Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • Κασσάνδρα Κασ-σάν-δρα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μετωνυμ.): πρόσωπο που κάνει συνεχώς δυσοίωνες προβλέψεις και εκτιμήσεις, οι οποίες συνήθ. δεν επαληθεύονται: Οι ~ες διαψεύστηκαν/έπεσαν έξω. Μην ακούς/πιστεύεις τις ~ες! Πβ. καταστροφο-, κινδυνο-λόγος. Βλ. μάντης. [< αρχ. Κασ(σ)άνδρα, γαλλ. Cassandre, αγγλ. Cassandra, γερμ. Kassandra]

μάντης

μάντης μά-ντης ουσ. (αρσ.) {θηλ. μάντισσα | μάντ-εις, -εων} 1. ΑΡΧ. πρόσωπο, συνήθ. ιερέας, που ασκούσε τη μαντική τέχνη: ο ~ Κάλχας. 2. (κατ' επέκτ.) που έχει την ικανότητα να προβλέπει με επιτυχία αυτά που πρόκειται να συμβούν: ~ δεινών/κακών. Βλ. χαρτο~, χειρο~.|| (ειρων., για κάτι αυτονόητο:) Πού το κατάλαβες; ~ είσαι; Πβ. προφήτης. Βλ. μέντιουμ. [< μτγν. μάντης < αρχ. μάντις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.