Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άβαφος & άβαφτος , η, ο [ἄβαφος] ά-βα-φος επίθ. 1. που δεν έχει βαφτεί, χρωματιστεί: ~ος: τοίχος. ~η: επιφάνεια/πόρτα. ~ο: δέρµα/ξύλο/σπίτι/ύφασμα. ~α: κάγκελα/μαλλιά. Πβ. αμπογιάτιστος, αχρωμάτιστος. ΑΝΤ. βαμμένος. 2. αμακιγιάριστος: ~ο: πρόσωπο. ~η, αχτένιστη και απεριποίητη. Πβ. αφτιασίδωτος. ΑΝΤ. μακιγιαρισμένος, φτιασιδωμένος. 3. (στη μεταλλουργία) για μέταλλο που δεν έχει ψυχθεί απότομα μετά την πυράκτωσή του, για να γίνει πιο ανθεκτικό. [< μεσν. άβαφος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.