Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • Ελλάδα [Ἑλλάδα] Ελ-λά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} & (λόγ.) Ελλάς: χώρα της Ευρώπης, στο νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου: αρχαία/νεότερη/σύγχρονη ~. ● Υποκ.: Ελλαδίτσα & Ελλαδούλα (η) ● Μεγεθ.: Ελλαδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η Μεγάλη Ελλάδα βλ. μεγάλος ● ΦΡ.: Ελλάς, το μεγαλείο σου!: λέγεται ως επικριτικό ή ειρωνικό σχόλιο για αρνητικές καταστάσεις που έχουν σχέση με την ελληνική νοοτροπία ή τον κρατικό μηχανισμό. [< αρχ. Ἑλλάς, μεσν. Ελλάδα]

μεγάλος

μεγάλος, η, ο με-γά-λος επίθ. {συγκρ. μεγαλύ-τερος, λόγ. υπερθ. μέγιστος} ΑΝΤ. μικρός 1. & (λόγ.) μέγας, μεγάλη, μέγα: που έχει μέγεθος πιο πάνω από τον μέσο όρο ή το συνηθισμένο: ~ος: καθρέφτης/ποταμός (ΣΥΝ. μακρύς). ~η: βεράντα/λίστα/μύτη/πίστα/πόλη/πυρκαγιά/συσκευασία/φωτογραφία. ~ο: διαμέρισμα/κύμα/νησί. ~α: γράμματα (πβ. κεφαλαία). Φυτά ~ης καλλιέργειας. Παγκόσμιο πρωτάθλημα ~ων (= μακρινών) αποστάσεων. Ο σεισμός είχε ~ο εστιακό βάθος.|| Τρένα ~ης ταχύτητας.|| (ως προς το πλήθος, την ποσότητα:) ~ος: αριθμός (προσώπων)/δήμος/θίασος (ΣΥΝ. πολυπληθής)/μισθός. ~η: οικογένεια/παρέα/προσέλευση (θεατών)/συμμετοχή/συναυλία. ~ο: συλλαλητήριο (: με πολύ κόσμο). Η ~η πλειοψηφία του λαού (: σχεδόν όλος ο λαός). Έχει ~η ζήτηση/έχει σημειώσει ~η πρόοδο.|| ~η: περιουσία. Έχετε ~ες (= πολλές) δυνατότητες.|| (ως προς τη διάρκεια:) ~ος: περίπατος. ~η: αναμονή/διαδρομή (ΑΝΤ. σύντομος)/καθυστέρηση. ~ο: ταξίδι. Οι ~ες μέρες του καλοκαιριού. 2. με επιτατική σημασία: ~ος: έρωτας/θυμός/πόνος. ~η: ανάγκη/αντοχή/δίψα/έκπληξη/ζέστη/πείνα/προσπάθεια/χαρά. ~ο: ενδιαφέρον. Σου αξίζει ένα ~ο μπράβο. Ήταν το ~ο φαβορί και το απέδειξε. Οφείλω ένα ~ο ευχαριστώ σε όλους σας. Ακολούθησα τις οδηγίες με ~η ακρίβεια. Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε με ~η επιτυχία. Είχα τη ~η τύχη να συνεργαστώ μαζί του.|| (για πρόσ. που παρουσιάζει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό:) ~ος: αλήτης/πότης/ψεύτης (= ψευταράς). Ο ~ος νικητής/χαμένος (π.χ. των εκλογών/του πρωταθλήματος). 3. (μτφ.) αξιόλογος, σημαντικός· διάσημος, επιτυχημένος, ισχυρός, πάρα πολύ καλός σε κάποιον τομέα, χώρο: ~ος: διαγωνισμός/κίνδυνος/πολιτισμός/ρόλος/στόχος. ~η: ανακάλυψη/άνοδος (της μετοχής)/απόφαση/είδηση/εμφάνιση/επίδοση/ευκαιρία/ζημιά/νίκη/προσφορά. ~ο: βήμα/γεγονός/δίλημμα/έργο/κίνητρο/κόλπο/λάθος/μυστικό/πλεονέκτημα/πλήγμα/πρόβλημα/ρεκόρ/σχέδιο. ~ες: αλήθειες/αλλαγές/αντιθέσεις/απώλειες/ελλείψεις (πβ. σοβαρός)/προσδοκίες. Έφτασε η ώρα του ~ου τελικού. Ζήσαμε ~ες στιγμές μαζί.|| (για πρόσ.) ~ος: αθλητής/επιστήμονας/ερευνητής/ηγέτης/ηθοποιός/καλλιτέχνης/όμιλος/οργανισμός/παίκτης/πολιτικός/συγγραφέας/φιλόσοφος. ~η: εταιρεία/ομάδα/προσωπικότητα. ~ο: κόμμα. ~οι: ευεργέτες. Λόγια και έργα ~ων ανδρών. Χάσαμε έναν ~ο φίλο (= πολύ καλό).|| Είναι ένα από τα ~τερα ονόματα του παγκόσμιου τένις. 4. που έχει μεγάλη ηλικία ή μεγαλύτερη σε σχέση με κάποιον άλλο: ο ~ος μου αδελφός (: που γεννήθηκε πριν από μένα ή/και από τα άλλα μου αδέλφια, εφόσον υπάρχουν).