινο/υφασμάτινο/ψάθινο ~. ~ από καλάμια/λυγαριά. ~ απλύτων/αποθήκευσης/δώρων/μπάνιου/ξύλων/τροφίμων. ~ για παιχνίδια/ψώνια. ~ του πικ νικ/σούπερ-μάρκετ. ~ με λουλούδια/ποτά/φρούτα (= πανέρι). Πβ. ζεμπίλι, κάνιστρο, κοφίνι.|| ~ σκουπιδιών (= σκουπιδοτενεκές). Ρίχνω κάτι στο ~ των απορριμμάτων. Βλ. κάδος.|| Ένα ~ μήλα (= μια καλαθιά).|| Αλιευτικό ~ (πβ. κιούρτος). Το ~ του αερόστατου (πβ. λέμβος)/του ποδηλάτου. Μοτοσικλέτα με (πλευρικό) ~. 2. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) μεταλλικό στεφάνι με κρεμασμένο διχτάκι, ανοιχτό στο κάτω μέρος του, όπου καταλήγει η μπάλα μετά από εύστοχη προσπάθεια· συνεκδ. επιτυχημένη βολή: το αντίπαλο ~. Βλ. μπασκέτα, τέρμα.|| Νικητήριο ~. ~ και φάουλ. Μέτρησε το/μπήκε ~. Έβαλε/πέτυχε (το) ~. Έχασε το ~. Βλ. αυτο~, γκολ, σουτ.|| Τους έβαλαν στα ~ια (= τους κατατρόπωσαν). ● Υποκ.: καλαθάκι (το): στη σημ. 1: ~ με ψωμί (: στο τραπέζι). ~ Λήμνου (: παραδοσιακό λευκό τυρί. Βλ. ΠΟΠ). ● Μεγεθ.: καλάθα (η) (λαϊκό): στη σημ. 1. Βλ. καλαθούνα., καλαθάρα (η) (προφ.): στη σημ. 1 κ. (επιτατ.) στη σημ. 2. Βλ. γκολάρα. ● ΣΥΜΠΛ.: καλάθι αγορών & αγοράς: ΔΙΑΔΙΚΤ. (σε ιστοσελίδα) εικονίδιο που ενεργοποιεί μια λίστα παραγγελίας για αγορές μέσω ίντερνετ: άδειο/ηλεκτρονικό ~ ~. Προβολή ~ιού ~. Προσθήκη στο ~ ~. [< αγγλ. shopping basket/cart] , καλάθι νομισμάτων: ΟΙΚΟΝ. ομάδα νομισμάτων που χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος. [< αγγλ. basket of currencies, 1974, currency basket] ● ΦΡ.: (ρίχνω/πετώ κάτι ή κάτι καταλήγει/πηγαίνει) στο καλάθι των αχρήστων & (λόγ.) στον κάλαθο των αχρήστων: για κάτι στο οποίο δεν δίνεται μεγάλη σημασία ή απορρίπτεται, επειδή θεωρείται ανάξιο λόγου· για αντικείμενο από το οποίο απαλλάσσεται κάποιος, επειδή δεν λειτουργεί καλά ή έχει παλιώσει: (μτφ.) Πέταξαν τόσες ώρες δουλειάς ~ ~! Η πρόταση κατέληξε ~ ~.|| Το βλέπω να πηγαίνει ~ ~ (π.χ. το κινητό)., βλέπει το καλάθι σαν βαρέλι (προφ.): για παίκτη του μπάσκετ που έχει πολύ μεγάλο ποσοστό ευστοχίας., τι καλά, ... καλάθια! (ειρων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης· αντί για την απάντηση "καλά" σε σχετική ερώτηση: -Πώς είσαι/πήγε, καλά; -~ ~., το καλάθι της νοικοκυράς: τα καταναλωτικά αγαθά που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού και χρησιμεύουν για τον υπολογισμό του κόστους ζωής: ακριβό το ~ ~. Αδειάζει το ~ ~. Βλ. Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, πληθωρισμός. [< γαλλ. le panier de la ménagère] , έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι βλ. αβγό & αυγό, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει βλ. κοφίνι [< 1: μεσν. καλάθι 2: αγγλ. basket]
