αγροτοσυνδικαλιστικός , ή, ό [ἀγροτοσυνδικαλιστικός] α-γρο-το-συν-δι-κα-λι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον αγροτικό συνδικαλισμό: ~ή: οργάνωση. ~ό: στέλεχος. ~οί: φορείς.
αναρχοσυνδικαλισμός [ἀναρχοσυνδικαλισμός] α-ναρ-χο-συν-δι-κα-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. τάση του συνδικαλισμού που εμπνέεται από τον αναρχισμό. [< γαλλ. anarchosyndicalisme, τέλη 19ου αι., αγγλ. anarcho-syndicalism, 1918]
αναρχοσυνδικαλιστής [ἀναρχοσυνδικαλιστής] α-ναρ-χο-συν-δι-κα-λι-στής ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. συνδικαλιστής που ασπάζεται τον αναρχισμό. [< γαλλ. anarchosyndicaliste]
αντισυνδικαλιστικός , ή, ό [ἀντισυνδικαλιστικός] α-ντι-συν-δι-κα-λι-στι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στον συνδικαλισμό και τις αρχές του: ~ή: δράση. ~ές: ενέργειες. Η διοίκηση της εταιρείας εφαρμόζει σκληρή ~ή στάση. ● επίρρ.: αντισυνδικαλιστικά
συνδικαλίζομαι συν-δι-κα-λί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {συνδικαλί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, συνδικαλιζ-όμενος, συνδικαλι-σμένος | σπάν. στην ενεργ. φωνή συνδικαλίζ-ω}: ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό, κυρ. συμμετέχοντας σε συνδικαλιστική οργάνωση: ~ονται οι εργαζόμενοι. ~σμένοι: αγρότες/υπάλληλοι. Ένστολοι ~όμενοι.|| Η παράταξη ~ει τους νεοεισερχόμενους φοιτητές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι & το συνδικαλίζεσθαι: συνδικαλιστική ελευθερία. [< γαλλ. (se) syndicaliser, 1926]
συνδικαλισμός συν-δι-κα-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ίδρυση και οργάνωση συνδικάτων από τους εργαζομένους με σκοπό τη διεκδίκηση και διασφάλιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων και συμφερόντων τους, συνδικαλιστικό κίνημα: ελεύθερος/εργατικός/μαχητικός/ταξικός/φοιτητικός ~.|| (μειωτ.) Εργοδοτικός /κομματικός/κυβερνητικός ~.|| (ως κοινωνικοπολιτική θεωρία :) Αναρχικός (= αναρχο~)/επαναστατικός ~ (πβ. κορπορατισμός). Βλ. -ισμός. [< γαλλ. syndicalisme, 1894]
συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια συν-δι-κα-λι-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.): εκλεγμένος εκπρόσωπος των εργαζομένων σε συνδικαλιστική οργάνωση ενός κλάδου: παλαίμαχος ~. (μειωτ.) Κρατικοδίαιτοι/κυβερνητικοί ~ές. Βλ. αγροτο~. [< γαλλ. syndicaliste, 1875]
συνδικαλιστικός , ή, ό συν-δι-κα-λι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον συνδικαλισμό ή τον συνδικαλιστή: ~ός: αγώνας/εκπρόσωπος/λόγος/φορέας. ~ή: άδεια/ασυλία/δράση/ηγεσία. ~ό: δικαίωμα/καθήκον/όργανο/στέλεχος/σωματείο. ~ές: ενώσεις/παρατάξεις. Το ~ό κίνημα.|| Πρωτοβάθμια/δευτεροβάθμια (βλ. Εργατικό Κέντρο, ομοσπονδία)/τριτοβάθμια ~ή οργάνωση. ● επίρρ.: συνδικαλιστικά ● ΣΥΜΠΛ.: συνδικαλιστική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των εργαζομένων να συμμετέχουν σε συνδικάτα και να προασπίζουν τα επαγγελματικά τους συμφέροντα. ΣΥΝ. η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι [< γαλλ. syndicaliste]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.