Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • Παρασκευή1 Πα-ρα-σκευ-ή ουσ. (θηλ.): η έκτη ημέρα της εβδομάδας (με πρώτη την Κυριακή) και πέμπτη εργάσιμη. Βλ. Δευτέρα. ● ΣΥΜΠΛ.: Μεγάλη Παρασκευή (συντομ. Μ. Παρασκευή): ΕΚΚΛΗΣ. η Παρασκευή της Μεγάλης Εβδομάδας, κατά την οποία γίνεται η περιφορά του Επιταφίου. ● ΦΡ.: Παρασκευή και δεκατρείς (ενν. του μηνός): άτυχη, γρουσούζικη ημέρα σύμφωνα με δοξασία. Πβ. Τρίτη και δεκατρείς., σαν τη Μεγάλη Παρασκευή (μτφ.-ειρων., για πρόσ.): λυπημένος, θλιμμένος: Τι έχεις πάθει και είσαι ~ ~; [< μτγν. Παρασκευή]
  • παρασκευή2 πα-ρα-σκευ-ή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ετοιμασία ή παραγωγή: ~ καφέ/κρασιού/ψωμιού. ~ γλυκών/τροφίμων/φαρμάκων (πβ. δημιουργία). Εργαστήριο ~ής γαλακτομικών προϊόντων.|| Χημική ~. ~ διαλυμάτων/εμβολίων/καλλυντικών. Βλ. προ~. [< αρχ. παρασκευή, γαλλ. préparation]

Δευτέρα

Δευτέρα Δευ-τέ-ρα ουσ. (θηλ.): η δεύτερη ημέρα της εβδομάδας (με πρώτη την Κυριακή) και πρώτη εργάσιμη: ~ απόγευμα/βράδυ/μεσημέρι/πρωί. ~ 11 Απριλίου. Θα επιστρέψει την επόμενη/ερχόμενη ~. Η προθεσμία έληξε την περασμένη ~. Την πρώτη/τελευταία ~ του μήνα. Από ~ ξεκινάω μαθήματα. Ξημερώματα ~ας. Τις ~ες/κάθε ~ έχω γυμναστήριο. Βλ. δευτεριάτικος, τσαγκαροδευτέρα. ● ΣΥΜΠΛ.: Καθαρά/Καθαρή Δευτέρα: ΕΚΚΛΗΣ. η πρώτη ημέρα νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Βλ. Κούλουμα. ΣΥΝ. Καθαροδευτέρα, Μεγάλη Δευτέρα (συντομ. Μ. Δευτέρα): ΕΚΚΛΗΣ. η Δευτέρα της Μεγάλης Εβδομάδας. ● ΦΡ.: της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή [< μτγν. Δευτέρα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.