Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]


  • αγροτοσυνδικαλιστής [ἀγροτοσυνδικαλιστής] α-γρο-το-συν-δι-κα-λι-στής ουσ. (αρσ.): συνδικαλιστής που εκπροσωπεί αγρότες. ΣΥΝ. αγροτιστής
  • αγροτοσυνδικαλιστικός , ή, ό [ἀγροτοσυνδικαλιστικός] α-γρο-το-συν-δι-κα-λι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον αγροτικό συνδικαλισμό: ~ή: οργάνωση. ~ό: στέλεχος. ~οί: φορείς.
  • αναρχοσυνδικαλισμός [ἀναρχοσυνδικαλισμός] α-ναρ-χο-συν-δι-κα-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. τάση του συνδικαλισμού που εμπνέεται από τον αναρχισμό. [< γαλλ. anarchosyndicalisme, τέλη 19ου αι., αγγλ. anarcho-syndicalism, 1918]
  • αναρχοσυνδικαλιστής [ἀναρχοσυνδικαλιστής] α-ναρ-χο-συν-δι-κα-λι-στής ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. συνδικαλιστής που ασπάζεται τον αναρχισμό. [< γαλλ. anarchosyndicaliste]
  • αντισυνδικαλιστικός , ή, ό [ἀντισυνδικαλιστικός] α-ντι-συν-δι-κα-λι-στι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στον συνδικαλισμό και τις αρχές του: ~ή: δράση. ~ές: ενέργειες. Η διοίκηση της εταιρείας εφαρμόζει σκληρή ~ή στάση. ● επίρρ.: αντισυνδικαλιστικά
  • διασυνδικαλιστικός , ή, ό δι-α-συν-δι-κα-λι-στι-κός επίθ.: διασωματειακός. ΔΙΑΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΣ
  • συνδικαλίζομαι συν-δι-κα-λί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {συνδικαλί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, συνδικαλιζ-όμενος, συνδικαλι-σμένος | σπάν. στην ενεργ. φωνή συνδικαλίζ-ω}: ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό, κυρ. συμμετέχοντας σε συνδικαλιστική οργάνωση: ~ονται οι εργαζόμενοι. ~σμένοι: αγρότες/υπάλληλοι. Ένστολοι ~όμενοι.|| Η παράταξη ~ει τους νεοεισερχόμενους φοιτητές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι & το συνδικαλίζεσθαι: συνδικαλιστική ελευθερία. [< γαλλ. (se) syndicaliser, 1926]
  • συνδικαλισμός συν-δι-κα-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ίδρυση και οργάνωση συνδικάτων από τους εργαζομένους με σκοπό τη διεκδίκηση και διασφάλιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων και συμφερόντων τους, συνδικαλιστικό κίνημα: ελεύθερος/εργατικός/μαχητικός/ταξικός/φοιτητικός ~.|| (μειωτ.) Εργοδοτικός /κομματικός/κυβερνητικός ~.|| (ως κοινωνικοπολιτική θεωρία :) Αναρχικός (= αναρχο~)/επαναστατικός ~ (πβ. κορπορατισμός). Βλ. -ισμός. [< γαλλ. syndicalisme, 1894]
  • συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια συν-δι-κα-λι-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.): εκλεγμένος εκπρόσωπος των εργαζομένων σε συνδικαλιστική οργάνωση ενός κλάδου: παλαίμαχος ~. (μειωτ.) Κρατικοδίαιτοι/κυβερνητικοί ~ές. Βλ. αγροτο~. [< γαλλ. syndicaliste, 1875]
  • συνδικαλιστικός , ή, ό συν-δι-κα-λι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον συνδικαλισμό ή τον συνδικαλιστή: ~ός: αγώνας/εκπρόσωπος/λόγος/φορέας. ~ή: άδεια/ασυλία/δράση/ηγεσία. ~ό: δικαίωμα/καθήκον/όργανο/στέλεχος/σωματείο. ~ές: ενώσεις/παρατάξεις. Το ~ό κίνημα.|| Πρωτοβάθμια/δευτεροβάθμια (βλ. Εργατικό Κέντρο, ομοσπονδία)/τριτοβάθμια ~ή οργάνωση. ● επίρρ.: συνδικαλιστικά ● ΣΥΜΠΛ.: συνδικαλιστική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των εργαζομένων να συμμετέχουν σε συνδικάτα και να προασπίζουν τα επαγγελματικά τους συμφέροντα. ΣΥΝ. η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι [< γαλλ. syndicaliste]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.