  • καλαθιά κα-λα-θιά ουσ. (θηλ.) 1. (προφ., στο μπάσκετ) εύστοχο σουτ, καλάθι. 2. (σπάν.-λαϊκό) το περιεχόμενο ενός καλαθιού: μια ~ σταφύλια.
  • καλαθοπλέκτης κα-λα-θο-πλέ-κτης ουσ. (αρσ.) & καλαθοπλέχτης (κυρ. παλαιότ.): παραδοσιακός τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή ή/και πώληση καλαθιών. Πβ. καλαθοποιός. ΣΥΝ. καλαθάς
  • καλαθοπλεκτική κα-λα-θο-πλε-κτι-κή ουσ. (θηλ.) (κυρ. παλαιότ.): η τέχνη της κατασκευής καλαθιών. Βλ. σπαρτοπλεκτική.
  • καλαθοποιία κα-λα-θο-ποι-ί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η τέχνη της κατασκευής καλαθιών, πλεκτών επίπλων ή άλλων αντικειμένων από εύκαμπτες φυτικές ίνες· συνεκδ. η αντίστοιχη βιοτεχνική ή βιομηχανική μονάδα. Βλ. -ποιία.
  • καλαθοποιός κα-λα-θο-ποι-ός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): αυτός που κατασκευάζει ή/και πουλά είδη καλαθοποιίας. Πβ. καλαθοπλέκτης. Βλ. -ποιός. [< μτγν. καλαθοποιός]
  • κάλαθος κά-λα-θος ουσ. (αρσ.) 1. (επίσ.) καλάθι. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. τμήμα του κορινθιακού κιονόκρανου διακοσμημένο με φύλλα ακάνθου· είδος αγγείου που μοιάζει με καλάθι. 3. ΤΕΧΝΟΛ. δοχείο από πυκνό μεταλλικό πλέγμα, κυρ. για τη μεταφορά μεταλλεύματος ή οικοδομικών υλικών. ● ΦΡ.: (ρίχνω/πετώ κάτι ή κάτι καταλήγει/πηγαίνει) στο καλάθι των αχρήστων βλ. καλάθι [< 1: αρχ. κάλαθος 2: μτγν. ~]
  • καλαθοσφαιρικός , ή, ό κα-λα-θο-σφαι-ρι-κός επίθ. (επίσ.): ΑΘΛ. που σχετίζεται με την καλαθοσφαίριση: ~ός: αγώνας/όμιλος. ~ό: πρωτάθλημα. ~ές: διοργανώσεις. ΣΥΝ. μπασκετικός
  • καλαθοσφαίριση κα-λα-θο-σφαί-ρι-ση ουσ. (θηλ.) & καλαθόσφαιρα (επίσ.): ΑΘΛ. μπάσκετ: Ελληνική Ομοσπονδία ~ης (ακρ. ΕΟΚ). Εθνική Ομάδα ~ης. ~ με αμαξίδιο (: για αθλητές με σωματικές αναπηρίες, βλ. Παραολυμπιάδα). Βλ. αντι-, πετο-σφαίριση.
  • καλαθοσφαιριστής κα-λα-θο-σφαι-ρι-στής ουσ. (αρσ.) , καλαθοσφαιρίστρια (η) (επίσ.): ΑΘΛ. μπασκετμπολίστας. Βλ. ΠΣΑΚ.
  • καλαθούνα κα-λα-θού-να ουσ. (θηλ.): μεγάλο καλάθι με υφασμάτινη επένδυση και συνήθ. λαβές και κουκούλα, για τη μεταφορά και τον ύπνο του βρέφους. Πβ. πορτ-μπεμπέ. Βλ. καρότσι, κούνια.
  • καλαθοφόρος , ος, ο κα-λα-θο-φό-ρος επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. (για όχημα, μηχάνημα) που φέρει κάλαθο: ~ος: γερανός. ~ο: ανυψωτικό.|| (ως ουσ.) ~ο εναέριας εργασίας. Βλ. -φόρος.
  • σκαλάθυρμα σκα-λά-θυρ-μα ουσ. (ουδ.) (αρχαιοπρ.): λογοτεχνικό ή επιστημονικό κείμενο μικρής αξίας: στιχουργικό ~. [< πβ. αρχ. σκαλαθυρμάτιον 'ασήμαντο πράγμα', μεσν. σκαλαθύρματα]

