Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 13 εγγραφές  [0-13]


  • -πλασία επίθημα με αναφορά σε 1. ΙΑΤΡ. μόρφωμα ή ανώμαλη συνήθ., ανάπτυξη: νεο~. Δυσ~/υπερ~/υπο~. 2. (μτφ.) δημιουργία, νοητική κατασκευή: γλωσσο~/λεξι~/μυθο~.
  • -πλάσια & (λόγ.) -ίως: επίθημα για τον σχηματισμό επιρρημάτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο: Του επέστρεψε τα χρήματα δι~ (= στο διπλάσιο).
  • απλασία [ἀπλασία] α-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ατελής ανάπτυξη ιστού ή οργάνου του σώματος: δερματική/μυελική (πβ. απλαστική αναιμία)/πνευμονική/συγγενής ~. ~ των αδένων/της μήτρας. Πβ. αγενεσία. Βλ. ατροφία, δυσπλασία, υποπλασία. ΑΝΤ. υπερπλασία [< γαλλ. aplasie, αγγλ. aplasia]
  • αχονδροπλασία [ἀχονδροπλασία] α-χον-δρο-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κληρονομική συγγενής διαταραχή του σχηματισμού των χόνδρων των αρθρώσεων, που οδηγεί σε μορφή νανισμού. Βλ. -πλασία. [< γαλλ. achondroplasie, αγγλ. achondroplasia]
  • γλωσσοπλασία γλωσ-σο-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): δημιουργία νεολογισμών. Βλ. -πλασία. ΣΥΝ. λεξιπλασία
  • δυσπλασία δυ-σπλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ανωμαλία στην ανάπτυξη ιστών, οργάνων ή κυττάρων: αγγειακή/καρδιακή ~. Συγγενείς ~ες. ~ του τραχήλου της μήτρας. (Αναπτυξιακή) ~ του ισχίου. Βλ. δυσγενεσία, δυσμορφία, μυελο~, νεο-, υπο-πλασία. [< γαλλ. dysplasie, 1938, αγγλ. dysplasia, περ. 1923]
  • λεξιπλασία λε-ξι-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): δημιουργία νέων λέξεων. Βλ. νεολογισμός, -πλασία. ΣΥΝ. γλωσσοπλασία
  • μεταπλασία με-τα-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. ανώμαλη μεταβολή ενός τύπου ώριμου ιστού σε άλλο: εντερική/επιθηλιακή/μυελοειδής/πλακώδης ~. Βλ. α-, δυσ-, νεο-, υπερ-, υπο-πλασία. ΣΥΝ. μετάπλαση (2) [< μτγν. μετάπλασις 'μεταπλασμός', γαλλ. métaplasie, αγγλ. metaplasia]
  • μυελοδυσπλασία μυ-ε-λο-δυ-σπλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παραμορφωτική ή ατελής ανάπτυξη σε οποιοδήποτε τμήμα του νωτιαίου μυελού. [< αγγλ. myelodysplasia (MDS), γαλλ. myélodysplasie]
  • μυθοπλασία μυ-θο-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) μυθοπλαστία 1. δημιουργία μυθικών διηγήσεων. 2. (μτφ.) σκόπιμη επινόηση ψεύτικων ιστοριών: έργα/ταινία ~ας. Πβ. μυθοποιία, ψευδολογία. 3. ΨΥΧΙΑΤΡ. αφήγηση φανταστικών καταστάσεων που παρουσιάζονται σαν πραγματικές, η οποία αποτελεί φυσιολογικό χαρακτηριστικό στα μικρά παιδιά, αλλά παθολογικό στους ενήλικες. Βλ. μυθομανία, -πλασία. [< 1: μεσν. μυθοπλασία· μτγν. μυθοπλαστία, γαλλ. fabulation]
  • νεοπλασία νε-ο-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.) {νεοπλασι-ών}: ΙΑΤΡ. σχηματισμός νεοπλάσματος· συνεκδ. νεόπλασμα: πολλαπλή ενδοκρινής ~. Εθνικό Αρχείο ~ών. Βλ. -πλασία. [< γαλλ. néoplasie, αγγλ. neoplasia]
  • υπερπλασία [ὑπερπλασία] υ-περ-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διόγκωση ενός οργάνου ή ιστού, η οποία οφείλεται στην ανώμαλη αύξηση του αριθμού των φυσιολογικών κυττάρων: άτυπη/καλοήθης/οζώδης/συγγενής ~. ~ του ενδομητρίου/εντέρου/προστάτη. Πβ. υπερτροφία. Βλ. -πλασία. ΑΝΤ. απλασία, υποπλασία [< αγγλ. hyperplasia, γαλλ. hyperplasie, 1902, γερμ. Hyperplasie]
  • υποπλασία [ὑποπλασία] υ-πο-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ελλιπής ανάπτυξη οργάνου ή ιστού του σώματος λόγω μείωσης του αριθμού των κυττάρων: νεφρική/πνευμονική ~. ~ του μυελού των οστών. Βλ. απλασία, δυσπλασία. ΑΝΤ. υπερπλασία [< αγγλ. hypoplasia, γαλλ. hypoplasie, 1905, γερμ. Hypoplasie]

