Παρασκευή1 Πα-ρα-σκευ-ή ουσ. (θηλ.): η έκτη ημέρα της εβδομάδας (με πρώτη την Κυριακή) και πέμπτη εργάσιμη. Βλ. Δευτέρα. ● ΣΥΜΠΛ.: Μεγάλη Παρασκευή (συντομ. Μ. Παρασκευή): ΕΚΚΛΗΣ. η Παρασκευή της Μεγάλης Εβδομάδας, κατά την οποία γίνεται η περιφορά του Επιταφίου. ● ΦΡ.: Παρασκευή και δεκατρείς (ενν. του μηνός): άτυχη, γρουσούζικη ημέρα σύμφωνα με δοξασία. Πβ. Τρίτη και δεκατρείς., σαν τη Μεγάλη Παρασκευή (μτφ.-ειρων., για πρόσ.): λυπημένος, θλιμμένος: Τι έχεις πάθει και είσαι ~ ~; [< μτγν. Παρασκευή]
Δευτέρα Δευ-τέ-ρα ουσ. (θηλ.): η δεύτερη ημέρα της εβδομάδας (με πρώτη την Κυριακή) και πρώτη εργάσιμη: ~ απόγευμα/βράδυ/μεσημέρι/πρωί. ~ 11 Απριλίου. Θα επιστρέψει την επόμενη/ερχόμενη ~. Η προθεσμία έληξε την περασμένη ~. Την πρώτη/τελευταία ~ του μήνα. Από ~ ξεκινάω μαθήματα. Ξημερώματα ~ας. Τις ~ες/κάθε ~ έχω γυμναστήριο. Βλ. δευτεριάτικος, τσαγκαροδευτέρα. ● ΣΥΜΠΛ.: Καθαρά/Καθαρή Δευτέρα: ΕΚΚΛΗΣ. η πρώτη ημέρα νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Βλ. Κούλουμα. ΣΥΝ. Καθαροδευτέρα, Μεγάλη Δευτέρα (συντομ. Μ. Δευτέρα): ΕΚΚΛΗΣ. η Δευτέρα της Μεγάλης Εβδομάδας. ● ΦΡ.: της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή [< μτγν. Δευτέρα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.