αβγό & αυγό

αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]

αντι- & αντί- & αντ- & ανθ-

αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος). 2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό. 3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος. 4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση. 5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.

αυτογκόλ

αυτογκόλ [αὐτογκόλ] αυ-το-γκόλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΑΘΛ. γκολ που σημειώνει κατά λάθος ένας ποδοσφαιριστής σε βάρος της ομάδας του. Βλ. αυτοκαλάθι. 2. (μτφ.) λάθος που αποβαίνει σε βάρος αυτού που το διαπράττει: πολιτικό ~. Βλ. γκάφα, μπούμερανγκ, φάουλ. [< ιταλ. autogo(a)l, 1908,  γαλλ. autogoal, 1963]

δείκτης

δείκτης δεί-κτης ουσ. (αρσ.) {δεικτών} & (προφ.) δείχτης 1. (επιστ.) αριθμός που εκφράζει την ποσοστιαία σύγκριση δύο μεγεθών και χρησιμοποιείται κυρ. για να διευκολύνει τη μελέτη της διαχρονικής μεταβολής ενός φαινομένου: υψηλός/χαμηλός ~. Ο ~ αυξάνεται/μειώνεται. ~ ακροαματικότητας/αξιολόγησης/απόκλισης/αποτελεσματικότητας/ασφαλείας (των πτήσεων)/διαφθοράς. ~ες ποιότητας (= ποιοτικοί ~ες). Βλ. αριθμο~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Οικονομικός/χρηματοοικονομικός ~. ~ αγοραστικής δύναμης/αναφοράς/ανεργίας/ανταγωνιστικότητας/απόδοσης (ενεργητικού)/αποδοτικότητας (ιδίων κεφαλαίων)/βιομηχανικής παραγωγής/δαπανών/εκροών/εμπιστοσύνης (επιχειρήσεων/καταναλωτή)/κερδοφορίας/κόστους/παραγωγικότητας. Ο ~ ανεβαίνει/πέφτει.|| (ΙΑΤΡ.) Αιματολογικοί/βιολογικοί (= βιοδείκτες)/βιοχημικοί ~ες.|| Οι διακοπές (ως) ~ (= στοιχείο) ευημερίας.|| ~ βιβλιογραφικών αναφορών [< αγγλ. citation index, } 2. ΤΕΧΝΟΛ. κινητή βελόνα σε βαθμονομημένη κλίμακα οργάνου μετρήσεως· κατ' επέκτ. οτιδήποτε παρέχει ένδειξη μεταβολής φυσικού μεγέθους: οι ~ες του ρολογιού (βλ. λεπτο~, ωρο~). Ο ~ του βαρόμετρου/της ζυγαριάς/της πυξίδας.|| ~ βενζίνης/θερμοκρασίας/πίεσης/ροής. Χιλιομετρικός ~ (: μικρή πινακίδα στην οποία αναγράφεται η απόσταση από δεδομένο σημείο σε χιλιόμετρα, βλ. οδο~). Βλ. ανεμο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ποντικιού (= κέρσορας). 3. κάθε αριθμητικό ή γραμματικό σύμβολο που γράφεται κάτω και δεξιά από άλλο, για να το χαρακτηρίσει: (ΜΑΘ.) a1+ a2 = 10 (: για να υποδηλώσει εξάρτηση της μεταβλητής από συγκεκριμένο υποσύνολο τιμών). Βλ. εκθέτης.