-πλασία επίθημα με αναφορά σε 1. ΙΑΤΡ. μόρφωμα ή ανώμαλη συνήθ., ανάπτυξη: νεο~. Δυσ~/υπερ~/υπο~.2. (μτφ.) δημιουργία, νοητική κατασκευή: γλωσσο~/λεξι~/μυθο~.
-πλάσια & (λόγ.) -ίως: επίθημα για τον σχηματισμό επιρρημάτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο: Του επέστρεψε τα χρήματα δι~ (= στο διπλάσιο).
απλασία [ἀπλασία] α-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ατελής ανάπτυξη ιστού ή οργάνου του σώματος: δερματική/μυελική (πβ. απλαστική αναιμία)/πνευμονική/συγγενής ~. ~ των αδένων/της μήτρας. Πβ. αγενεσία. Βλ. ατροφία, δυσπλασία, υποπλασία. ΑΝΤ. υπερπλασία [< γαλλ. aplasie, αγγλ. aplasia]
αχονδροπλασία [ἀχονδροπλασία] α-χον-δρο-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κληρονομική συγγενής διαταραχή του σχηματισμού των χόνδρων των αρθρώσεων, που οδηγεί σε μορφή νανισμού. Βλ. -πλασία. [< γαλλ. achondroplasie, αγγλ. achondroplasia]
γλωσσοπλασία γλωσ-σο-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): δημιουργία νεολογισμών. Βλ. -πλασία. ΣΥΝ. λεξιπλασία
δυσπλασία δυ-σπλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ανωμαλία στην ανάπτυξη ιστών, οργάνων ή κυττάρων: αγγειακή/καρδιακή ~. Συγγενείς ~ες. ~ του τραχήλου της μήτρας. (Αναπτυξιακή) ~ του ισχίου. Βλ. δυσγενεσία, δυσμορφία, μυελο~, νεο-, υπο-πλασία. [< γαλλ. dysplasie, 1938, αγγλ. dysplasia, περ. 1923]
μυελοδυσπλασία μυ-ε-λο-δυ-σπλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παραμορφωτική ή ατελής ανάπτυξη σε οποιοδήποτε τμήμα του νωτιαίου μυελού. [< αγγλ. myelodysplasia (MDS), γαλλ. myélodysplasie]
μυθοπλασία μυ-θο-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) μυθοπλαστία 1. δημιουργία μυθικών διηγήσεων. 2. (μτφ.) σκόπιμη επινόηση ψεύτικων ιστοριών: έργα/ταινία ~ας. Πβ. μυθοποιία, ψευδολογία.3. ΨΥΧΙΑΤΡ. αφήγηση φανταστικών καταστάσεων που παρουσιάζονται σαν πραγματικές, η οποία αποτελεί φυσιολογικό χαρακτηριστικό στα μικρά παιδιά, αλλά παθολογικό στους ενήλικες. Βλ. μυθομανία, -πλασία. [< 1: μεσν. μυθοπλασία· μτγν. μυθοπλαστία, γαλλ. fabulation]
υπερπλασία [ὑπερπλασία] υ-περ-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διόγκωση ενός οργάνου ή ιστού, η οποία οφείλεται στην ανώμαλη αύξηση του αριθμού των φυσιολογικών κυττάρων: άτυπη/καλοήθης/οζώδης/συγγενής ~. ~ του ενδομητρίου/εντέρου/προστάτη. Πβ. υπερτροφία. Βλ. -πλασία. ΑΝΤ. απλασία, υποπλασία [< αγγλ. hyperplasia, γαλλ. hyperplasie, 1902, γερμ. Hyperplasie]
υποπλασία [ὑποπλασία] υ-πο-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ελλιπής ανάπτυξη οργάνου ή ιστού του σώματος λόγω μείωσης του αριθμού των κυττάρων: νεφρική/πνευμονική ~. ~ του μυελού των οστών. Βλ. απλασία, δυσπλασία. ΑΝΤ. υπερπλασία [< αγγλ. hypoplasia, γαλλ. hypoplasie, 1905, γερμ. Hypoplasie]
μυθομανία μυ-θο-μα-νί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από συστηματική τάση για επινόηση και αφήγηση φανταστικών εμπειριών, ιστοριών και ψεύτικων γεγονότων. Βλ. μυθοπλασία, -μανία. [< γαλλ. mythomanie, 1905, αγγλ. mythomania, περ. 1909]
νεολογισμός
νεολογισμός νε-ο-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. το αποτέλεσμα της νεολογίας, λεξική μονάδα που εισάγεται στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας: Βλ. αρχαϊσμός, (γλωσσικό) δάνειο, λεξιπλασία, όρος, σημ. 3, -ισμός. [< γαλλ. néologisme, αγγλ. neologism]
-πλασία
-πλασία επίθημα με αναφορά σε 1. ΙΑΤΡ. μόρφωμα ή ανώμαλη συνήθ., ανάπτυξη: νεο~. Δυσ~/υπερ~/υπο~.2. (μτφ.) δημιουργία, νοητική κατασκευή: γλωσσο~/λεξι~/μυθο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.