Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • Σαββατοκύριακο Σαβ-βα-το-κύ-ρια-κο ουσ. (ουδ.): το Σάββατο μαζί με την Κυριακή ως ημέρες αργίας, κυρ. το χρονικό διάστημα που ξεκινά με το τέλος μιας εργάσιμης εβδομάδας και λήγει την αρχή της επόμενης: οι εκδρομές/η έξοδος του ~ου. Καθημερινές και ~α. Βλ. παρασκευο~. ΣΥΝ. γουικέντ [< μεσν. σαββατοκυριακόν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.