|| (ΧΗΜ.) H2O (: για την υπόδειξη του αριθμού των ατόμων ενός στοιχείου που περιέχονται στο μόριο της χημικής ένωσης). 4. ΑΝΑΤ. το δάχτυλο δίπλα στον αντίχειρα. ΣΥΝ. λιχανός 5. ΜΑΘ. αριθμός που γράφεται στα αριστερά του ριζικού και εκφράζει την τάξη της ζητούμενης ρίζας (τετραγωνική, κυβική). 6. ΧΗΜ. ουσία της οποίας το χρώμα μεταβάλλεται όταν προστίθεται σε διάλυμα, υποδεικνύοντας την επιτέλεση συγκεκριμένης χημικής αντίδρασης (με οξύ ή με βάση). 7. ΓΛΩΣΣ. λέξη δηλωτική κυρ. γλωσσικής λειτουργίας (ας, θα, να, σαν, ως): κειμενικοί/συνομιλιακοί ~ες ή ~ες λόγου (: παραπέμπουν σε πληροφορίες που προηγούνται ή έπονται π.χ. άλλωστε, γι΄ αυτό, δηλαδή, ιδίως, όμως, συνεπώς). Πβ. μόριο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. μεταβλητή, της οποίας η τιμή δείχνει τη θέση μιας άλλης μεταβλητής στη μνήμη του υπολογιστή. 9. βέργα ή συσκευή φωτεινής δέσμης ως μέσο υπόδειξης σε επιφάνεια (χάρτη, πίνακα, γραφική παράσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: (Γενικός) Δείκτης Τιμών: ΟΙΚΟΝ. αριθμοδείκτης που εκφράζει την ποσοστιαία μεταβολή στο γενικό επίπεδο τιμών ενός συνόλου αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια οικονομία: Γενικός ~ ~ Καταναλωτή (ακρ. ΓΔΤΚ)/λιανικής. ~ ~ στο ΧΑΑ. ~ ~ Dow-Jones/Nikkei (= οι χρηματιστηριακοί δείκτες σε Νέα Υόρκη/Τόκιο αντίστοιχα). Τάσεις σταθεροποίησης παρουσίασε ο ~ ~. Πβ. χρηματιστήριο. [< αγγλ. general price index] , Δείκτης Τιμών Καταναλωτή: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπεύει τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα νοικοκυριών. Βλ. εναρμονισμένος, καλάθι της νοικοκυράς. [< αγγλ. consumer price index, 1945] , γενετικός δείκτης βλ. γενετικός, δείκτης απήχησης βλ. απήχηση, δείκτης γεννητικότητας βλ. γεννητικότητα, δείκτης γήρανσης βλ. γήρανση, δείκτης διάθλασης βλ. διάθλαση, δείκτης δυσφορίας βλ. δυσφορία, δείκτης εγκληματικότητας βλ. εγκληματικότητα, Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) βλ. μάζα, δείκτης νοημοσύνης βλ. νοημοσύνη, δείκτης πορείας βλ. πορεία, δείκτης προστασίας βλ. προστασία, δείκτης στάθμης βλ. στάθμη, καρκινικοί δείκτες βλ. καρκινικός [< μτγν. δείκτης, γαλλ. indice, indicateur, αγγλ. index, indicator, pointer, γερμ. Index]

