Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άβακας [ἄβακας] ά-βα-κας ουσ. (αρσ.) {αβάκων} 1. (λόγ.) επιφάνεια επιτραπέζιων παιχνιδιών και γενικότ. κάθε επίπεδη πλάκα: ο ~ του σκακιού (= σκακιέρα). Παιχνίδια σε ~α.|| (κυρ. στον πληθ.) ~ες δαπέδων/τοίχων (πβ. πλακάκια). Κατακόρυφοι/οριζόντιοι ~ες που λειτουργούν ως θερμαντικά σώματα. 2. εργαλείο εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων, χαρακτηριστικός τύπος του οποίου είναι αυτός που λειτουργεί με τη μετακίνηση μικρών σφαιρών κατά μήκος αξόνων στερεωμένων σε ορθογώνιο πλαίσιο και κατ' επέκτ. κάθε υπολογιστικός πίνακας: (συνήθ. παλαιότ.) ξύλινος ~. Πρόσθεση µε ~α. (ΜΑΘ.) Πυθαγόρειος πίνακας ή ~ (: πίνακας πολλαπλασιασμού για την εύρεση του γινομένου των πρώτων εννέα μονοψήφιων αριθμών). Πβ. αριθμητήριο. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. πλάκα -συνήθ. τετράγωνη ή ορθογώνια παραλληλεπίπεδη- στο ανώτερο τμήμα του κιονόκρανου, όπου στηρίζεται το επιστύλιο. Βλ. εχίνος, κάλαθος. ● Υποκ.: αβάκιο (το) [< αρχ. ἄβαξ]

εχίνος

εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.