Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • Αμάλθεια [Ἀμάλθεια] Α-μάλ-θει-α κύριο όν. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: το κέρας της Αμάλθειας & (λόγ.) Αμαλθείας (μτφ.): αφθονία αγαθών και ευημερία: Παγκοσμιοποίηση: ~ ~ ή ασκός του Αιόλου; [< αρχ. Ἀμάλθεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.