κάδος

κάδος κά-δος ουσ. (αρσ.) 1. δοχείο για ρίψη ή συγκέντρωση άχρηστων αντικειμένων: μεταλλικός/πλαστικός/πτυσσόμενος ~. ~ (μηχανικής αποκομιδής) απορριμμάτων/μπάζων (βλ. συλλεκτήρας)/σκουπιδιών. ~ με καπάκι/πεντάλ. Ρομποτικοί ~οι. ΣΥΝ. καλάθι, σκουπιδοτενεκές.|| ~οι οικιακής κομποστοποίησης.|| Ο ~ της ηλεκτρικής σκούπας/του χλοοκοπτικού. || ~οι πυρόσβεσης (ελικοπτέρων). 2. δοχείο κυρ. αποθήκευσης και μεταφοράς τροφίμων ή υλικών: ~ νερού/τυριού. Πβ. καρδάρα, κουβάς, μαστέλο.|| Ο ~ του πλυντηρίου/της φριτέζας.|| ~ ανάμειξης. ● ΣΥΜΠΛ.: κάδος ανακύκλωσης 1. στον οποίο συγκεντρώνονται αντικείμενα για ανακύκλωση: Μπλε ~οι ~. ~οι ~ μπαταριών/χαρτιού. 2. ΠΛΗΡΟΦ. φάκελος στον οποίο καταλήγουν τα διαγραμμένα αρχεία: άδειασμα ~ου ~. Επαναφορά από τον ~ο ~. [< αγγλ. recycle/recycling bin, 1995] [< αρχ. κάδος ‘αγγείο, υδρία, αμφορέας’]

καλάθι

καλάθι κα-λά-θι ουσ. (ουδ.) {καλαθ-ιού} 1. δοχείο συνήθ. πλεκτό με ή χωρίς λαβές, για την τοποθέτηση ή μεταφορά αντικειμένων· συνεκδ. το περιεχόμενό του και κατ' επέκτ. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: μεταλλικό/πλαστικό/συρμάτινο/υφασμάτινο/ψάθινο ~. ~ από καλάμια/λυγαριά. ~ απλύτων/αποθήκευσης/δώρων/μπάνιου/ξύλων/τροφίμων. ~ για παιχνίδια/ψώνια. ~ του πικ νικ/σούπερ-μάρκετ. ~ με λουλούδια/ποτά/φρούτα (= πανέρι). Πβ. ζεμπίλι, κάνιστρο, κοφίνι.|| ~ σκουπιδιών (= σκουπιδοτενεκές). Ρίχνω κάτι στο ~ των απορριμμάτων. Βλ. κάδος.|| Ένα ~ μήλα (= μια καλαθιά).|| Αλιευτικό ~ (πβ. κιούρτος). Το ~ του αερόστατου (πβ. λέμβος)/του ποδηλάτου. Μοτοσικλέτα με (πλευρικό) ~. 2. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) μεταλλικό στεφάνι με κρεμασμένο διχτάκι, ανοιχτό στο κάτω μέρος του, όπου καταλήγει η μπάλα μετά από εύστοχη προσπάθεια· συνεκδ. επιτυχημένη βολή: το αντίπαλο ~. Βλ. μπασκέτα, τέρμα.|| Νικητήριο ~. ~ και φάουλ. Μέτρησε το/μπήκε ~. Έβαλε/πέτυχε (το) ~. Έχασε το ~. Βλ. αυτο~, γκολ, σουτ.|| Τους έβαλαν στα ~ια (= τους κατατρόπωσαν). ● Υποκ.: καλαθάκι (το): στη σημ. 1: ~ με ψωμί (: στο τραπέζι). ~ Λήμνου (: παραδοσιακό λευκό τυρί. Βλ. ΠΟΠ). ● Μεγεθ.: καλάθα (η) (λαϊκό): στη σημ. 1. Βλ. καλαθούνα., καλαθάρα (η) (προφ.): στη σημ. 1 κ. (επιτατ.) στη σημ. 2. Βλ. γκολάρα. ● ΣΥΜΠΛ.: καλάθι αγορών & αγοράς: ΔΙΑΔΙΚΤ. (σε ιστοσελίδα) εικονίδιο που ενεργοποιεί μια λίστα παραγγελίας για αγορές μέσω ίντερνετ: άδειο/ηλεκτρονικό ~ ~. Προβολή ~ιού ~. Προσθήκη στο ~ ~. [< αγγλ. shopping basket/cart] , καλάθι νομισμάτων: ΟΙΚΟΝ. ομάδα νομισμάτων που χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος. [< αγγλ. basket of currencies, 1974, currency basket] ● ΦΡ.: (ρίχνω/πετώ κάτι ή κάτι καταλήγει/πηγαίνει) στο καλάθι των αχρήστων & (λόγ.) στον κάλαθο των αχρήστων: για κάτι στο οποίο δεν δίνεται μεγάλη σημασία ή απορρίπτεται, επειδή θεωρείται ανάξιο λόγου· για αντικείμενο από το οποίο απαλλάσσεται κάποιος, επειδή δεν λειτουργεί καλά ή έχει παλιώσει: (μτφ.) Πέταξαν τόσες ώρες δουλειάς ~ ~! Η πρόταση κατέληξε ~ ~.|| Το βλέπω να πηγαίνει ~ ~ (π.χ. το κινητό)., βλέπει το καλάθι σαν βαρέλι (προφ.): για παίκτη του μπάσκετ που έχει πολύ μεγάλο ποσοστό ευστοχίας., τι καλά, ... καλάθια! (ειρων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης· αντί για την απάντηση "καλά" σε σχετική ερώτηση: -Πώς είσαι/πήγε, καλά; -~ ~., το καλάθι της νοικοκυράς: τα καταναλωτικά αγαθά που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού και χρησιμεύουν για τον υπολογισμό του κόστους ζωής: ακριβό το ~ ~. Αδειάζει το ~ ~. Βλ. Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, πληθωρισμός. [< γαλλ. le panier de la ménagère] , έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι βλ. αβγό & αυγό, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει βλ. κοφίνι [< 1: μεσν. καλάθι 2: αγγλ. basket]

