Αβραάμ [Ἀβραάμ] Α-βρα-άμ κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: συνήθ. στη ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά βλ. αγαθά [< μτγν. Ἀβραάμ]
αγαθά
αγαθά[ἀγαθά] α-γα-θά ουσ. (ουδ.) (τα) 1. μέσα (προϊόντα ή υπηρεσίες) που ικανοποιούν υλικές κυρ. ανάγκες του ανθρώπου: ακίνητα/βασικά/βιομηχανικά/δημόσια/έμμεσα (: που συντελούν στην παραγωγή άλλων αγαθών, ΑΝΤ. άμεσα)/κινητά/υλικά ~. Αγορά/απόκτηση/διακίνηση/εισαγωγή/κόστος/πώληση/συσσώρευση ~ών. Τα ~ της Γης (: οι καρποί).|| Άφησε όλα του τα ~ (= την περιουσία) στην κόρη του. Έχασε όλα του τα ~ (: ό,τι είχε και δεν είχε).|| Πνευματικά/πολιτιστικά ~ά.2. (μτφ.) ωφέλιμες συνέπειες, κέρδη, πλεονεκτήματα: Τα ~ της δημοκρατίας/της εργασίας/του πολιτισμού/της τεχνολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά βλ. άυλος, βιοτικά αγαθά βλ. βιοτικός, ελεύθερα αγαθά βλ. ελεύθερος, επενδυτικά αγαθά βλ. επενδυτικός, καταναλωτικά αγαθά βλ. καταναλωτικός, κεφαλαιουχικά αγαθά βλ. κεφαλαιουχικός, οικονομικά αγαθά βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά: πλούτη, υλικά αγαθά και γενικότ. ευτυχία: Είχαν ~ ~, δεν τους έλειπε τίποτα. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν με όλα ~ ~. Πβ. του κόσμου τ' αγαθά.|| (ως ευχή-λαϊκό) ~ ~ να έχεις! Ο Θεός να σας δώσει ~ ~! Πβ. τα ελέη του Θεού., τα αγαθά κόποις κτώνται βλ. κόπος [< αγγλ. goods, γαλλ. biens, γερμ. Güter]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.