Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άβγαλτος , η, ο [ἄβγαλτος] ά-βγαλ-τος επίθ. 1. (μτφ.-για πρόσ.) που δεν έχει βγει στη ζωή, δεν έχει κοινωνική ή ερωτική πείρα: ~ος: επαρχιώτης/νεαρός. ~ο: κοριτσόπουλο/παιδαρέλι. ~, ντροπαλός και φοβισμένος. Μικρός και ~ καθώς ήταν, έμπλεξε/παρασύρθηκε. Αθώα και ~η κοπέλα. ΑΝΤ. ξεβγαλμένος, ξεπεταγμένος, περπατημένος 2. (σπάν.) που δεν έχει βγει ή δεν έκανε ακόμη την εμφάνισή του: ~ο: άνθος. ΑΝΤ. ξεβγαλμένος

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.