καλαθούνα

καλαθούνα κα-λα-θού-να ουσ. (θηλ.): μεγάλο καλάθι με υφασμάτινη επένδυση και συνήθ. λαβές και κουκούλα, για τη μεταφορά και τον ύπνο του βρέφους. Πβ. πορτ-μπεμπέ. Βλ. καρότσι, κούνια.

καρότσι

καρότσι κα-ρό-τσι ουσ. (ουδ.) {καροτσ-ιού}: μικρό όχημα για μετακίνηση ανθρώπων ή για μεταφορά αντικειμένων: αναπηρικό ~. Ηλεκτροκίνητο/χειροκίνητο ~ για άτομα με ειδικές ανάγκες. Μπάσκετ/τένις με ~.|| Βρεφικό/παιδικό ~. ~ για δίδυμα/που κλείνει σαν ομπρέλα. Το μωρό είναι ακόμα στο ~ (: δεν περπατάει).|| ~ ασθενών.|| ~ μεταφοράς κιβωτίων/οικοδομικών υλικών/φορτίων. Κουβάλησε έξι ~ια χώμα. Πβ. χειράμαξα.|| ~ καθαρισμού/σφουγγαρίσματος (με κουβά).|| Το ~ της λαϊκής (: ~ για ψώνια)/του σούπερ-μάρκετ. ~ αποσκευών. Σπρώχνω το ~. ● Υποκ.: καροτσάκι (το): παραδοσιακό ~ με μαλλί της γριάς/παγωτό/ποπ κορν.|| Έμεινε καθηλωμένος σε ~ (: ανάπηρος). ΣΥΝ. (αναπηρικό) αμαξίδιο. ● ΦΡ.: πάω/σέρνω (κάποιον) καροτσάκι (μτφ.-προφ.): τον οδηγώ (βίαια) κάπου· (για προπορευόμενο όχημα ή τον οδηγό του) εμποδίζω τους οδηγούς των οχημάτων που ακολουθούν να αναπτύξουν ταχύτητα για μεγάλο μέρος της διαδρομής: Μπορεί δικαστικά να με πάει ~.|| Δυο φορτηγά μας πήγαν ~ στην εθνική.

