Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άβολος , η, ο [ἄβολος] ά-βο-λος επίθ. 1. που δεν βολεύει, δεν παρέχει άνεση, ευκολία: ~ος: καναπές (ΑΝΤ. αναπαυτικός, άνετος)/μηχανισμός (πβ. δύσχρηστος)/χειρισμός. ~η: στάση. ~ο: κάθισμα/κρεβάτι/σπίτι. ~α: παπούτσια (πβ. στενά)/ρούχα. Μικρός και ~ χώρος αποσκευών. Είναι ~ο (= δεν είναι βολικό) να ...|| (μτφ.) ~η: ώρα. ~ο: πρόγραμμα/ωράριο (: που δεν εξυπηρετεί, ΑΝΤ. εξυπηρετικό). ~ες: μετακινήσεις/συνθήκες. Βρέθηκε στην ~η (= δυσάρεστη, αμήχανη) θέση να ... Διατύπωση ~ων ερωτημάτων (: που φέρνουν σε δύσκολη θέση). 2. (σπάν.-για πρόσ.) δύστροπος, ανάποδος, δύσκολος: ~ος: αντίπαλος. ● επίρρ.: άβολα [< μεσν. άβολος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.