Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • Άγγλος, Αγγλίδα [Ἄγγλος] Άγ-γλος επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει γεννηθεί στην Αγγλία ή κατάγεται από αυτή ή έχει αποκτήσει την αγγλική υπηκοότητα: ~ος: λόρδος. (ΙΣΤ.) ~ος: αρμοστής. Πβ. Βρετανός, Εγγλέζος. Βλ. Ουαλός, Σκωτσέζος. ● Υποκ.: αγγλάκι (το) (προφ.-συνήθ. ειρων.), αγγλιδούλα (η) (προφ.-οικ.) ● ΦΡ.: Άγγλος/Εγγλέζος στο/στα ραντεβού (του): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι απόλυτα συνεπής, ακριβής στην ώρα του.
  • αγγλοσαξονικός , ή, ό [ἀγγλοσαξονικός] αγ-γλο-σα-ξο-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τους Αγγλοσάξονες: ~ό: (ΟΙΚΟΝ.) μοντέλο/χιούμορ (= φλεγματικό). ● Ουσ.: αγγλοσαξονική (η) & αγγλοσαξονικά (τα): η αρχαία αγγλική γλώσσα. [< γαλλ. anglo-saxon]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.