κεράσι

κεράσι κε-ρά-σι ουσ. (ουδ.) {κερασιού}: ο καρπός της κερασιάς, που έχει μικρό σφαιρικό σχήμα, λεπτή, γυαλιστερή και συνήθ. κόκκινη φλούδα, μαλακή γλυκιά σάρκα και κουκούτσι: γλυκό (του κουταλιού)/λικέρ/μαρμελάδα/χυμός ~. Ζουμερά/τραγανά ~ια. ~ια γλασέ. Τάρτα με ~ια. Βλ. βύσσινο, πετρο-, χαμο-κέρασο, κερασάκι. ● ΦΡ.: όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι (παροιμ.): να είσαι επιφυλακτικός, όταν ακούς μεγάλα λόγια και υπερβολές. [< μεσν. κεράσι(ν), αρχ. κέρασος & κερασός ‘κερασιά’]

κοφίνι

κοφίνι κο-φί-νι ουσ. (ουδ.) {κοφιν-ιού} (λαϊκό): καλάθι από πλεγμένες βέργες κυρ. λυγαριάς ή καλαμιάς, με κοντά πλαϊνά χερούλια: ψάθινο ~. ~ια γεμάτα/με φρούτα. Γαϊδουράκια φορτωμένα με ~ια.|| (δηλωτικό χωρητικότητας:) Δύο ~ια κεράσια. Πβ. πανέρι.|| ~ για ψάρεμα (πβ. κιούρτος). ● Υποκ.: κοφινάκι (το) ● Μεγεθ.: κοφίνα (η): ΣΥΝ. καλάθα, κόφα (2) ● ΦΡ.: στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει (παροιμ.): για κάποιον που δεν μένει ποτέ ικανοποιημένος. Πβ. δεν ξέρει τι του φταίει, τρώγεται με τα ρούχα του. [< μεσν. κοφίνι(ν)]

μαράντα

μαράντα μα-ρά-ντα ουσ. (θηλ.): τροπικό αμερικανικό φυτό εσωτερικού χώρου (οικογ. Marantaceae, γένος Maranta, ιδ. M. leuconera) με εντυπωσιακά σκούρα πράσινα φύλλα. Βλ. καλαθέα. [< γαλλ. maranta, 1693, ιταλ. ανθρ. B. Maranta, αγγλ.-ιταλ. ~]

μπασκέτα

μπασκέτα μπα-σκέ-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. μόνιμη ή φορητή κατασκευή αποτελούμενη από βάση, ταμπλό, συνήθ. τετράγωνου σχήματος, και το καλάθι του μπάσκετ: ~ ολυμπιακού τύπου. 2. (γενικότ.-προφ.) καλάθι για τοποθέτηση αντικειμένων, πανέρι. Βλ. -έτα.

-ποιία

-ποιία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. παραγωγή ή επεξεργασία συγκεκριμένου προϊόντος και τη σχετική βιοτεχνία: αρτο~/ζαχαρο~ (πβ. -πλαστική).|| Γυψο~.|| Eπιπλο~/υποδηματο~.|| (μτφ.) Παιδο~/τεκνο~. 2. σύνολο ιστοριών, γεγονότων: μυθο~. Πβ. -πλασία.|| (μτφ.) Επο~.

-ποιός

-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~. 2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.

σπαρτοπλεκτική

σπαρτοπλεκτική σπαρ-το-πλε-κτι-κή ουσ. (θηλ.): η τέχνη της κατασκευής πλεκτών αντικειμένων, κυρ. σχοινιών, από σπάρτο. Βλ. καλαθοπλεκτική. [< γαλλ. sparterie]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.