α- & αν-

α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.

απλασία

απλασία [ἀπλασία] α-πλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ατελής ανάπτυξη ιστού ή οργάνου του σώματος: δερματική/μυελική (πβ. απλαστική αναιμία)/πνευμονική/συγγενής ~. ~ των αδένων/της μήτρας. Πβ. αγενεσία. Βλ. ατροφία, δυσπλασία, υποπλασία. ΑΝΤ. υπερπλασία [< γαλλ. aplasie, αγγλ. aplasia]

ατροφία

ατροφία [ἀτροφία] α-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. μείωση του μεγέθους οργάνων, ιστών, κυττάρων: γεροντική/(νωτιαία) μυϊκή (βλ. μυοπάθεια)/οπτική ~. ~ των γεννητικών οργάνων/του δέρματος/του εγκεφάλου/του ήπατος/της μήτρας. Βλ. απλασία, καχεξία. ΑΝΤ. υπερτροφία (1) 2. (μτφ.) μειωμένη ανάπτυξη ή μη αποτελεσματική λειτουργία: πνευματική ~. ~ της φαντασίας. Πβ. αποτελμάτωση, εξασθένηση, κατάπτωση, μαρασμός. [< αρχ. ἀτροφία, γαλλ. atrophie, αγγλ. atrophy]

δυσγενεσία

δυσγενεσία δυ-σγε-νε-σί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. ελαττωματική ή ανώμαλη ανάπτυξη οργάνου: ~ γονάδων. Βλ. αγενεσία, διαμαρτία, δυσ-, υπο-πλασία. [< γαλλ. dysgénésie, αγγλ. dysgenesis, 1962]

μυθομανία

μυθομανία μυ-θο-μα-νί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από συστηματική τάση για επινόηση και αφήγηση φανταστικών εμπειριών, ιστοριών και ψεύτικων γεγονότων. Βλ. μυθοπλασία, -μανία. [< γαλλ. mythomanie, 1905, αγγλ. mythomania, περ. 1909]

νεολογισμός

νεολογισμός νε-ο-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. το αποτέλεσμα της νεολογίας, λεξική μονάδα που εισάγεται στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας: Βλ. αρχαϊσμός, (γλωσσικό) δάνειο, λεξιπλασία, όρος, σημ. 3, -ισμός. [< γαλλ. néologisme, αγγλ. neologism]

-πλασία

-πλασία επίθημα με αναφορά σε 1. ΙΑΤΡ. μόρφωμα ή ανώμαλη συνήθ., ανάπτυξη: νεο~. Δυσ~/υπερ~/υπο~. 2. (μτφ.) δημιουργία, νοητική κατασκευή: γλωσσο~/λεξι~/μυθο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.