Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]


  • -μάλλης , α, ικο {αρσ. -μάλληδες | κ. θηλ. (λαϊκό-λογοτ.) -μαλλούσα, -μαλλού}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. το χρώμα των μαλλιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: ασπρο-μάλλης/γκριζο~/καστανο~/κοκκινο~/ξανθο~/ψαρο~. Βλ. -μάτης.|| Μακρυ-μάλλης. Σγουρο-μάλλα.
  • ασπρομάλλης , α, ικο [ἀσπρομάλλης] α-σπρο-μάλ-λης επίθ./ουσ. 1. που έχει λευκά μαλλιά. Πβ. πολιός. Βλ. -μάλλης. ΑΝΤ. μαυρομάλλης 2. (σπάν.-για ζώο) που έχει άσπρο τρίχωμα.
  • γκριζομάλλης , α, ικο γκρι-ζο-μάλ-λης επίθ./ουσ.: που έχει γκρίζα μαλλιά, συνήθ. λόγω ηλικίας: ~ης: κύριος/μεσήλικας.|| (συνήθ. ως ουσ.) Γοητευτικός/ώριμος ~. Βλ. -μάλλης.
  • καστανομάλλης , α, ικο επίθ./ουσ.: που έχει καστανά μαλλιά. Βλ. -μάλλης.
  • κατσαρομάλλης , α, ικο κα-τσα-ρο-μάλ-λης επίθ./ουσ.: σγουρομάλλης. Βλ. -μάλλης. ΣΥΝ. κατσαρός
  • κοκκινομάλλης , α, ικο κοκ-κι-νο-μάλ-λης επίθ./ουσ.: που έχει μαλλιά κόκκινης απόχρωσης. Πβ. κοκκινοτρίχης, πυρόξανθος, ρούσος. Βλ. -μάλλης.
  • μακρυμάλλης , α, ικο μα-κρυ-μάλ-λης επίθ./ουσ.: που έχει μακριά μαλλιά. Βλ. -μάλλης. [< μεσν. μακρυμάλλης]
  • μαυρομάλλης , α, ικο μαυ-ρο-μάλ-λης επίθ./ουσ.: που έχει μαύρα μαλλιά. Βλ. -μάλλης. ΑΝΤ. ασπρομάλλης (1)
  • ξανθομάλλης , α, ικο ξαν-θο-μάλ-λης επίθ./ουσ. {κ. (λαϊκό) θηλ. ξανθομαλλούσα} & ξανθόμαλλος, η, ο: που έχει ξανθά μαλλιά: ~ούσα: κοπελιά. Βλ. -μάλλης. [< μεσν. ξαθομάλλης, ξαθόμαλλος, ξανθομαλλούσα]
  • σγουρομάλλης , α, ικο σγου-ρο-μάλ-λης επίθ./ουσ. & σγουρόμαλλος, η, ο: που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά. Βλ. -μάλλης. ΣΥΝ. κατσαρομάλλης [< μεσν. σγουρομάλης, σγουρόμαλος]
  • ψαρομάλλης , α, ικο ψα-ρο-μάλ-λης επίθ./ουσ.: γκριζομάλλης. Βλ. -μάλλης.

-μάλλης

-μάλλης, α, ικο {αρσ. -μάλληδες | κ. θηλ. (λαϊκό-λογοτ.) -μαλλούσα, -μαλλού}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. το χρώμα των μαλλιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: ασπρο-μάλλης/γκριζο~/καστανο~/κοκκινο~/ξανθο~/ψαρο~. Βλ. -μάτης.|| Μακρυ-μάλλης. Σγουρο-μάλλα.

-μάτης

-μάτης, α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.