Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγγειόσπερμα [ἀγγειόσπερμα] αγ-γει-ό-σπερ-μα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. αγγειόσπερμο}: ΒΟΤ. υποδιαίρεση φανερόγαμων φυτών των οποίων τα αναπαραγωγικά όργανα βρίσκονται μέσα στα άνθη (βλ. ύπερος) και τα γονιμοποιημένα σπέρματά τους είναι κλεισμένα στους καρπούς: δι-/μονο-κοτυλήδονα ~. Βλ. γυμνόσπερμα, σπερματόφυτα. [< γαλλ. angiospermes, αγγλ. angiosperms]

γυμνόσπερμα

γυμνόσπερμα γυ-μνό-σπερ-μα ουσ. (ουδ.) (τα): ΒΟΤ. κατηγορία δενδρωδών φυτών με σπόρους που δεν περικλείονται σε καρπό (επιστ. ονομασ. Gymnospermae). Βλ. αγγειόσπερμα, κρυπτό-, φανερό-γαμα, σπερματόφυτα. [< μτγν. γυμνόσπερμος, γαλλ. gymnospermes, αγγλ. gymnosperms]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.