Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανάσταση [ἀνάσταση] α-νά-στα-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) επάνοδος του Χριστού στη ζωή την τρίτη μέρα μετά τη Σταύρωση: η ~ του Θεανθρώπου/Ιησού/Κυρίου. Το χαρμόσυνο μήνυμα της ~ης. (ευχετ.) Καλή ~! 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α, κατ' επέκτ.) η αντίστοιχη ακολουθία και γιορτή το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου: ~ με βεγγαλικά και φωτοβολίδες. Πάμε στην ~ με λαμπάδες. Βλ. Πάσχα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) επαναφορά νεκρού στη ζωή: Η ~ του Λαζάρου (: ένα από τα θαύματα του Χριστού). Η ~ των νεκρών (: κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Πβ. ζωντάνεμα, νεκρανάσταση. 4. (με κεφαλ. το αρχικό Α) το αντίστοιχο γεγονός ως έργο τέχνης ή αγιογραφικό θέμα. Βλ. εις Άδου κάθοδος. 5. (μτφ.) αναγέννηση, ανάκαμψη: η πνευματική/πολιτιστική ~ (ενός λαού). Οικονομική ~ της εταιρείας. Πβ. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα.|| Η ~ του (υπόδουλου) Γένους/του Έθνους (: η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού). ΣΥΝ. (απ)ελευθέρωση, ξεσηκωμός. 6. (ως επιφών., προφ.-εμφατ.) επιτέλους: ~! Τα κατάφερε. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη: ΕΚΚΛΗΣ. ακολουθία που τελείται το μεσημέρι ή το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα., πρώτη Ανάσταση: ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Λειτουργία που τελείται το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. ● ΦΡ.: κάνω Ανάσταση (προφ.) 1. παρακολουθώ την τελετή της Ανάστασης: Φέτος θα ~ ~ στην ενορία μου/σε μοναστήρι. 2. (μτφ.) ξεπερνώ τα προβλήματά μου, γίνομαι ξανά ευτυχισμένος (ύστερα από δύσκολη περίοδο). Πβ. άσπρη μέρα/Θεού πρόσωπο. [< αρχ. ἀνάστασις]

εις

εις [εἰς] πρόθ. (+ αιτ.): λόγιος τύπος, αντί της πρόθεσης "σε", κυρ. σε παγιωμένες εκφράσεις για δήλωση κίνησης, τρόπου, ποσού, σκοπού, ευχής: άλμα ~ μήκος/ύψος.|| ~ βάρος.|| ~ διπλούν.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ άφεσιν αμαρτιών. ~ μνήμη(ν).|| Μηδέν ~ το πηλίκον.|| ~ το επανιδείν/υγείαν. Και ~ ανώτερα! ● ΦΡ.: είμαι σε θέση να ... βλ. θέση, εις επήκοον όλων βλ. επήκοος, εις μάτην βλ. μάτην, εις τας αιωνίους μονάς/στις αιώνιες μονές βλ. μονή, εις τας/περί τας/στας δυσμάς του βίου βλ. δυσμαί, εις τόπον χλοερόν/εν τόπω χλοερώ βλ. τόπος, εις τριπλούν βλ. τριπλούν, εις χείρας βλ. χειρ, εις/προς/σε επίρρωση βλ. επίρρωση, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, ες αεί βλ. αεί, ες αύριον τα σπουδαία βλ. αύριο, σε/εις ανάμνηση βλ. ανάμνηση, σε/ως ένδειξη βλ. ένδειξη [< αρχ. εἰς, ἐς]

Πάσχα

Πάσχα Πά-σχα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΕΚΚΛΗΣ. η μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή σε ανάμνηση της Ανάστασης του Χριστού, η οποία γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία, η Κυριακή του Πάσχα· συνεκδ. το δεκαπενθήμερο από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι την Κυριακή του Θωμά: ελληνικό/καθολικό/ορθόδοξο/παραδοσιακό ~. ~ στο χωριό. Το αρνί (βλ. οβελίας)/τα γλυκά (: κουλουράκια, τσουρέκι)/οι διακοπές/η εβδομάδα/τα έθιμα (π.χ. βάψιμο και τσούγκρισμα των αβγών)/η νηστεία (βλ. Μεγάλη Σαρακοστή) του ~. Η Δευτέρα/η Τρίτη/... του ~ (βλ. Διακαινήσιμος). (ευχετ.) Καλό ~! Πότε πέφτει (φέτος) το ~ (βλ. κινητή γιορτή); Πού θα κάνετε (= γιορτάσετε/περάσετε το) ~ (βλ. άγιες μέρες); Ξεκίνησε η έξοδος (των εκδρομέων) του ~. || Το Πάσχα του καλοκαιριού (: η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου). Βλ. Μεγάλο/Μέγα Σάββατο. ΣΥΝ. Λαμπρή, Πασχαλιά2 2. ΘΡΗΣΚ. μεγάλη εβραϊκή γιορτή σε ανάμνηση της Εξόδου των Ιουδαίων από την Αίγυπτο και της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας. Βλ. άζυμος. ● ΦΡ.: κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα (προφ.-ειρων.): σπάνια: Μας θυμάται ~ ~ (= αραιά και πού). [< μτγν. Πάσχα < αραμαϊκό pascha]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.