Κασσάνδρα Κασ-σάν-δρα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μετωνυμ.): πρόσωπο που κάνει συνεχώς δυσοίωνες προβλέψεις και εκτιμήσεις, οι οποίες συνήθ. δεν επαληθεύονται: Οι ~ες διαψεύστηκαν/έπεσαν έξω. Μην ακούς/πιστεύεις τις ~ες! Πβ. καταστροφο-, κινδυνο-λόγος. Βλ. μάντης. [< αρχ. Κασ(σ)άνδρα, γαλλ. Cassandre, αγγλ. Cassandra, γερμ. Kassandra]
μάντης
μάντης μά-ντης ουσ. (αρσ.) {θηλ. μάντισσα | μάντ-εις, -εων} 1. ΑΡΧ. πρόσωπο, συνήθ. ιερέας, που ασκούσε τη μαντική τέχνη: ο ~ Κάλχας.2. (κατ' επέκτ.) που έχει την ικανότητα να προβλέπει με επιτυχία αυτά που πρόκειται να συμβούν: ~ δεινών/κακών. Βλ. χαρτο~, χειρο~.|| (ειρων., για κάτι αυτονόητο:) Πού το κατάλαβες; ~ είσαι; Πβ. προφήτης. Βλ. μέντιουμ. [< μτγν. μάντης < αρχ. μάντις]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.