|| Παντρεύτηκε ~ος (: σε μεγαλύτερη ηλικία, σε σχέση με τον μέσο όρο).|| Είναι αρκετά ~η, ώστε να τρώει μόνη της (: είναι σε θέση να ..., δεν χρειάζεται βοήθεια για να ...). Μικροί και ~οι (= ενήλικοι).|| Είναι τρία χρόνια μεγαλύτερή μου. Βλ. μικρομέγαλος. ● Ουσ.: μεγάλε (νεαν. αργκό): ως οικεία προσφώνηση: (για να δηλωθεί επιδοκιμασία, θαυμασμός:) Πες τα ρε ~! Μπράβο ~, έγραψες πάλι!|| (συχνά ειρων.:) Σώπα ρε ~! Καλά ρε ~ ποιος νομίζεις ότι είσαι;|| (συνήθ. μεταξύ φίλων:) Πού ήσουν ρε ~ τόση ώρα; ~ έχεις δίκιο!, μεγάλος (ο) 1. άνθρωπος μεγάλης ηλικίας ή σχετικά μεγάλης ηλικίας· ενήλικος ή ηλικιωμένος: ο κόσμος των ~ων. Βιβλίο/έκθεση για μικρούς και ~ους. Παράσταση μόνο για ~ους.|| Είναι πολύ ~ πια, περπατάει με δυσκολία. 2. μεγάλοι (οι): οι ισχυροί, οι πλούσιοι ή οι καλύτεροι, οι πιο σπουδαίοι σε έναν τομέα, χώρο: οι ~οι της βιομηχανίας/της (ροκ) μουσικής. ● Υποκ.: μεγαλούτσικος , η/ια, ο: κυρ. στις σημ. 1,3. ● ΣΥΜΠΛ.: η Μεγάλη Ελλάδα: ΑΡΧ. το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη Σικελία και τη νότια Ιταλία., Μεγάλες Δυνάμεις: ισχυρές χώρες που επηρεάζουν τις διεθνείς εξελίξεις. Βλ. υπερδύναμη., μεγάλη καρδιά (μτφ.): για άνθρωπο καλόψυχο, συμπονετικό, που δεν κρατά κακία., Μεγάλη Τετάρτη (συντομ. Μ. Τετάρτη): ΕΚΚΛΗΣ. η Τετάρτη της Μεγάλης Εβδομάδας., γερό/μεγάλο πορτοφόλι βλ. πορτοφόλι, η Μεγάλη Εβδομάδα βλ. εβδομάδα, η μεγάλη οθόνη βλ. οθόνη, θεωρία της μεγάλης έκρηξης βλ. έκρηξη, μεγάλα λόγια βλ. λόγια, Μεγάλη Άρκτος βλ. άρκτος, Μεγάλη Δευτέρα βλ. Δευτέρα, Μεγάλη Είσοδος βλ. είσοδος, μεγάλη ζωή βλ. ζωή, Μεγάλη Ιδέα βλ. ιδέα, Μεγάλη Παρασκευή βλ. Παρασκευή1, Μεγάλη Πέμπτη βλ. Πέμπτη, Μεγάλη Σαρακοστή βλ. Σαρακοστή, Μεγάλη Τρίτη βλ. Τρίτη, μεγάλο κεφάλι βλ. κεφάλι, Μεγάλο/Μέγα Σάββατο βλ. Σάββατο, μεγάλος αδελφός βλ. αδελφός, Μεγάλος Οδηγός βλ. οδηγός, ο μεγάλος ασθενής βλ. ασθενής, τα μεγάλα μέσα βλ. μέσο, το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι βλ. ταξίδι ● ΦΡ.: γερό στομάχι βλ. στομάχι, ένα μεγάλο μηδενικό βλ. μηδενικό, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι βλ. δόντι, έχει μεγάλη γλώσσα βλ. γλώσσα, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του βλ. ιδέα, έχει μεγάλο στόμα βλ. στόμα, η μεγάλη ώρα βλ. ώρα, κατά (ένα) μεγάλο μέρος βλ. μέρος, με/χωρίς (μεγάλες/σοβαρές) αξιώσεις βλ. αξίωση, μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες βλ. καράβι, μεγάλη γιορτή βλ. γιορτή, μεγάλη η χάρη του/της βλ. χάρη, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, μεγάλης/ευρείας κλίμακας βλ. κλίμακα, μεγάλο/γερό φαγοπότι βλ. φαγοπότι, μεγάλος/μέγας/σπουδαίος και τρανός βλ. τρανός, ο Θεός είναι μεγάλος βλ. θεός, ο μεγάλος απών βλ. απών, σε μεγάλα/τρελά κέφια βλ. κέφι, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται/συναντιούνται! βλ. συναντώ, το μεγάλο μπαμ βλ. μπαμ, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη βλ. ανάγκη [< μεσν. μεγάλος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.