Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άβουλος , η, ο [ἄβουλος] ά-βου-λος επίθ.: αναποφάσιστος, διστακτικός: ~ος: χαρακτήρας/ψηφοφόρος. ~η: κοινή γνώμη/κυβέρνηση/συμπεριφορά. ~ο: άτομο (ΑΝΤ. αποφασιστικό)/θύμα (εκμετάλλευσης)/κοινό/ον/πλάσμα/πλήθος. ~α: ανθρωπάρια/πιόνια/υποχείρια. ~, χωρίς προσωπική γνώμη/κρίση. ~η και δουλική υποταγή. Είναι ~οι θεατές των εξελίξεων. ● επίρρ.: άβουλα & (σπάν.-λόγ.) αβούλως ● ΣΥΜΠΛ.: πειθήνιο/άβουλο όργανο βλ. πειθήνιος [< μεσν. άβουλος]

πειθήνιος

πειθήνιος, α, ο πει-θή-νι-ος επίθ. (λόγ.-αρνητ. συνυποδ.): που πειθαρχεί, υπακούει τυφλά: ~οι υπηρέτες (του συστήματος). Πβ. ευπειθής, πειθαρχικός, υπάκουος.|| (συνεκδ.) ~α: συμπεριφορά/υποταγή. ● επίρρ.: πειθήνια ● ΣΥΜΠΛ.: πειθήνιο όργανο & άβουλο όργανο: υποχείριο: ~α ~α της εξουσίας/του καθεστώτος. (Έγινε) ~ ~ στα χέρια του ... ΣΥΝ. ανδρείκελο (1), έρμαιο, μαριονέτα (2), πιόνι (2) [< μτγν. πειθήνιος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.